Ο «Άνθρωπος στη σκιά» του Νικόλα Σεβαστάκη, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, αποδεικνύει –ακόμη μια φορά– ότι μέσα από τη μυθοπλασία και την ελευθερία που δίνει σε έναν συγγραφέα μπορείς να προσεγγίσεις με πιο βαθύ και εύστοχο τρόπο ζητήματα που συνδέονται ακόμη και με κρίσιμα πολιτικά γεγονότα.
Οι ιδέες από αφηρημένες γίνονται απτές και οι πρωταγωνιστές δεν είναι κάποιοι που μαθαίνουμε τα κουτσουρεμένα βιογραφικά τους από τον τύπο, αλλά πρόσωπα που (ανα)γνωρίζουμε σε βάθος.
Στην αρχή της χρονιάς είχα συζητήσει με τον Βασίλη Κουνέλη ο οποίος επίσης μέσα από τη μυθοπλασία προσέγγισε το ζήτημα των ένοπλων οργανώσεων στα «Καπνισμένα ερείπια». Έγραφα τότε στον πρόλογο: «Από τα πιο δυνατά σημεία του μυθιστορήματος είναι ακριβώς εκείνες οι στιγμές που βλέπουμε πίσω από τη μάσκα του, εντός ή εκτός εισαγωγικών, επαναστάτη και ανακαλύπτουμε τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένος»
Θα μπορούσα να πω ότι το ίδιο ισχύει και στο μυθιστόρημα του N. Σεβαστάκη, αλλά εδώ η πολυπρόσωπη αφήγηση μας βοηθά να δούμε και πίσω από τις μάσκες των υπόλοιπων πρωταγωνιστών. Χωρίς ηθικολογίες.
Εξαιρετικά βρήκα τα πορτρέτα των υψηλών καθοδηγητών της «Οργάνωσης», την αντιπαραβολή των πραγματικών κινήτρων με τα ιδεολογήματα. Όμως και οι «ουδέτεροι», αυτοί που δεν γνωρίζουν, όπως και όσοι πληρώνουν άθελα τους το αντίτιμο μιας δολοφονικής πράξης παρουσιάζονται με ξεχωριστό τρόπο. Υπάρχει και ο περίγυρος. Οι άνθρωποι που είναι μακριά από όλα αυτά. Ένας πλούτος προσώπων και βλεμμάτων…
Πάνω απ’ όλα όμως μιλάμε για ένα μυθιστόρημα που σε καθηλώνει, που σκιαγραφεί με επιτυχία το πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής με εξαιρετική πιστότητα για όσους από εμάς την έχουν ζήσει με κάποιον τρόπο. Και που ανοίγει δρόμους στη σκέψη για όσα έγιναν, αλλά και για όσα μπορεί να επιφυλάσσει το μέλλον.
Τι σε έκανε να καταπιαστείς σήμερα με το ζήτημα των ένοπλων οργανώσεων;
Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου κάποια συγκεκριμένα φαινόμενα είχαν μια διάρκεια. Τόσο οι ένοπλες οργανώσεις όσο και το ίδιο το φαντασιακό της ανταπόδοσης και της βίαιης «απόδοσης δικαιοσύνης». Και προφανώς είναι πολλά όσα αντηχούν σε αυτή την ιστορία: η δεκαετία του ‘40 (προφανώς), οι διωκτικές μνήμες και οι κατασταλτικές εμπειρίες, η δικτατορία και ο αντιφασισμός. Σωρεύτηκαν όμως και πολλές σιωπές, εύκολες δικαιολογίες και η αγωνιώδης, κάποτε, προσπάθεια των ανθρώπων της πολιτικής Aριστεράς να αποδείξουν ότι οι ένοπλοι, οι «κακοί», ήταν ξένα σώματα στο κίνημα. Η λογοτεχνική ματιά είναι ακριβώς το αντίθετο αυτής της επίσημης και συχνά ηθικολογικής διαχείρισης του θέματος. Δεν θεωρεί κανέναν ξένο σώμα ή εξωγήινο γιατί η λογοτεχνία αναγνωρίζει την περίπλοκη δυναμική των ανθρώπων, τη συνύπαρξη του καλού και του κακού, την αινιγματική εναλλαγή του πιο απάνθρωπου δογματισμού με την αφέλεια και την πολιτική ευπιστία.
