του Λαοκράτη Βάσση
α. Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας, μας τα λένε κιόλας ωμά, δεν είναι επικοινωνιακού χαρακτήρα. Κι ούτε εντάσσονται σε ένα παιγνίδι πολιτικής τακτικής της γείτονος απέναντί μας. Είναι στρατηγική επιλογή, που, πέραν της ελαστικής αυξομοίωσης των διεκδικούμενων, στοχεύει πολύ σταθερά στη μετάθεση της στρατηγικής οριογραμμής στο μέσον του Αιγαίου. Για να μεγαλώσει ο στενός, τώρα… πια, γεωγραφικός της χώρος. Που τόσο, όμως, καθαρά ορίζεται, εδώ κι έναν αιώνα, απ’ τις διεθνείς συνθήκες.
Με το ιδεολόγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας» να είναι το ψευδώνυμο της Χιτλερο/ναζιστικής πολιτικής του «ζωτικού χώρου», την οποία η ανθρωπότητα πλήρωσε τόσο ακριβά με τη φρίκη του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Έτσι που, ο ιστορικός αναθεωρητισμός, όπως τον επικαλούνται, για να δικαιολογήσουν τα όσα εποφθαλμιούν, καθίσταται το επιθετικό έμβολο της παγιούμενης επιθετικής «εθνικής ιδεολογίας» τους. Όπου, δια του Ερντογάν, ο αναδυόμενος νεο/οθωμανισμός, υποκαθιστώντας και ενσωματώνοντας τον απονευρωμένο πολιτικά Κεμαλισμό, είναι η νέα εκδοχή, με ισλαμικό ενωτικό πρόσημο, του τούρκικου εθνικιστικού επεκτατισμού.
β. Κι είναι τα «υλικά σύνθεσης» αυτού του εθνικισμού, τα πολύ γκρίζα δηλαδή «ισλαμο…κεμαλικά» ιδεολογικά υλικά της αναδυόμενης νεο/οθωμανικής Τουρκίας, που καθιστούν επικινδύνως αφελείς όλες τις πολιτικές εκδοχές του «κατευναστικού ελέγχου» της, στη βάση πάντοτε ενός δυνητικού «δυτικού προσανατολισμού» της και μιας προσδοκώμενης δυτικότροπης «εξημέρωσής» της.
Η στρατηγική τροχιοδρόμηση του νεο/οθωμανισμού, όπως, κατά απόλυτο τρόπο, εκπορεύεται απ’ τα ιδεολογικά υλικά «σύνθεσής» του, θέτουν την Τουρκία απέναντι, φύσει και θέσει, στον ευρω/δυτικό κόσμο. Κι αυτό όχι μόνο και τόσο λόγω της εκκολαπτόμενης περιφερειακής ισχύος της και του ότι δεν της είναι… βολικά τα ευρω/δυτικά κανονιστικά πλαίσια στο ανοιχτό πεδίο των νέων γεωπολιτικών αντιπαραθέσεων του υπό διαμόρφωση «πολυπολικού κόσμου» μας, όσο, ίσως μάλιστα και πολύ περισσότερο απ’ τις «περιφερειακές φιλοδοξίες», λόγω του αντίπαλου, έως και εχθρικού, ιστορικού «ψυχισμού» της. Όπως αυτή η αντιπαλότητα παροξύνεται απ’ τον αφυπνιζόμενο, πολύ τραυματικό όμως στη σχέση του με τη Δύση, Οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό. Που είναι μια πολύ κρίσιμη παράμετρος, με πολύ σκοτεινό βάθος (Οθωμανικό αυτοκρατορικό υποσυνείδητο!) και συνακόλουθο ταυτοτικό επεκτατισμό (νεο/οθωμανικό Ερντογανικό… μεγαλείο!).
γ. Όπου, όσο δεν αναγιγνώσκεται σωστά, ως έχει δηλαδή, το βαθύ «απέναντι» της Τουρκίας, μαζί και η στρατηγική τροχιοδρόμησή της… απέναντι στη Δύση, προφανώς με τακτικού χαρακτήρα, κατά την πορεία της, τολμηρά πολιτικά παιγνίδια, τόσο θα διευκολύνεται αυτή η στρατηγική μετατόπισή της. Ιδίως στη μεταβατική της φάση, που, ένα ενδεχόμενο μεγάλο «κόστος» της (οικονομικά «πλήγματα»), θα μπορούσε να τη γονατίσει (χρεοκοπία), με δεδομένη την οικονομική της κρίση. Κάτι που καλύτερα από όλους το ξέρει ο παράτολμος αλλά και… ρεαλιστής Ερντογάν, ως πολύπειρος και παμπόνηρος «ανατολίτης». Που, ακροβατώντας επικίνδυνα μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, είναι βέβαιον πως θα κάνει τους πιο ακραίους ελιγμούς, για να αποφύγει τα μοιραία παρεπόμενα των νεο/οθωμανικών επιλογών του. Παίζοντας, με συνήθη τα ανατολίτικα παζάρια, την πολύ ακριβή για τους Δυτικούς στρατηγική θέση της χώρας του, σε συνδυασμό πάντοτε με το εξίσου γερό χαρτί των παραδοσιακών δεσμών και των μεγάλων συμφερόντων με πολύ σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία. Αλλά και με τις «πλάτες» των πιο ακραίων του «Ατλαντισμού», σαν τον «αξιότιμο» Γραμματέα του ΝΑΤΟ, που, με επίμονο κυνισμό και θρασύτητα, βάζουν, όλοι τους αυτοί, στην ίδια θέση την άρπαγα Τουρκία και την απειλούμενη Ελλάδα. Όπως, μάλιστα, ενοποιούνται και… ουδετεροποιούνται στη δική τους «γλώσσα», με τα περί ενιαίου Νατοϊκού χώρου, τα Ελληνο/τουρκικά σύνορα.
