Συνέχεια από το άρθρο του προηγούμενου φύλλου
Ο Φρίντριχ Ένγκελ ζούσε ανενόχλητος στο Αμβούργο. Κανένας δεν υποψιαζόταν ότι ήταν ένας εγκληματίας πολέμου. Αντιθέτως η δουλειά του στον τομέα εισαγωγής ξυλείας τον έκανε ένα αξιοσέβαστο πρόσωπο της κοινωνίας. Ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος. Έκανε καριέρα και ήταν το δεξί χέρι των ιδιοκτητών της εταιρίας. Είχε καλή φήμη. Αλλά τώρα, αυτός από όλους τους ανθρώπους, κλήθηκε να εμφανιστεί στο γραφείο του δημόσιου κατήγορου. Ο Φρίντριχ Ένγκελ εντοπίστηκε από τους ανακριτές που αναζητούσαν τους εκτελεστές του Άιχμαν. Όταν οΈνγκελ ρωτήθηκε σε ποιο βαθμό είχε αναμιχθεί στην απέλαση των Εβραίων, απάντησε «όχι» και αυτό αρκούσε για να συνεχίσει κανονικά τη ζωή του. Ο Ένγκελ ήταν τυχερός. Οι ανακριτές περιόρισαν την έρευνά τους αποκλειστικά σ’ αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για το Ολοκαύτωμα και όχι για τις εκτελέσεις Ιταλών πολιτών. Διώξεις συντάχθηκαν για 300 γραφειοκράτες. Εάν προχωρούσε αυτή η δίκη θα προκαλούσε μεγάλη αναταραχή στο κοινό γιατί θα έδειχνε όλη τη δομή του Γ΄ Ράιχ. Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Δικαιοσύνης κήρυξε συναγερμό. Δεν ήθελε να γίνει αυτή η δίκη εναντίον των γραφειοκρατών, με οποιοδήποτε κόστος. Κάποιοι απ’ αυτούς εργάζονταν στο υπουργείο. Την τελευταία στιγμή, έφεραν ένα νόμο στη Βουλή με αλλόκοτη νομική γλώσσα που ήταν δύσκολο να την καταλάβεις. Αυτός ο περίπλοκος νόμος περιείχε ένα τρικ. Οι ναζί εγκληματίες δεν θα μπορούσαν να δικαστούν σαν συνεργοί στο μαζικό έγκλημα, αλλά μόνο σαν συνεργοί σε φόνο, αλλά για ένα τέτοιο αδίκημα είχε επέλθει παραγραφή. Μ’ αυτό το νόμο, χιλιάδες ναζί εγκληματίες έμειναν ατιμώρητοι. Και το χειρότερο: ο νόμος αυτός επικυρώθηκε από το ανώτερο ομοσπονδιακό δικαστήριο. Οι συνεργοί στα εγκλήματα του Γ΄ Ράιχ ένιωσαν ανακούφιση. Η όλη προσπάθεια να τιμωρηθούν οι ένοχοι κατέρρευσε. Κανένας δεν θα λογοδοτούσε.
Στη δεκαετία του 1970, ο αριθμός των δικών για ναζί εγκληματίες μειώθηκε κι άλλο στη Δυτική Γερμανία. Πολλοί Γερμανοί ηρέμησαν, τα προβλήματα του παρελθόντος φαινόταν ότι είχαν λυθεί. Αλλά τότε, οι ΗΠΑ διατάραξαν την ησυχία. Προσφέρθηκαν να επιστρέψουν τους φακέλους που είχαν πάρει από το ναζιστικό καθεστώς στο τέλος του πολέμου. Όμως, η γερμανική κυβέρνηση αρνήθηκε να τους παραλάβει. Οι Γερμανοί ήξεραν ότι στους φακέλους που είχαν οι Αμερικανοί κρυβόταν πολλή βρώμα. Κι αν αυτοί οι φάκελοι έφταναν στη Γερμανία, θα ήταν τόσο μεγάλη η δημόσια πίεση που θα τους ανάγκαζαν να τους ανοίξουν. Η άρνηση της Γερμανίας να πάρει τους φακέλους δημιούργησε υποψίες σε άλλες χώρες. Το BBC πήρε συνέντευξη από τον Αμερικανό διευθυντή του Κέντρου Ντοκουμέντων του Βερολίνου, όπου φυλάσσονταν οι φάκελοι των ναζί. Για να εμποδιστεί η αποκάλυψη των ναζί, ιδίως των Γερμανών πολιτικών σε υψηλές θέσεις, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας κατέστρωσε ένα σχέδιο για να μην γίνει η παράδοση των φακέλων. Η Ουάσινγκτον αποδέχτηκε αυτό το σχέδιο κι έτσι το γερμανικό κοινό για πολλά χρόνια δεν έμαθε ποιοι από τους πολιτικούς ηγέτες ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος.
