«Στους δυο Αλέξανδρους: Τον πατέρα που συνάντησα πολύ αργά και τον γιο που αποχωρίστηκα ανέλπιστα νωρίς»
Αυτό είναι το μότο στο νέο βιβλίο Ολομόναχος του Νίκου Παναγιωτόπουλου, την «αυτοβιογραφική προφητεία» –όπως το χαρακτηρίζει– που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Ο γνωστός σεναριογράφος και συγγραφέας, συνεχίζοντας στον δρόμο που άνοιξε με τον Γραφικό χαρακτήρα, εξομολογείται κομμάτια της δικής του ζωής. Μόνο που εδώ το θέμα είναι δύσκολο.
Ένας πατέρας που έχει φύγει από τη ζωή, με ένα μεγάλο μυστικό, αλλά και πράγματα που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Μια σχέση που τελικά δεν μπόρεσε να κλείσει τον κύκλο της… Ο συγγραφέας, χωρισμένος ο ίδιος, μόλις έχει μετακομίσει, συνομιλεί με αυτόν τον απόντα –οριστικά πλέον– πατέρα και ξεδιπλώνει τα κομμάτια της κοινής τους ζωής, που τους έφερε συχνά σε σύγκρουση.
Και ο ίδιος, διαζευγμένος, χάνοντας σε μεγάλο βαθμό την επαφή και με τον δικό του γιο, καταφέρνει να μας δώσει ένα ρεαλιστικό, όσο και συγκινητικό σκιαγράφημα της σχέσης πατέρα γιου.
Παρούσα και η ιστορία, με την αναγκαστική εσωτερική αλλά και εξωτερική μετανάστευση, αλλά και μια ολοζώντανη περιγραφή του Χαλανδρίου μετά τον πόλεμο, η εικόνα μιας πόλης που αλλάζει και στα θεμέλια αυτής της αλλαγής οι ανθρώπινες ζωές που συχνά συνθλίβονται από τις συμβάσεις της κάθε εποχής…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Έντονα εξομολογητικό το νέο σας πεζογράφημα. Δεν είναι δύσκολο να αποκαλύπτει κανείς τόσο προσωπικά βιώματα;
Ασφαλώς και είναι δύσκολο. Ήταν ήδη δύσκολο στις μικροσκοπικές ιστορίες του Γραφικού χαρακτήρα όπου τα προσωπικά βιώματα ήταν πολύ πιο αθώα, οπότε φαντάζεστε τη διαφορά με τον Ολομόναχο, όπου η ζωή μου και η ζωή του γιου μου καθρεφτίζονται στην αληθινή ιστορία της ζωής του πατέρα μου –μια ιστορία που έμαθα κάμποσα χρόνια μετά τον θάνατό του. Παρόλα αυτά, το συγγραφικό στοίχημα είναι να ξεφύγει η αφήγηση από την αποκάλυψη του προσωπικού και η προσωπική ιστορία να αναχθεί σε ανάγνωσμα καθολικού, ει δυνατόν, ενδιαφέροντος. Ο στόχος είναι να μπορέσει να δει ο αναγνώστης δικά του βιώματα να καθρεφτίζονται στην αφήγηση της δικής μου ιστορίας.
Πατέρας -γιος: Είναι εν τέλει μια αναγκαστικά αδιέξοδη σχέση; Υπάρχει τρόπος να ξεπεράσουμε τους σκοπέλους και να βρούμε μια ισορροπία;
Όσο δύσκολη κι αν είναι, δεν θέλω να πιστεύω πως είναι μια αναγκαστικά αδιέξοδη σχέση. Θέλω να ελπίζω πως σε κάθε περίπτωση υπάρχει τρόπος να ξεπεραστούν οι σκόπελοι, μόνο που δεν υπάρχει κανείς να μας τον υποδείξει αυτόν τον τρόπο. Δεν κυκλοφορούν γενικές οδηγίες χρήσης. Κάθε πατέρας και κάθε γιος καλούνται να ανακαλύψουν αυτόν τον τρόπο εξαρχής. Ακόμα κι αν τα καταφέρουν, το κατόρθωμά τους θα αφορά μονάχα τους δυο τους. Κανένας άλλος δεν θα μπορεί να δανειστεί τη μέθοδό τους.
