Μπορεί η δυτική συμμαχία να έχασε έδαφος μετά την ήττα και την αποχώρηση από το Αφγανιστάν, όμως ανασυντάσσει δυνάμεις και ετοιμάζεται για τις νέες επιθετικές της ενέργειες σε όλο τον πλανήτη. Στην Αθήνα, από 17 έως 19 Σεπτεμβρίου, συγκαλείται η Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ, όπου θα συζητηθούν οι επιχειρήσεις, αποστολές και δράσεις του ΝΑΤΟ, η διάταξη Αποτροπής και Άμυνας της Συμμαχίας, όπως και η υλοποίηση των δύο νέων θεσμικών της προσεγγίσεων με τίτλους «Αποτροπή και Άμυνα της ευρωατλαντικής Περιοχής» και «Προεξάρχον Κείμενο Διεξαγωγής Πολέμου ΝΑΤΟ». Στα πλαίσια του συνεδρίου αναμένεται να συζητηθούν και διάφορες πλευρές της διαδικασίας «ΝΑΤΟ 2030». Μιας πρωτοβουλίας που έχει ως στόχο να επανεπιβεβαιώσει την πρόσδεση των συμμαχικών χωρών στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, στο όνομα της «ασφάλειας» του ευρωατλαντικού χώρου, αλλά και την ενδυνάμωση στον ανταγωνισμό με τη Ρωσία και την Κίνα για τον έλεγχο σημαντικών ζωνών στον πλανήτη (Παγκόσμιος Νότος, Μ. Ανατολή κ.ά.).

Η ελληνική ελίτ φαντασιώνεται πως στα πλαίσια αυτής της νατοϊκής επανενεργοποίησης θα έχει έναν ιδιαίτερο περιφερειακό ρόλο. Σπεύδει γι’ αυτό να δέσει τη χώρα χειροπόδαρα στο αμερικανονατοϊκό άρμα. Μία μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις της χώρας, σύσσωμο το πολιτικό σύστημα, σπεύδουν να επιβεβαιώσουν την «εθνική» αυτή επιλογή. Δηλαδή τη μετατροπή της χώρας μας σε «μεντεσέ» -κατά την αλήστου μνήμης φράση του πρέσβη Πάιατ- των υπερατλαντικών σχεδιασμών.

Σύμφωνα με δηλώσεις του Έλληνα ΥΠΕΞ κ. Δένδια, κατά την συνάντησή του με τους Αμερικάνους γερουσιαστές Κρις Μέρφι και Τζον Όσοφ, μέχρι τον Οκτώβριο και την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, αναμένεται να πέσουν οι υπογραφές για την επέκταση της αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας (MDCA) των δύο χωρών. Από όσα έχουν μέχρι στιγμής γίνει γνωστά, οι βασικοί άξονες είναι οι εξής:

Α) Η εδραίωση του σχήματος 3+1, του άξονα Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ που προωθούν οι ΗΠΑ στην περιοχή.
Β) Η δημιουργία νέων βάσεων και εγκαταστάσεων για τη διευκόλυνση της επέκτασης του αμερικάνικου στρατού στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Γ) Η προώθηση αμερικάνικης κατασκευής οπλικών συστημάτων.

Ψευδαίσθηση ασφάλειας

Η ελληνική πλευρά δημιουργεί μια φαντασμαγορία… ελληνοαμερικάνικης φιλίας. Τα διαρκή πήγαιν’ έλα Αμερικάνων γερουσιαστών, η ανακήρυξη του προέδρου της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Μπομπ Μενέντες σε μέγα φιλέλληνα, η αποδοχή ρόλου άτυπου κυβερνήτη στον πρέσβη Πάιατ, και η εθελόδουλη και υποτακτική στάση του πολιτικού προσωπικού (χωρίς ντροπές και προσχήματα μετά την διαδοχή του Τραμπ από τον «δημοκράτη» Μπάιντεν) στους εκπροσώπους των ΗΠΑ, είναι το μοτίβο που ακολουθείται τα τελευταία χρόνια. Μια χώρα δηλώνει έτοιμη να αποδεχθεί κάθε επιθυμία της πάλαι ποτέ υπερδύναμης, με σκοπό να καταστεί ο πρόθυμος σύμμαχος στη ΝΑ Μεσόγειο, σε μια εποχή ανατροπής συσχετισμών στην ευρύτερη περιοχή.

Η κυρίαρχη ανάγνωση των γεωπολιτικών εξελίξεων βλέπει σε αυτή τη στρατηγική τη βασική ασπίδα προστασίας για τη χώρα μας απέναντι στην επιθετικότητα και την αναθεωρητική πολιτική της νεοθωμανικής Τουρκίας: Δίνουμε γη και ύδωρ και ζητάμε ως αντάλλαγμα μια δήλωση στήριξης, αναμένοντας ότι σε περιόδους έντασης θα λειτουργήσει η νατοϊκή βαλβίδα εκτόνωσης για να αποφευχθεί μια στρατιωτική σύγκρουση με τη γείτονα.