Από το υπουργικό συμβούλιο του Αντενάουερ ως το υπουργικό συμβούλιο του Χέλμουτ Κολ, όλες οι γερμανικές κυβερνήσεις περιλάμβαναν μέλη του ναζιστικού κόμματος. Συνολικά 22 υπουργοί και δύο πρόεδροι της Δυτικής Γερμανίας ήταν μέλη του ναζιστικού κόμματος. Ανάμεσά τους ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ και άλλοι πασίγνωστοι υπουργοί και βουλευτές. Από φόβο να χάσει το καλό της πρόσωπο, η γερμανική κυβέρνηση μπλόκαρε την πρόσβαση στους φακέλους που θα εξέθεταν τα πρώην μέλη του ναζιστικού κόμματος. Για τα πολλά θύματα των ναζιστικών εγκλημάτων, αυτή ήταν μια πελώρια ύβρις.
Ξέπλυμα των εγκληματιών
Το 1989, το Τείχος του Βερολίνου έπεσε. Ο Ψυχρός Πόλεμος τελείωνε. Ξαφνικά, σε όλο τον κόσμο, άνοιγαν τα αρχεία. Ένας αξιωματούχος από τη Ρώμη απέκτησε πρόσβαση στα αρχεία που αφορούσαν τα γερμανικά εγκλήματα πολέμου στην Ιταλία. Ήταν η πρώτη φορά που ο Φρίντριχ Ένγκελ οδηγούνταν στο δικαστήριο. Το ιταλικό δικαστήριο έκρινε ένοχο τον Φρίντριχ Ένγκελ για τη σφαγή 147 ατόμων και για άλλα εγκλήματα. Ο Φρίντριχ Ένγκελ καταδικάστηκε ερήμην από το ιταλικό δικαστήριο σε ισόβια. Κανένας στη Γερμανία δεν ασχολήθηκε μ’ αυτή τη δίκη. Mόνο το έτος 2000, δύο Γερμανοί δημοσιογράφοι ενδιαφέρθηκαν για την υπόθεση και τότε τα πράγματα άλλαξαν. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο να τον βρουν. Τον βρήκαν από τον τηλεφωνικό κατάλογο. Οι δημοσιογράφοι ενημέρωσαν το «Κέντρο Έρευνας για τα ναζιστικά εγκλήματα». Αλλά βάση του νόμου, οι δυνατότητες του Κέντρου είχαν εξαντληθεί. Αυτό δεν ικανοποίησε τους δημοσιογράφους. Όταν το γεγονός προβλήθηκε από την ιταλική τηλεόραση, δημιουργήθηκε θέμα. To 2001, χρονιά που ο καγκελάριος Σρέντερ πήγε στην Ιταλία για διακοπές, ο Ιταλός υπουργός Δικαιοσύνης βρήκε την ευκαιρία να ζητήσει δημόσια την άμεση σύλληψη του Ένγκελ στο Αμβούργο. Έμοιαζε με σεισμό. Ξαφνικά, οι έρευνες έγιναν πολύ εντατικές και αναμενόταν ότι ο Φρίντριχ Ένγκελ γρήγορα θα δικαζόταν. Ένας από πολλούς χιλιάδες δράστες. Στις 7 Μαΐου 2002,πάνω από μισό αιώνα μετά το έγκλημα, ξεκίνησε η δίκη εναντίον του Φρίντριχ Ένγκελ. Από τις πιο τερατώδεις πράξεις του ήταν οι σκοτωμοί μέσα στο χαντάκι, με τον ένα να πέφτει πάνω στον άλλο. Κτηνώδες και απάνθρωπο. Λόγω της ιδιαίτερα άγριας μορφής του εγκλήματος, το δικαστήριο καταδίκασε τον Ένγκελ σε επτά χρόνια φυλακή, αλλά στο εφετείο η απόφαση συντρίφτηκε με το σκεπτικό ότι οι εκτελέσεις δεν μπορούσαν να γίνουν αλλιώς, ήταν κτηνώδεις, αλλά όχι υπερβολικά κτηνώδεις. Μόνο εάν ο δράστης ομολογούσε το έγκλημά του, θα καταδικαζόταν. Ο Ένγκελ πέθανε δυο χρόνια αργότερα σαν ελεύθερος άνθρωπος. Ο κόσμος κατάλαβε ότι η δίκη του «χασάπη της Γένοβα» ήταν η τελευταία δίκη ναζί εγκληματία στη Γερμανία.