Το ζήτημα δεν είναι αν αντέχουν τα παιδιά την αλήθεια, το ζήτημα είναι κατά πόσον εμείς αντέχουμε να δείξουμε στα παιδιά μας τον αληθινό μας εαυτό
Πρέπει να «λέμε την αλήθεια στα παιδιά»; Την αντέχουν, πιστεύετε;
Εκατομμύρια παιδιά στον πλανήτη αντέχουν την αλήθεια του πολέμου, της πείνας, της φτώχιας, των φυσικών καταστροφών… Γιατί να μη λέμε την αλήθεια στα παιδιά μας; Πώς είναι δυνατόν να περιμένουμε να μας κατανοήσουν και να μας αποδεχτούν αν δεν τους πούμε την αλήθεια;Τα δύσκολα αρχίζουν εκεί όπου πρέπει εμείς οι ίδιοι να αναγνωρίσουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας. Οι άνθρωποι προβάλλουν μια εξιδανικευμένη εικόνα του εαυτού τους –αυτό που θα ήθελαν να βλέπουν οι άλλοι κοιτάζοντάς τους. Πολύ συχνά κάνουν το ίδιο και απέναντι στα παιδιά τους. Και πολύ συχνά τα παιδιά, που είναι οι πιο κοντινοί και ευαίσθητοι δέκτες, αναγκάζονται να παλέψουν με τις αντιφάσεις που κρύβει αυτή η εξιδανίκευση. Το ζήτημα δεν είναι αν αντέχουν τα παιδιά την αλήθεια, το ζήτημα είναι κατά πόσον εμείς αντέχουμε να δείξουμε στα παιδιά μας τον αληθινό μας εαυτό.
Το Χαλάνδρι πρωταγωνιστεί στο βιβλίο σας. Τι σημαίνει για σας ο τόπος, η πόλη;
Το Χαλάνδρι είναι το σκηνικό της παιδικής μου ηλικίας. Το Χαλάνδρι όπου μεγάλωσα, βέβαια, είναι πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Παρόλο που έφυγα από τα γυμνασιακά μου ακόμα χρόνια, ποτέ δεν έχασα την επαφή. Επιστρέφω στο Χαλάνδρι κάθε τόσο, στον κήπο του πατρικού μου που παραμένει μια παρήγορη, αναλλοίωτη όαση μέσα στον ορυμαγδό των αλλαγών, ένα ανακουφιστικά σταθερό σημείο αναφοράς μέσα σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο. Κάποιος έχει πει πως η αληθινή πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία. Έτσι, το Χαλάνδρι των παιδικών μου χρόνων αποτελεί το φυσικό σκηνικό των ιστοριών του Γραφικού χαρακτήρα, ενώ στον Ολομόναχο, χάρη στις ζωηρές περιγραφές της μητέρας μου, ταξιδεύω ακόμα πιο πίσω, στο μεταπολεμικό Χαλάνδρι, τον τόπο που υιοθέτησε τον πατέρα μου.
Θα επιστρέψετε στο μυθιστόρημα; Υπάρχει κάποιο θέμα που να σας έχει κινήσει περισσότερο το ενδιαφέρον;
Ασφαλώς και θα επιστρέψω στο μυθιστόρημα, καιρού επιτρέποντος. Η συγγραφή ενός μυθιστορήματος είναι μακρά και επίπονη διαδικασία. Το μυθιστόρημα απαιτεί άπλετο χρόνο και αδιάσπαστη συγκέντρωση και αυτό στις μέρες μας μοιάζει με απλησίαστη πολυτέλεια. Ο βιοπορισμός στα χρόνια της κρίσης αποδεικνύεται δυσεπίλυτη εξίσωση. Στο τέλος της μέρας συνειδητοποιείς πως δεν σου περισσεύει ενέργεια. Τόσο οι μικροσκοπικές ιστορίες του Γραφικού χαρακτήρα όσο και ο Ολομόναχος υπήρξαν ένα είδος συγγραφικής διεξόδου για μένα. Η ενασχόληση με τη μικρή φόρμα, μου επέτρεψε να μη σταματήσω να γράφω τη στιγμή που αυτό ακριβώς επέβαλαν οι περιστάσεις.
Οι οικογενειακοί δεσμοί, το φορτίο –τόσο το υλικό όσο και το συναισθηματικό– που μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην επόμενη, αλλά κυρίως το τίμημα που πρέπει να καταβληθεί γι’ αυτήν τη μεταβίβαση, αποτελούν το θεματολογικό υπόβαθρο και του επόμενου μυθιστορήματος μου –αν και όποτε αυτό γραφτεί.