δ. Κι ούτε λόγος πως το «στρατηγικό απέναντι» της Τουρκίας είναι ένα κατεξοχήν «στρατηγικό απέναντι» στην Ελλάδα. Έτσι που αυτό σημαίνεται τελεσιγραφικά, απ’ τη συνολική ηγεσία των γειτόνων μας, με τα υπαρξιακής βαρύτητας, για μας, ωμά μηνύματά τους: «Casus belli – Δεν μας χωρούν τα σύνορά μας – θα ’ρθουμε ένα βράδυ». Χωρίς ούτε καν «φύλλο συκής» στον επεκτατισμό της… Γαλάζιας πατρίδας τους. Που δεν περιορίζεται πια, όπως αρχικά, σε διεκδίκηση ακατοίκητων βραχονησίδων, αλλά έχει φτάσει, για την ώρα, ως τα μεγάλα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα. Καθιστώντας απολύτως σαφές πως η στρατηγική οριογραμμή στη μέση του Αιγαίου είναι το δυτικό τους… σύνορο (όπου, στο ανατολικό Αιγαίο μας, γιατί υπάρχει, να μη το ξεχνάμε, και τούρκικη πλευρά του, επιφυλάσσεται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μιας κάποιας μορφής… Φινλανδοποίηση!).
Που σημαίνει, μετά ταύτα, πως η αντιμετώπιση του εξ ανατολών εθνικού μας κινδύνου προϋποθέτει: έλλογη θεώρηση και έλλογη αποφασιστικότητα, συναρθρωμένες σε μακράς πνοής συναγερμική εθνική στρατηγική, όπως το μέγεθος και ο στρατηγικός χαρακτήρας της απειλής απαιτεί και επιβάλλει. Με την έλλογη θεώρηση προφανώς και να μην είναι πρόσχημα «κατευναστικού ενδοτισμού», υπό όλες τις πολύ πονηρές μεταμφιέσεις «μετώπων λογικής» και «νεο/ραγιαδίστικου ρεαλισμού». Αλλά και με την έλλογη αποφασιστικότητα προφανώς επίσης να συνυφαίνεται με το υψηλό αίσθημα πατριωτικής ευθύνης, όπως αυτό ορίζεται απ’ τη Θουκυδίδεια ευψυχία και την Κάλβεια αρετή και τόλμη. Χωρίς ανόητες εθνικιστικές μεγαλαυχίες αλλά και χωρίς αυτο/ευνουχιστικούς κατευναστικούς ενδοτισμούς και αυτο/παγιδευτικές ψευδαισθήσεις.
Η αντιμετώπιση του εξ ανατολών εθνικού μας κινδύνου προϋποθέτει: έλλογη θεώρηση και έλλογη αποφασιστικότητα, συναρθρωμένες σε μακράς πνοής συναγερμική εθνική στρατηγική, όπως το μέγεθος και ο στρατηγικός χαρακτήρας της απειλής απαιτεί και επιβάλλει
ε. Με το πολύ κρίσιμο, καθώς η άμυνα των λαών αρχίζει απ’ την… ψυχή τους, περιεχόμενο αυτών των εννοιών να αναδεικνύει, κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, το μεγάλο έλλειμμα πολιτικής και παιδείας στο πολύ κρίσιμο ζήτημα της εθνικής αυτο/συνείδησης και του πατριωτικού φρονήματος. Καθώς, υπό την αμαρτωλή σκιά της «Χούντας των συνταγματαρχών», σκοτεινού καρπού του μετεμφύλιου παρακράτους, περίπου ενοχοποιήθηκε παν τι το εθνικό και ελληνικό ως κρυπτο/εθνικιστικό και κρυπτο/χουντικό. Έτσι που, αντί ενός σωστού βηματισμού προς το μέλλον, που θα διαπερνά τη «Σκύλλα» της εθνικιστικής τύφλωσης και τη «Χάρυβδη» της αντι/εθνικιστικής ατοπίας, συντελέστηκε η μετατόπιση προς μια υποκατάστατη της χρονίως πάσχουσας και υπολειμματικής εθνικής ιδεολογίας μας: με έντονα τα στοιχεία του ιστορικού αναθεωρητισμού και της ευρω/προσαρμοστικής αποταυτοποίησης. Επικαλυμμένα με περισσεύουσα, καλά δουλεμένη σε νεοταξικές προπαγανδιστικές «δεξαμενές σκέψης», επικοινωνιακή χρυσόσκονη, όπως και