Αλλά, το 2009, οι ΗΠΑ εξέδωσαν στη Γερμανία ένα πρώην Ουκρανό φύλακα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τον Τζον Ντεμιάνουκ, με κατηγορίες για μαζικές δολοφονίες Εβραίων. Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι απευθύνθηκαν στους εκπροσώπους του Κέντρου Δίωξης, λέγοντάς τους ότι έχουν λεπτομερή ντοκουμέντα, με συγκεκριμένες μαρτυρίες. Δεν τον θέλετε για να τον δικάσετε;
Τώρα, μια νέα γενιά δικαστών ήταν στα πράγματα. Ο Ντεμιάνουκ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή σαν συνεργός στη δολοφονία πάνω από 20.000 ανθρώπων. Ήταν ένας δικαστικός πάταγος. Ο Ντεμιάνουκ ήταν αυτό που υποστήριζε ο δημόσιος κατήγορος Φριτς Μπάουερ (πριν από μερικά χρόνια χωρίς επιτυχία). Αλλά γιατί μέχρι τότε οι Γερμανοί διώκτες δεν αναγνώριζαν την ενοχή αυτών που συμμετείχαν σε μαζικά εγκλήματα; Μετά την καταδίκη του Ντεμιάνουκ, η Κεντρική Υπηρεσία Έρευνας δεν είχε άλλη επιλογή από το να ξεκινήσει νέες έρευνες για τους πρώην φύλακες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά μέχρι σήμερα κανένας άλλος δεν κλήθηκε σε γερμανικό δικαστήριο πέρα από τον Τζον Ντεμιάνουκ. Φαίνεται ότι θα είναι ο μόνος. Και αυτό θα επιβεβαιώσει αυτό που είπε ο γιος του Ντεμιάνουκ μετά τη δικαστική απόφαση. Τον χρησιμοποίησαν σαν αποδιοπομπαίο τράγο για να καλύψουν όλους τους Ουκρανούς δημίους.
Η ντροπή για όσα συνέβησαν παραμένει. Από τότε που το γερμανικό δικαστικό σώμα ανέλαβε τη δίωξη των ναζί εγκληματιών από τους συμμάχους, παραπέμφθηκαν λιγότερα από 900 άτομα, από τα πάνω από 500.000 που συμμετείχαν ενεργά στα μαζικά εγκλήματα των ναζί. Ένα ποσοστό λιγότερο κι από το 1%.
(Τα στοιχεία προέρχονται από το πρόγραμμα «Η αποτυχία της δικαιοσύνης μετά τον πόλεμο» που μεταδόθηκε από την DeutscheWelle, στη σειρά D-File. Μια έρευνα του ChristophWeber, με τη συνδρομή πολλών ερευνητών, ιστορικών και δικαστικών, για το πώς ενσωματώθηκαν μετά τον πόλεμο στη γερμανική δικαιοσύνη οι ναζί και πώς τα εγκλήματα των υπευθύνων για μαζικές εκτελέσεις συγκαλύφθηκαν από το καθεστώς της Δυτικής Γερμανίας.)