Από την επικοινωνιακή τακτική στα άθλια παραληρήματα Της Τζίνας Πολίτη

Παρακολουθώντας τα εκλογικά και μετεκλογικά μαραθώνια talk shows στην τηλεόραση, το αφυπνισμένο πλέον τηλεοπτικό κοινό διαπιστώνει με κατάπληξη ότι η επικοινωνιακή τακτική την οποία είχε υιοθετήσει το Παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ (και με κάποια καθυστέρηση είχε μιμηθεί και η Ν.Δ), σε πείσμα της σημερινής πραγματικότητας νεκραναστήθηκε και επέστρεψε δριμύτερη, έχοντας πλέον αποβάλει και το όποιο ίχνος ευρωπαϊκού «λούστρου» που προσπάθησε να της προσδώσει το ΠΑΣΟΚ του κ. Σημίτη.
Σε τι συνίστατο η επικοινωνιακή αυτή τακτική; Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν η μεταφορά, στο επίπεδο του λόγου, του ποδοσφαιρικού κώδικα: ο Πασόκος έπρεπε, πάση θυσία, να βρίσκεται διαρκώς σε θέση επίθεσης στη σέντρα (δηλαδή να μιλάει ασταμάτητα), να στριμώχνει τον αντίπαλο και να μην τον αφήνει στιγμή να παίξει «μπάλα» (δηλαδή να μιλάει), καθιστώντας τον έτσι έναν άβουλο, αμήχανο, παθητικό παίκτη. Με λαϊκούς όρους, που αναπόφευκτα παραπέμπουν σε «σεξουαλικά» υπονοούμενα, στο συμβολικό επίπεδο η επικοινωνιακή αυτή τακτική συνοψιζόταν στη φράση: «Σε πηδάω ρε!»
Έτσι, λόγω του πανικού που κυρίεψε τα δύο πρώην μεγάλα κόμματα, η επικοινωνιακή αυτή τακτική νεκραναστήθηκε τείνοντας πλέον να ξεπεράσει και αυτά τα όρια του παραληρήματος! Ωστόσο, επειδή οι όροι του παιχνιδιού έχουν σήμερα αλλάξει άρδην, χάρη στον τρίτο «παίκτη» – τον θεατή, η τακτική αυτή μοιάζει να τους γυρίζει μπούμερανγκ! Γιατί, έχοντας χάσει την όποια «φαλλογοκεντρική» τους αυτοπεποίθηση, εμφανίζουν τώρα την εικόνα ενός αξιολύπητου, ασυνάρτητου, υστερικού παίκτη τρίτης κατηγορίας, που κλoτσάει άσκοπα τη μπάλα πάνω κάτω στο γήπεδο!
Το περίεργο είναι ότι δεν είναι μόνο οι πολιτικοί των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων που έχουν περιέλθει σε αυτή την άθλια, παραληρηματική ψυχολογική κατάσταση. Είναι και ορισμένοι έμπειροι δημοσιογράφοι, όπως ο κ. Καψής του Mega, ο οποίος, ξεχνώντας πως ο ρόλος του είναι αυτός του διαιτητή, αφού δώσει τη «μπάλα» στον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ την παίρνει πίσω αμέσως κι αρχίζει να τρέχει έξαλλα ο ίδιος πάνω κάτω στο γήπεδο, φλυαρώντας ακατάσχετα, επιθετικά και ασύστολα, αφήνοντας τον καλεσμένο στο πάνελ του ομιλητή εμβρόντητο!

Ο «μικρός» και ο «Μεγάλος»
Αυτά, όσον αφορά τη «νεκρανάσταση» μιας ξοφλημένης επικοινωνιακής τακτικής. Τη δεύτερη «νεκρανάσταση» σηματοδοτούν ευκρινέστατα τα λόγια του κ. Ε. Βενιζέλου προς τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, το βράδυ των άκαρπων διερευνητικών εντολών : «Δεν μπορεί ο κ. Τσίπρας να μιμείται τον Α. Παπανδρέου και να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες του», είπε.
