Οι ιδιαίτερα αρνητικές εξελίξεις και προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας, με κύριο σημείο αναφοράς τη γερμανική οικονομία, έχουν σημάνει συναγερμό στα οικονομικά επιτελεία. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορούσε να περιμένει μέχρι την 1η Νοεμβρίου, οπότε η Λαγκάρντ θα αντικαταστήσει τον Ντράγκι. Πόσο μάλλον που τον Ιούλιο η βιομηχανική παραγωγή της Ευρωζώνης υποχώρησε κατά 0,4%, ξεπερνώντας αρνητικά τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Βασικές αιτίες θεωρούνται ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, ο φόβος μήπως αυτός επεκταθεί και προς την Ευρώπη, καθώς και η γενικευμένη αβεβαιότητα γύρω από το Brexit και την τελική μορφή του. Πρωταγωνιστής σε αυτήν την πτώση ήταν η Γερμανία, που εκτιμάται ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης.
Στις 12 Σεπτεμβρίου ο Ντράγκι ανακοίνωσε τις αποφάσεις της ΕΚΤ για το νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, ενώ ένα χρόνο πριν η ΕΚΤ είχε αναγγείλει το τέλος του τότε προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης και είχε αναφέρει τη σταδιακή άνοδο των επιτοκίων. Ένα χρόνο μετά, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά προς αρνητική κατεύθυνση. Έτσι ο Ντράγκι αιτιολόγησε την αναγκαιότητα ανάληψης δράσης από την ΕΚΤ επικαλούμενος τρεις παράγοντες: α) Την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης στην Ευρωζώνη. β) Τους κινδύνους μείωσης της παραγωγής λόγω του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας και τυχόν άτακτου Brexit. γ) Την εκτίμηση για περαιτέρω μείωση του πληθωρισμού εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης.
Τα μέτρα που ανακοινώθηκαν αφορούν: α) Μείωση του επιτοκίου καταθέσεων των Τραπεζών στην ΕΚΤ κατά 0,10%, συνεπώς τελικά -0,50%. Παράλληλα όμως αλλάζει ο τρόπος υπολογισμού των τόκων προκειμένου να περιοριστεί δραστικά η αρνητική επίπτωση στις τράπεζες. β) Έναρξη ξανά, από 1ης Νοεμβρίου, της αγοράς τίτλων από την ΕΚΤ με μηνιαίο ρυθμό 20 δισ. ευρώ. Επιλέξιμοι είναι οι τίτλοι πιστοληπτικής διαβάθμισης (investment grade) που εκδίδονται από τα κράτη, τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις – συνεπώς οι ελληνικοί τίτλοι, κατ’ επέκταση και οι ελληνικές τράπεζες, εξαιρούνται από το πρόγραμμα. γ) Τριμηνιαίες ενέσεις ρευστότητας προς τις τράπεζες με ευνοϊκούς όρους (ουσιαστικά θα τις δανείζει με αρνητικό επιτόκιο -0,50%) προκειμένου να διατηρηθούν/δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες δανεισμού. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο Ντράγκι υπογράμμισε πως η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να αποτελεί, όπως γίνεται μέχρι σήμερα, τον αποκλειστικό παράγοντα τόνωσης της ζήτησης στην ευρωζώνη. «Είναι καιρός η δημοσιονομική πολιτική να μπει μπροστά και να γίνει το βασικό εργαλείο των κυβερνήσεων» είπε χαρακτηριστικά ο απερχόμενος διοικητής της ΕΚΤ.
Αντί να ληφθούν αναπτυξιακά μέτρα με τόνωση της δημοσιονομικής πολιτικής και ενίσχυση της ζήτησης, το καθήκον αυτό παραδίδεται για μία ακόμα φορά στην κεντρική εξουσία της χρηματιστικής οικονομίας
Συμπερασματικά, ενώ η οικονομία της Ευρωζώνης ερωτοτροπεί με την ύφεση, αντί να ληφθούν αναπτυξιακά μέτρα με τόνωση της δημοσιονομικής πολιτικής και ενίσχυση της ζήτησης, το καθήκον αυτό παραδίδεται για μία ακόμα φορά στην κεντρική εξουσία της χρηματιστικής οικονομίας (ΕΚΤ). Αυτή φροντίζει μεν να πάρει κάποια μέτρα, αλλά παράλληλα να διαφυλάξει-ενισχύσει την κερδοφορία των τραπεζών. Τα 2 και πλέον τρισεκατομμύρια ευρώ που δόθηκαν με το πρώτο πακέτο ποσοτικής χαλάρωσης (2015-2018) κάθε άλλο παρά απέτρεψαν την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην Ευρωζώνη, καθώς δεν χρησιμοποιήθηκαν για επενδύσεις αλλά για «φούσκωμα του μπαλονιού» της χρηματιστικής οικονομίας. Φυσικά στις τρέχουσες, ακόμα πιο δυσμενείς, συνθήκες δεν είναι λογικό να αναμένουμε διαφορετικές εξελίξεις. Ο Ντράγκι θεωρεί ότι έκανε το καθήκον του και η «μπάλα βρίσκεται πλέον στο γήπεδο των κυβερνήσεων». Σε αυτές τις συνθήκες ο κ. Μητσοτάκης περιμένει τους επενδυτές από το εξωτερικό…
Π.Δ.