Το περασμένο διάστημα έγινε γνωστή η απόφαση των ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας να επιτρέψουν στο Κίεβο τη χρήση πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, ικανών να πλήξουν βαθιά το έδαφος της Ρωσίας. Ακολούθησαν οι σφοδρές αντιδράσεις της Μόσχας, καθώς το καθεστώς Ζελένσκι αξιοποίησε το «πράσινο φως» εξαπολύοντας επιθέσεις με τέτοια οπλικά συστήματα που είχε ήδη προμηθευτεί από τη Δύση.
Χρειάστηκε να περάσει μια εβδομάδα σιωπής από τον Τραμπ για να εκδηλωθεί μια ήπια έως ουσιαστικά ανύπαρκτη αντίδραση: «Η ομάδα του Ντόναλντ Τραμπ θα αρχίσει να εργάζεται με την κυβέρνηση του απερχόμενου προέδρου για να καταλήξουν σε μια διευθέτηση μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας, καθώς ανησυχεί για την τρέχουσα κλιμάκωση του πολέμου», δήλωσε ο Μάικ Γουόλτς, που έχει προταθεί ως ο επόμενος σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας του Λευκού Οίκου. Δεν υπήρξε βέβαια καμιά αναφορά για την άδεια χρήσης των αμερικανικών πυραύλων που ενέκρινε ο Μπάιντεν. Καμιά δήλωση για την ευθύνη της απερχόμενης διοίκησης που κλιμακώνει, στα όρια γενικευμένης σύγκρουσης, τον πόλεμο της Ουκρανίας. Καμία καταγγελία, έστω και έμμεση, της απόπειρας δημιουργίας τετελεσμένων ικανών να ανατρέψουν τις προεκλογικές «δεσμεύσεις» του Τραμπ. Αν υπήρχε μια τέτοια δήλωση, όχι μόνο θα άφηνε έκθετους τους πυροδότες του πολέμου στα κέντρα αποφάσεων των ΗΠΑ, αλλά θα ήταν και μια ισχυρή παρακαταθήκη για τα δικά του βήματα μετά τις 20 Ιανουαρίου.
Αντ’ αυτών, σιωπή. Σιωπή που επιβεβαιώνει την απόσταση μεταξύ προεκλογικών δηλώσεων και της δυνατότητας αυτές να μετατραπούν σε εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το έτσι κι αλλιώς ασαφές σχέδιο διευθέτησης του ουκρανικού πολέμου που έχει διατυπώσει ο Τραμπ θα συναντήσει τεράστια υπονόμευση το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την ανάληψη της προεδρίας, και όσο πλησιάζουμε σε αυτήν την ημερομηνία οι προκλήσεις θα πολλαπλασιάζονται – ώστε, δια της επιβολής τετελεσμένων, να μην υπάρχει δρόμος επιστροφής. Όχι τυχαία, ο Ζελένσκι αυξάνει τις πιέσεις του, απαιτώντας πλέον από το ΝΑΤΟ προμήθεια αντιπυραυλικών συστημάτων – και δικαιώνεται. Αμερικανοί αξιωματούχοι ανακοίνωσαν νέο πακέτο αμερικάνικης στήριξης στο Κίεβο με σύγχρονα οπλικά συστήματα, αξίας 725 εκατ. δολαρίων.
ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΜΗΚΟΣ κύματος κινούνται και οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Η γαλλική Le Monde αποκάλυψε συζητήσεις ανάμεσα στη Γαλλία και Βρετανία για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων των χωρών τους στην Ουκρανία. Παράλληλα ο απερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας αποφάσισε να στείλει νέο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, αν και χωρίς πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς. Οι ιθύνοντες της Ευρώπης έσπευσαν να χαιρετήσουν την άδεια Μπάιντεν για χρήση πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς, ενώ συνεισφέρουν και οι ίδιες στη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, ελπίζοντας ότι μέσω των τετελεσμένων που διαμορφώνονται θα ματαιωθεί η πρόθεση Τραμπ για διευθέτηση της σύγκρουσης – και ταυτόχρονα θα ματαιωθεί το σχέδιό του να επωμιστεί η Ε.Ε. τα βάρη της επόμενης μέρας στη διαλυμένη Ουκρανία .
Για αυτούς τους λόγους, η μεταβατική περίοδος παράδοσης της διακυβέρνησης των ΗΠΑ παραμένει εξαιρετικά ρευστή και κρίσιμη. Ίσως αυτή τη ρευστότητα αντιλαμβάνεται η ρωσική πλευρά περιορίζοντας τις αντιδράσεις της σε θεαματικά μεν στρατιωτικά μηνύματα στην Ουκρανία, συγκρατημένη δε διπλωματική αντίδραση έναντι της Δύσης. Επιταχύνει παράλληλα την προέλασή της στο ανατολικό μέτωπο, και εκδιώκει σταδιακά τις ουκρανικές δυνάμεις από τα εδάφη της στο Κουρσκ, επιδιώκοντας καλύτερη διαπραγματευτική θέση αν έρθει κάποτε η στιγμή των διευθετήσεων.
Η ακραία και επικίνδυνη διελκυστίνδα επιβολής εκβιασμών και τετελεσμένων που βιώνουμε αυτό το διάστημα δεν επιτρέπει εφησυχασμό. Επειδή, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελιχθεί στην παρούσα φάση η διαχείριση του ρήγματος στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι κύριες τάσεις σε πλανητικό επίπεδο δεν μπορούν εύκολα να αντιστραφούν. Η φυγή στον πόλεμο αποτελεί την κύρια εκδοχή της εποχής, καθώς η Δύση αισθάνεται υποχρεωμένη να ανασυνταχθεί ώστε να αντιστρέψει την αποδυνάμωση και την αμφισβήτηση της ηγεμονίας της από τις αναδυόμενες δυνάμεις της Ευρασίας και του Νότου, που αναζητούν μια άλλη ισορροπία στη διεθνή σκηνή.