Βέβαια, ο κ. Βενιζέλος, δεν ήταν ο πρώτος που ανακάλεσε τον συγχωρεμένο από το υπερπέραν. Ήδη, από τις αρχές της πρώτης προεκλογικής περιόδου, κυκλοφορούσαν ψιθυριστά οι φήμες ότι ο «μικρός» είχε ανοίξει νταραβέρια με τη σκιά του «Μεγάλου», ως εάν να ήταν ένας νέος Άμλετ ο οποίος, μετά την «πατρική» εντολή, θα καταλάμβανε την κενή πατρική θέση, θα επανόρθωνε τις «αδικίες» των επιγόνων και θα συνέχιζε ένδοξα την πορεία του βασιλικού οίκου!
Οι «ψίθυροι» αυτοί σύντομα έδωσαν τη θέση τους στη βεβαιότητα και την επιτακτική ανάγκη ανάλυσης και αξιολόγησης αυτού του αδιανόητου φαινομένου: η άμεση και γενικά παραδεκτή διάγνωση ήταν ότι ο Τσίπρας όχι μόνο έπασχε από το σύνδρομο της «μεγαλομανίας», αλλά, ακόμα χειρότερα, ταυτιζόμενος φαντασιακά με τον «Μεγάλο» δεν συνειδητοποιούσε ότι νομοτελειακά θα οδηγούσε την Ελλάδα, όπως και το πρότυπό του, σε θλιβερές και επικίνδυνες ατραπούς! Έτσι, ο Π. Μπουκάλας, σε άρθρο του στην Καθημερινή της 9ης Μαΐου με τίτλο: Οι άγνωστες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ, αναφερόμενος γενικώς στους «ηγέτες» του κόμματος, οι οποίοι «ενδίδουν στην αλαζονεία του ‘μεγάλου’», κατέληγε πως σίγουρα «θα ξέρουν ότι ο τόπος ούτε θέλει, ούτε αντέχει δεύτερο ΠΑΣΟΚ και δεύτερο Ανδρέα».
Δεν ήταν όμως ο Π. Μπουκάλας που πρώτος ανακάλεσε από τον χλοερό τόπο αναπαύσεως τη σκιά του Ανδρέα. Προηγήθηκε ο κ. Στέφανος Κασιμάτης με άρθρο του στην Καθημερινή της 7ης Μαΐου που έφερε τον τίτλο: «Ένας Παπανδρέου στα μέτρα της εποχής;». Στο άρθρο αυτό ο κ. Κασιμάτης βάσισε το συλλογισμό του στη γνωστή ρήση του Μαρξ ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται «ως φάρσα». Πήρε, δε, ως δεδομένο ότι ο Τσίπρας έχει ως μοντέλο πολιτικού τον αείμνηστο και βάλθηκε να τον μιμείται κατά γράμμα, ανεπιτυχώς βέβαια ! Διότι, ναι μεν ο «Μεγάλος» υπήρξε καταστροφικός για το έθνος, αλλά, χαλάλι του, δεδομένου ότι το μεγαλείο ενός σατανά δεν μπορεί με τίποτα να συγκριθεί με αυτό ενός διαβολάκου της γειτονιάς!
Φευ! Ο «μικρός» δεν έχει συναίσθηση των τεράστιων διαφορών που τον χωρίζουν από τον «Μεγάλο», διαφορές οι οποίες συνοψίζονται στα εξής: μικροαστός με λειψή παιδεία και Κνίτης της μετασοβιετικής παρακμής ο «μικρός», μεγαλοαστός, κοσμοπολίτης, διεθνούς φήμης καθηγητής και γνώστης των κωδίκων του «πολιτισμού των κακών ξένων» ο αείμνηστος, του οποίου «η αναίδεια ως πολιτική έκφραση ήταν το μέσον», ενώ για τον Τσίπρα, πολύ φοβάται ο κ. Κασιμάτης, «είναι το μόνο που ξέρει και καταλαβαίνει».