Γιατί διάλεξες τη μορφή της μυθοπλασίας;
Η μυθοπλασία ασχολείται με πρόσωπα και κατά δεύτερο λόγο με ιδέες. Μπορεί οι ιδέες να είναι φτωχές ή μπανάλ (πολλά απ’ όσα γράφονταν σε προκηρύξεις ήταν συμπιλήματα ενός μέσου όρου μεταπολιτευτικού) όμως τα πρόσωπα έχουν πάντα να πουν κάτι περισσότερο: για τα συναισθήματα, για τα κενά, τον τρόπο που βιώνουν τα οικογενειακά τραύματα ή τη σχέση με έναν «κανονικό» περίγυρο. Νομίζω πως οι χώροι της παρανομίας έχουν ενδιαφέρον ιδίως στη σχέση τους με τους άλλους, τους πιο συνηθισμένους χώρους και τρόπους ζωής. Αν κάποιος επικεντρωθεί στη σχέση των παράνομων με το Κράτος και τους διωκτικούς μηχανισμούς κατευθύνεται στο νουάρ ή στο αστυνομικό αφήγημα. Αυτή τη διάσταση τη σέβομαι απεριόριστα αλλά δεν είναι η δική μου συγγραφική επιλογή.
Καταφέρνεις με επιτυχία να παρουσιάσεις την ιστορία σου μέσα από πολύ διαφορετικά βλέμματα και ανθρώπους. Ποιο πρόσωπο σε δυσκόλεψε περισσότερο;
Τα πολλά πρόσωπα έχουν ένα ρίσκο, ειδικά σε ένα βιβλίο που δεν έχει μεγάλη έκταση. Νομίζω όμως πως μπορεί να δώσουν μια ιδέα αυτής της παρδαλής συνύπαρξης διαφορετικών μορφών ζωής και συνείδησης. Για παράδειγμα, ήθελα να πάρουν το λόγο και οι «απολίτικοι» νέοι της Μεταπολίτευσης, άνθρωποι που έζησαν κάπως εκτός Ιστορίας και πολιτικών δραμάτων, τα λαϊκά παιδιά που επιθύμησαν μια ωραία μηχανή και δεν συγκινήθηκαν με την υπερπολιτικοποίηση της γενιάς τους. Από όλα τα πρόσωπα με δυσκόλεψε πάντως η Μιράντα, η ανιψιά του θύματος και το πρόσωπο που είναι περισσότερο «εχθρικό» και ξένο προς την Αριστερά.
Ξεκινάς με την αυτοκτονία του Φάνη… Είναι ένα είδος κάθαρσης;
Η αυτοκτονία του Φάνη Αυγερινού είναι ένα νεύμα στον αναγνώστη. Ξεκινώ το μυθιστόρημα αφαιρώντας από το πλάνο τον «κεντρικό ήρωα» για να μιλήσουν πια οι άλλοι γι’ αυτόν. Ο πρώην ένοπλος σχηματίζεται από ψηφίδες μνήμης των οικείων του αλλά και από την άγνοια και τα μυστικά που φρόντισε να αφήσει πίσω του. Για μένα, εντέλει, αυτός ο άνθρωπος παραμένει αδιαφανής μέχρι και στο έσχατο διάβημά του: γιατί σκοτώνει τον εαυτό του; Ο αναγνώστης έχει το ελεύθερο να υποθέσει αν υπάρχει κάθαρση ή όχι, αν αυτή η αυτοχειρία έχει ηθικό βάθος ή συνιστά μια τυχαία πράξη.
Πιστεύεις πως αναβιώσουν τέτοιες εποχές;
Δεν πιστεύω ότι μπορεί να αναβιώσει η πολιτική ένοπλη βία με τις παραδοσιακές της μορφές. Μεμονωμένα επεισόδια και άλλες μορφές πολιτικών ταραχών ναι, όπως και κάποιες μηδενιστικές και βανδαλιστικές πρακτικές που έχουν σχέση περισσότερο με μορφές μητροπολιτικής παραβατικότητας παρά με τους κώδικες της πολιτικής τρομοκρατίας. Βρισκόμαστε σε έναν άλλο ιστορικό και πολιτικό χρόνο όπου, ωστόσο, υπάρχουν διάφορες αναβιωτικές και νοσταλγικές μόδες. Η σκληρότητα συχνά παραχωρεί τη θέση στην αδιαφορία και στiς κρίσεις πανικού που είναι πιο συχνές στους συγχρόνους από τα πάθη της εναντίωσης και της ιδεολογίας. Η λογοτεχνία θα είναι πάντα κοντά στον δικό της τρόπο να αισθάνεται και να αποκωδικοποιεί τα αινίγματα του κόσμου.