Οι βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής στην Ιταλία αποτέλεσαν καταρχήν μια δυσάρεστη έκπληξη για το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης στην Ευρώπη – αν υποθέσουμε ότι πίστεψε κι αυτό τις δημοσκοπήσεις. Διότι, όπως επισημαίναμε πρόσφατα, «η Ιταλία αποτελεί υπόδειγμα του πώς αυτές μετατρέπονται, από αποτυπώσεις των διαθέσεων του εκλογικού σώματος, σε εργαλεία για τον επηρεασμό του. Οι τωρινές δημοσκοπήσεις μάλλον φουσκώνουν τα ποσοστά του Ρέντσι, κυρίως, και δευτερευόντως του Μπερλουσκόνι»*. Δηλαδή των δύο πολιτικών που εξέφραζαν τις φρούδες ελπίδες των ελίτ για το σχηματισμό ενός ιταλικού τύπου «μεγάλου συνασπισμού», με διακηρυγμένη νομιμοφροσύνη στις επιταγές της Ε.Ε. και στο στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης. Όμως οι ελπίδες αποδείχθηκαν φρούδες. Το τελικό αποτέλεσμα έφερε το Κίνημα 5 Αστέρων πρώτο μεμονωμένο κόμμα, με ποσοστό 32,8%, δηλαδή πολύ παραπάνω από το δημοσκοπικό «ταβάνι» του 28%. Αντίστοιχα, το κεντροαριστερό μπλοκ υπό τον Ρέντσι βρέθηκε αρκετά κάτω από το ελάχιστο 26% των δημοσκοπήσεων, με μόλις 22,8%.
Η Ιταλία είναι πατρίδα του fare politica, του πολιτικαντισμού, και άρα δεν αποκλείονται οι κάθε είδους «ανίερες» κυβερνητικές συμμαχίες – όμως όσο πιο ετερόκλητη κυβέρνηση σχηματιστεί, τόσο πιο σαθρή θα είναι η επιδιωκόμενη σταθερότητα
Οι προβλέψεις έπεσαν μέσα μόνο για τον κεντροδεξιό συνασπισμό (37%), αλλά κι εδώ διαψεύστηκαν όσον αφορά το συσχετισμό στο εσωτερικό του, καθώς η ευρωσκεπτικιστική και ξενοφοβική Λέγκα του Σαλβίνι εκτινάχθηκε πάνω από την… πολιτικά ορθότερη Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι. Αυτός ο συνδυασμός, της επιτυχίας των «λαϊκιστικών» δυνάμεων και της αποτυχίας των κεντροαριστερών και κεντροδεξιών «ευρωπαϊστών», ήταν η πρώτη αιτία της δυσαρέσκειας των συστημικών επιτελείων, που έσπευσαν να μιλήσουν για νίκη της Ακροδεξιάς. Η δεύτερη πηγή ανησυχίας τους είναι βέβαια το τι μέλλει γενέσθαι, καθώς το δεδομένο αποτέλεσμα αναμένεται να επιτείνει την πολιτική αστάθεια σε ένα σημαντικό κράτος μέλος της Ε.Ε. – και, κατά συνέπεια, να ανακόψει τις προσπάθειες ανασυγκρότησης του «ευρωπαϊκού οικοδομήματος», που ήδη καθυστέρησαν δραματικά εξαιτίας της μέχρι πρόσφατα αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία.
Δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι η Ιταλία είναι πατρίδα του fare politica, δηλαδή ενός δίχως όρια «ρεαλιστικού πολιτικαντισμού», και άρα δεν αποκλείονται οι κάθε είδους «ανίερες» κυβερνητικές συμμαχίες. Όμως όσο πιο ετερόκλητη κυβέρνηση σχηματιστεί, τόσο πιο σαθρή θα είναι η επιδιωκόμενη κυβερνησιμότητα. Επιπλέον, δεν πρέπει να ξεχνιέται η διαρκής προσπάθεια των ΗΠΑ να υπονομεύσουν την επιρροή του «ευρωγερμανικού τόξου» στον ευρωπαϊκό Νότο. Κι εδώ έχει ενδιαφέρον να δει κανείς ότι για το σύνολο σχεδόν του ιταλικού πολιτικού κόσμου το ΝΑΤΟ (και κατ’ επέκταση ο αμερικανικός παράγοντας) δεν μπαίνουν διόλου σε αμφισβήτηση. Αυτό ισχύει και για το «λαϊκίστικο» στρατόπεδο, με χαρακτηριστική τη δήλωση του Ντι Μάιο, επικεφαλής των 5 Αστέρων, ότι «η συμμετοχή της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ δεν τίθεται καν σε συζήτηση»…
Μετακόμιση της παλιάς εκλογικής βάσης της Αριστεράς
Σε κάθε περίπτωση, οι εκλογές της περασμένης Κυριακής πιστοποιούν μια τεράστια μετάλλαξη συνολικά του ιταλικού πολιτικού τοπίου αλλά και κάθε μεγάλης πολιτικής οικογένειας – με πιο χτυπητό στοιχείο την επιβεβαίωση της ακραίας περιθωριοποίησης όλων των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, και μάλιστα σε μια χώρα όπου αυτή είχε μεγάλη παράδοση και πολιτική ισχύ. Οι βασικές αιτίες έχουν αναφερθεί σε προγενέστερα κείμενα, και η μετά βίας είσοδος στη βουλή των «Ελεύθερων και Ίσων» (όπως και το χαμηλό ποσοστό της «Εξουσίας στο Λαό») απλά δείχνουν ότι η μετακόμιση της παλιάς εκλογικής βάσης της Αριστεράς στην αποχή και στους 5 Αστέρες παίρνει μόνιμα χαρακτηριστικά. Η λαϊκή πλειοψηφία, στην Ιταλία όπως σε πολλές ακόμη ευρωπαϊκές χώρες, θεωρεί πλέον την Αριστερά μέρος του προβλήματος, αντί για πιθανή λύση του…
Έτσι μεγάλο τμήμα ενός εκλογικού σώματος ζαλισμένου και απελπισμένου από χρόνια κεντροαριστερής διαχείρισης (που στην πραγματικότητα εφάρμοζε ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές στο εσωτερικό και συμμετείχε με ενθουσιασμό σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στο εξωτερικό), «αρπάζεται» από ένα επίσης μεταλλαγμένο Κίνημα 5 Αστέρων – ελπίζοντας ότι επιτέλους κάτι θα αλλάξει, κι ότι θα μπει ένα τέλος στο σημερινό πολιτικό και κοινωνικό χάος. Γι’ αυτό μάλλον δεν αρκεί για να κόψει τη φόρα του επιτελείου του Ντι Μάιο (που επιζητά κυβερνητικά πόστα με εντυπωσιακό ζήλο) η φιγούρα ενός Γκρίλο ο οποίος έχει αποσυρθεί – και περιορίζεται σε ξέπνοες προειδοποιήσεις για τον κίνδυνο μετάλλαξης του κινήματος που ίδρυσε σε περίπτωση συμμετοχής σε κυβερνητικό συνασπισμό με δυνάμεις «ξένες» προς την ιδεολογία του,.
Η αντιφατική πραγματικότητα παράγει ασταθείς ισορροπίες
Ίσως γι’ αυτό οι περίφημες αγορές να μην ανησυχούν τόσο πολύ όσο τα πολιτικά επιτελεία της παγκοσμιοποίησης, που βλέπουν τους εκλεκτούς τους να καταβαραθρώνονται. Όπως έδειξε και η κατά κάποιο τρόπο παρεμφερής ισπανική περίπτωση, ακόμη και η όποια ακυβερνησία δεν μπλοκάρει σε ανησυχητικό βαθμό το «μεροδούλι-μεροφάι» των αγορών. Ούτως ή άλλως δεν υπολογίζουν και πολύ τις πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, που έχουν εν πολλοίς δεμένα τα χέρια τους από τους «ιερούς κανόνες» των ολοκληρώσεων. Κι αποτελεί ακριβώς δείγμα μιας αντιφατικής πραγματικότητας η έστω και με στρεβλό τρόπο αντίδραση εκατομμυρίων πολιτών, που κατανοούν την καταστροφική γι’ αυτούς επικυριαρχία απρόσωπων δυνάμεων, και γι’ αυτό ενισχύουν πολιτικά ρεύματα που υπόσχονται να αποκαταστήσουν μια ελάχιστη εθνική και λαϊκή κυριαρχία.