Δεν χρειάζεται να αναφέρουμε περισσότερα συγκριτικά στοιχεία που επικαλείται ο αρθρογράφος προκειμένου να αποδείξει το γελοίο του «μικρομεγαλισμού» του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει, ωστόσο, να επισημάνουμε τη σοβαρότητα της κατάληξης του άρθρου του, όπου συμπεραίνεται ότι δεν είναι μόνο η «έκπτωση» του αρχηγικού μοντέλου που διαπιστώνεται στην πολιτική μας σκηνή, αλλά και η έκπτωση του «ελληνικού λαού» ο οποίος, «έπειτα από μία τριακονταετία παπανδρέϊσμού μπορεί να έγινε και χειρότερος…». Ευτυχώς που ο Κ. Κασιμάτης δεν επικαλέστηκε το ταλέντο του «Μεγάλου» στο ζεϊμπέκικο, γιατί τότε θα έπρεπε να στείλουμε τον Τσίπρα στο χοροδιδασκαλείο!

Εμμονή στο σχέδιο
Ωστόσο, όλος αυτός ο βρόμικος πόλεμος τους γύρισε μπούμερανγκ, αφού στον τελικό η «Κοζάνη» εξευτέλισε τη «Λοζάνη»! Τώρα, καθώς βαδίζουμε προς τις δεύτερες εκλογές, διαπιστώνουμε ότι οι φωστήρες της επικοινωνίας επιμένουν με ακόμα μεγαλύτερο σθένος στην εφαρμογή του επιχειρησιακού σχεδίου των νεκραναστάσεων. Ο Τσίπρας εμφανίζεται πλέον ως «κλώνος» του Ανδρέα, ο δε ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, καθοδηγούμενος στα κρυφά από αμφιβόλου ποιότητας παλαιοπασοκικά ρετάλια, οδηγεί με βεβαιότητα τη χώρα στα βράχια!
Το «σενάριο» αυτό, που στοχοποιεί το ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και τον Τσίπρα, προκειμένου να πείσει ότι η πολιτική του δεν φέρνει τίποτα το ανατρεπτικό και το «νέο» στην πολιτική σκηνή αλλά μας γυρίζει σε ένα καταστροφικό για τον τόπο παρελθόν, καλύπτει και ένα βαθύτερο, ψυχολογικό αίτιο που χαρακτηρίζει την άρχουσα ιδεολογία: αυτό της «γεροντολαγνίας». Που σημαίνει ότι κρατάει φοβικά την κοινωνία δέσμια στην πατριαρχική εξουσία και την αέναη επανάληψη του ίδιου. Με μυθολογικούς, συμβολικούς όρους, η ελίτ επιλέγει κατ’ εξακολούθηση την «παιδοκτονία» αντί να δώσει τη θέση της στην «πατροκτονία», ώστε να βγει επιτέλους κάποτε αυτός ο τόπος από την καταπιεστική «οικογενειοκρατία» και να δώσει, όπως λέει και η λαϊκή έκφραση: «Τόπο στα νιάτα».
Φαίνεται, όμως, ότι σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές που περνάει η χώρα μας, η «πανουργία» της Ιστορίας αποφάσισε να επιφέρει στον πολιτικό χρόνο ένα βαθύ ρήγμα: ξαφνικά, έφερε ορμητικά στο προσκήνιο της ελληνικής πολιτικής σκηνής έναν νέο, άφοβο παίκτη, μια νέα, ριζοσπαστική πολιτική πρόταση που δίνει πίσω στον ελληνικό λαό την αξιοπρέπειά του και την ελπίδα ότι, με τη δική του στήριξη, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ίσως είναι η μόνη πολιτική δύναμη που θα παλέψει ώστε να βγει η χώρα από το φαύλο κύκλο της αιματηρής τραγωδίας που ζούμε.

* Η Τζίνα Πολίτη είναι ομότιμη καθηγήτρια Αγγλικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!