Από την περίοδο της βάσης στη Σούδα, των κοινών ασκήσεων και διευκολύνσεων στα πλαίσια των «συμμαχικών μας υποχρεώσεων», περνάμε σε μια νέα εποχή, όπου οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα συνυπάρχουν με τμήματα των αντίστοιχων ελληνικών, σε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο, συνεργασίας, συλλειτουργίας και εξυπηρετήσεων σε όλη την ελληνική επικράτεια

Ο Τζ. Πάιατ έχει δώσει το στίγμα της αμερικάνικης πολιτικής για το θέμα: «Δεν αποδέχομαι ότι η μια σύγκρουση μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι αναπόφευκτη και σίγουρα δεν θα είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ», δήλωσε κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του σε πάνελ του think tank «Center for European Policy Analysis» (CEPA) στην Ουάσιγκτον. Για να συνεχίσει τονίζοντας «πως οι ΗΠΑ θα καλωσόριζαν την Τουρκία στο Φόρουμ Φυσικού Αερίου της Ανατολικής Μεσογείου υπό την προϋπόθεση σεβασμού του Διεθνούς δικαίου».

Η Ελλάδα συνεχίζει να χρησιμοποιείται από τη Δύση ως ένα από τα πεδία του διαρκούς παζαριού με την Τουρκία και τον Ερντογάν. Πρόθεση είναι να συγκρατηθούν οι φυγόκεντρες τάσεις και να παραμείνει η Άγκυρα στο δυτικό στρατόπεδο. Ως εκ τούτου, δεν πρέπει να αναμένονται πιο δραστικές κινήσεις από τους συμμάχους – προστάτες μας. Τα όρια αυτής της πολιτικής γίνονται φανερά σε κάθε επεισόδιο που χαρακτηρίζεται απο την προκλητική αφωνία ή την προσχηματική αντίδραση των «φίλων» μας, όπως πριν λίγους μήνες με την ανοιχτή αμφισβήτηση της κυπριακής ΑΟΖ από την Τουρκία. Χωρίς μάλιστα αυτό να προβληματίζει τους ιθύνοντες στην Αθήνα. Ειδικά σήμερα, μετά την εμπειρία της ήττας και της υποχώρησης των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν –ενδεικτικών του πλήγματος στην ηγεμονία της πρώην πλανητικής υπερδύναμης– μια άλλη, πιο ανεξάρτητη από δεσμεύσεις εξωτερική πολιτική αποτελεί μονόδρομο.

Για αλλότριους σκοπούς

Ως πρόθυμος σύμμαχος η Ελλάδα σπεύδει να υλοποιήσει κάθε επιθυμία των ΗΠΑ και των συμμάχων, ακόμη και όταν οι λεγόμενες «συμμαχικές υποχρεώσεις» δύσκολα μπορούν να συμβαδίσουν με τα συμφέροντα της ίδιας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μεταφορά μιας πυροβολαρχίας του αμερικάνικης κατασκευής αντιαεροπορικού συστήματος Patriot στη Σαουδική Αραβία. Τις μέρες αυτές ολοκληρώνεται μια συμφωνία συνεργασίας Αθήνας-Ριάντ που «ζεσταίνεται» εδώ και χρόνια και υπογράφηκε τον Απρίλιο του 2021. Η «Ελληνική Δύναμη Σαουδικής Αραβίας» που συγκροτήθηκε για το σκοπό αυτό και αποτελείται από 100 στρατιωτικούς, αναχώρησε την Πέμπτη από τη χώρα μας, εν μέσω πανηγυρισμών από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων για αναβάθμιση του επιχειρησιακού ρόλου της χώρας μας. Η πραγματικότητα βέβαια είναι άλλη. Η ελληνική άμυνα αποδυναμώνεται καθώς οι αμερικάνοι σύμμαχοι επιθυμούν να μεταφέρουν οπλικά συστήματα στο Ριάντ. Στόχος, η στήριξη του καθεστώτος των Σαούντ στον πόλεμο εναντίον του λαού της Υεμένης και η προστασία των συμφερόντων τους στις πετρελαιοπηγές από πιθανή αεροπορική επίθεση, με το βλέμμα στραμμένο στο Ιράν. Τι κερδίζει άραγε η Ελλάδα από τη συμμετοχή σε άλλον έναν τυχοδιωκτισμό πέρα από την ψευδεπίγραφη εύνοια του μεγάλου αφεντικού;

Μια ειδική πτυχή των κινδύνων που φέρνει η νέα συμφωνία αμυντικής συνεργασίας Ελλάδας–ΗΠΑ, είναι η όλο και μεγαλύτερη υπαγωγή των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων στις ξένες επιδιώξεις. Από την περίοδο της βάσης στη Σούδα, των κοινών ασκήσεων και διευκολύνσεων στα πλαίσια των «συμμαχικών μας υποχρεώσεων», περνάμε σε μια νέα εποχή, όπου οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ θα συνυπάρχουν με τμήματα των αντίστοιχων ελληνικών, σε ένα πολυπλόκαμο δίκτυο, συνεργασίας, συλλειτουργίας και εξυπηρετήσεων σε όλη την ελληνική επικράτεια. Το μοντέλο της Αλεξανδρούπολης, όπου οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν λιμενικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ως σταθμούς για την ανάπτυξή τους στα Βαλκάνια και την Αν. Ευρώπη -στα πλαίσια της περικύκλωσης της Ρωσίας- αναμένεται να επεκταθεί με τη συμφωνία για νέες «βάσεις» σε Καβάλα και Ξάνθη. Κάπως έτσι, το 4ο Σώμα Στρατού που περιλαμβάνει τις μονάδες της Θράκης, ίσως το πιο νευραλγικό τμήμα των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μας, μετατρέπεται σε προσάρτημα των ΗΠΑ, χάνοντας την απαραίτητη αυτονομία και στοχοπροσήλωση που απαιτεί η τόσο σημαντική αποστολή αποτροπής και θωράκισης των συνόρων στον Έβρο.