Οι όποιες ισορροπίες επιτευχθούν θα είναι, εξαιτίας αυτής της αντιφατικής πραγματικότητας, ασταθείς και προσωρινές. Βέβαια το πολιτικό πλήγμα που δέχτηκαν οι ελίτ δεν είναι θανάσιμο. Οι φορείς του «λαϊκισμού» που επικράτησαν εκλογικά εκφράζοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια, δηλαδή οι 5 Αστέρες και η Λέγκα, δηλώνουν έτοιμοι να σαγηνευθούν από τις κυβερνητικές καρέκλες. Οι ελίτ, την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενες, θα ανεχθούν ενδεχομένως τουλάχιστον μία από αυτές τις δύο δυνάμεις σε «θέσεις ευθύνης» και θα τους κάνουν δευτερεύουσες παραχωρήσεις, αρκεί αυτές να μην θέσουν σε αμφισβήτηση τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊσμού και του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Το περσινό ταξίδι του Ντι Μάιο στις ΗΠΑ ίσως να παρείχε κάποιες βασικές διαβεβαιώσεις, παρόλο που ο επικεφαλής των 5 Αστέρων επιμένει για την άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας.
Νέα στρατόπεδα στη θέση των παλιών
Αν μπορούν να αποτολμηθούν τόσο νωρίς κάποια γενικότερα συμπεράσματα, αυτά θα υπογράμμιζαν καταρχήν την πολιτική κοσμογονία που έφερε η συνειδητοποίηση της καταστροφής που σκορπά το στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης – και πιο ειδικά η ευρωπαϊκή εκδοχή του. Έτσι εξηγείται η μετατροπή μιας πάλαι ποτέ θεωρούμενης φιλοευρωπαϊκής κοινής γνώμης σε πλειοψηφικά ευρωσκεπτικιστική, και η αντιστοίχιση του πολιτικού χάρτη σε αυτήν την πραγματικότητα. Αντιστοίχιση που επήλθε βάσει των… υπαρκτών υλικών, δηλαδή κυρίως των 5 Αστέρων και της Λέγκας, κι όχι βάσει μιας ιδεατής Αριστεράς. Η σύγκλιση κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς στην άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών άλλαξε τα παραδοσιακά αντίπαλα στρατόπεδα: η σύγκρουση Αριστεράς και Δεξιάς αντικαθίσταται από τη σύγκρουση μεταξύ της «πολιτικά ορθής» παγκοσμιοποίησης και του «λαϊκίστικου» αιτήματος για ανάκτηση μιας στοιχειώδους κυριαρχίας. Και οι ιταλικές εκλογές κατέστησαν εμφανή την αδυναμία του συστημικού μπλοκ, που είχε ενωθεί στην καταπολέμηση του «λαϊκισμού» των 5 Αστέρων, να πείσει το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος.
Το γεγονός ότι στην Ιταλία οι εκφραστές του αιτήματος για ανάκτηση της κυριαρχίας είτε είναι ανοιχτά δεξιοί (Λέγκα) είτε χάνουν γοργά τον όποιο ριζοσπαστισμό τους (5 Αστέρες) αποτελεί βέβαια σημαντικό, δυσεπίλυτο πρόβλημα – αλλά η βασική ευθύνη γι’ αυτό δεν μπορεί να φορτωθεί στη λαϊκή πλειοψηφία… Ακόμη χειρότερα όταν οι δυνάμεις που ακόμη αναφέρονται στην Αριστερά έχουν χάσει σε μεγάλο βαθμό την επαφή τους με μια λαϊκή, πληβειακή βάση, που τη βασανίζουν πιο «πρωτόγονα» προβλήματα από τον «δικαιωματισμό» τον οποίο προβάλλουν ως πρόγραμμα οι περισσότεροι επίδοξοι εκφραστές της. Οι υποσχέσεις της Λέγκας να καταργήσει τον εξοντωτικό για τους συνταξιούχους νόμο της Κεντροαριστεράς, και των 5 Αστέρων να καθιερώσουν ένα ελάχιστο εισόδημα για όλους τους πολίτες (και κυρίως η εκτίμηση εκατομμυρίων ψηφοφόρων ότι μπορούν να τις υλοποιήσουν) μάλλον βάρυνε περισσότερο από την επίκληση στο συναίσθημα…