με σύγχυση των ορίων τής ευρωπαϊκότητας και της ευρω/προσαρτηματικότητας. Που όλα αυτά μαζί αναδεικνύουν, υπό το παρενεργητικό βάρος της οδυνηρής Χρεωκοπίας και της μετανεωτερικής αποικιοποίησης, την ταυτοτική ιδεολογική θωράκιση της εθνικής μας υπόστασης, θεμελιωμένης στην ιστορικο/πολιτιστική διαχρονία του Ελληνισμού, ως την καθοριστικότερη εθνική μας προτεραιότητα. Με αλάθητους οδηγούς, σ’ αυτή μας την επιλογή, τους νεότερους πνευματικούς μας «νομοθέτες», συνεχιστές των μεγάλων προπατόρων μας, απ’ τον Ρήγα, τον Σολωμό και τον Κάλβο ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο. Γιατί, όσο κι αν ενοχλείται η… διανόηση της «αντι/εθνικιστικής ατοπίας», χωρίς ιδεολογική θωράκιση της εθνικής ψυχής, χωρίς δηλαδή αναπαλλοτρίωτα «άυλα σύνορα», δεν θωρακίζονται τα φυσικά σύνορα και δεν διασφαλίζεται η εθνική ελευθερία κι η εθνική αξιοπρέπεια.
στ. Όλων τούτων δοθέντων, όσο δεν αναγιγνώσκουμε σωστά το στρατηγικό βάθος του εξ ανατολών υπαρξιακού εθνικού μας κινδύνου, όπως, μάλιστα, με μοναδική διεισδυτικότητα και προβλεπτικότητα το έχει φωτίσει ο Δημήτρης Γληνός, απ’ το 1909, στη μνημειώδη, αλλά… αγνοημένη, μελέτη του: «Η τουρκική μεταπολίτευσις και αι συνέπειαι αυτής», όπου και προειδοποιεί πως η εχθρική στάση των Νεότουρκων έναντι των Ελλήνων: «είναι φαινόμενον ουσιαστικόν της νέας θέσεως των πραγμάτων, η διαγώνιος της νέας εσωτερικής πολιτικής εν Τουρκία» (βλ. Λουκάς Αξελός, περ. ΤΕΤΡΑΔΙΑ, τ. 81-82, σελ. 67-89), που σημαίνει πως, όσο, ακόμα και σήμερα, δεν αναγιγνώσκουμε τις Ερντογανικές απειλές «ως φαινόμενον ουσιαστικόν και διαγώνιο της εν Τουρκία πολιτικής», στην πραγματική δηλαδή στρατηγική τους διάσταση, τόσο δεν οργανώνουμε, κατ’ αντιστοιχίαν, σε μακρόπνοη, κι εμείς, στρατηγική βάση, την αποτελεσματική άμυνα στον υπαρξιακό εθνικό μας κίνδυνο. Μια άμυνα που προφανώς και αρχίζει απ’ την ιδεολογική θωράκιση, με αξιακό μαντέμι απ’ τη μεγάλη ακολουθία των αιώνων πολιτισμού του Ελληνισμού, της εθνικής μας ψυχής. Οπότε και κλείνοντας τις… κερκόπορτες, που άνοιξε η «υποκατάστατη ιδεολογία» της Μεταπολίτευσης. Έτσι που να μην αφήσουμε περιθώρια: τόσο ελαστικοποίησης των «άυλων συνόρων» μας, όπως, επί παραδείγματι, από προοδευτικοφανείς διαβρώσεις του νεοταξικού κοσμοπολιτισμού και του μεταφυσικού διεθνισμού, όσο και ρευστοποίησης των φυσικών συνόρων μας, όπως, υπό παραπλανητικά, επίσης επί παραδείγματι, προσχήματα «ψευδώνυμων συνεκμεταλλεύσεων στο Αιγαίο». Που έχουν στο βάθος τους (μαζί και με το: «να τα βρούμε» με τους άρπαγες γείτονές μας, όπως μας υποδεικνύουν οι… εκλεκτοί σύμμαχοί μας!) τη στιλβωμένη λογική του… Ανανο/πρεσπισμού. Αυτονοήτως ασύμβατη, υπό όλα της τα εξυπονοούμενα: είτε ως Ανανισμός (Κυπριακό) είτε ως Πρεσπισμός (Μακεδονικό), με τη ζητούμενη εθνική στρατηγική της έλλογης θεώρησης και της έλλογης αποφασιστικότητας για την αντιμετώπιση του εξ ανατολών υπαρξιακού εθνικού μας κινδύνου, σε Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο!-