Αντίστοιχα, μόνο προβληματισμό γεννά η σύνδεση της επέκτασης της αμυντικής συνεργασίας με το εξοπλιστικό πρόγραμμα του Πολεμικού Ναυτικού. Διάφοροι πολιτικοί και στρατιωτικοί κύκλοι έχουν μετατραπεί σε διαφημιστές των αμερικάνικων προσφορών, ασχέτως εάν αυτές καλύπτουν τις ανάγκες μας. Οι ΗΠΑ είναι ξεκάθαρες: Θα ήθελαν έναν ελληνικό στόλο συμβατό με τον δικό τους, έτσι ώστε πέρα από τις επιχειρήσεις του στο Αιγαίο να αξιοποιείται και για μια σειρά νατοϊκούς σκοπούς στη Ν.Α. Μεσόγειο.

Ακυρώνουν κάθε εναλλακτική

Τι συμφέρον έχει άραγε η χώρα μας να επενδύσει στους τυχοδιωκτισμούς της Δύσης στην περιοχή; Ειδικά όταν η επιλογή της αυτή ακυρώνει κάθε εναλλακτική, είτε εντός του υπαρκτού γεωπολιτικού εδάφους, είτε στο περιβάλλον που θα μπορούσε ως δυνατότητα να προκύψει από μια άλλη, ενεργητική, ανεξάρτητη και πραγματικά πολυδιάστατη πολιτική. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες είναι τόσα πολλά τα παραδείγματα επιζήμιων για τη χώρα επιλογών, αποτέλεσμα της αποκλειστικής πρόσδεσης στην αμερικάνικη πολιτική:

Η ελληνογαλλική σύγκλιση, κόντρα στα σχέδια της Τουρκίας, που μπήκε στον πάγο μετά τις πιέσεις των ΗΠΑ για την αγορά των φρεγατών Belharra. Η διατήρηση και ενίσχυση των σχέσεων με το Αζερμπαϊτζάν που υπονομεύει τις σχέσεις με την Αρμενία. Η υψηλού συμβολισμού συμμετοχή ελλήνων αξιωματούχων στις φιέστες του Μπακού για τη νίκη στον πόλεμο στο Αρτσάχ την ίδια στιγμή που το καθεστώς Αλίεφ γιόρταζε τον Αττίλα στα κατεχόμενα. Η εκφρασμένη πρόθεση της ελληνικής διπλωματίας για αναγνώριση του Κοσσόβου στα πλαίσια των γενικών διευθετήσεων στα Δυτικά Βαλκάνια που υπονομεύει τις διαχρονικές σχέσεις της χώρας μας με τη Σερβία και πάει κόντρα στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Η αδυναμία της χώρας μας να μπλοκάρει τις συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας μεταξύ Τουρκίας και «Βόρειας Μακεδονίας» που επανενεργοποιούν το νεοθωμανικό τόξο στα Βαλκάνια και αποδεικνύουν με τον πιο εμφατικό τρόπο το πόσο έκθετη αφήνει τη χώρα μας η Συμφωνία των Πρεσπών. Η υποβάθμιση των ανεξάρτητων διμερών και τριμερών (με συμμετοχή και της Κύπρου) σχέσεων με χώρες της περιοχής (Αίγυπτος, Λίβανος, Ην. Αραβικά Εμιράτα) στα πλαίσια των κοινών συμφερόντων απέναντι στην τουρκική υπερεπέκταση και η πλήρης υπαγωγή των σχέσεων μας με τις χώρες αυτές μέσα από τον άξονα του Ισραήλ.

Όλα τα παραπάνω δείχνουν το τι θα μπορούσε να γίνει στον αντίποδα της επιλογής να υποβαθμιστεί η χώρα μας σε γεωπολιτικό βραχίονα των ΗΠΑ. Κόντρα στα εθνικά μας συμφέροντα και την προστασία από την τουρκική επιθετικότητα, κόντρα σε κάθε γεωπολιτικό ρεαλισμό, κόντρα στο διεθνές δίκαιο και την υπόθεση της ειρήνης στην περιοχή. Είναι όρος βιωσιμότητας, η ανάδειξη ενός άλλου προσανατολισμού που θα υπερασπίζεται την υπόσταση και τον χαρακτήρα της χώρας μας και δεν θα τον ποντάρει στα γεωπολιτικά παίγνια των μεγάλων δυνάμεων.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!