Γράφει η Τερψιχόρη Δέλτα
«Νέα, επεισοδιακή επιχείρηση σύσσωμης της Ελληνικής Αστυνομίας στα Εξάρχεια με εύρετρα αρκετά κιλά διάφορων ναρκωτικών ουσιών και όπλα. Οι άντρες των ΕΚΑΜ δε χρειάστηκε να εμπλακούν, ενώ αυτή την ώρα οι προσαγωγές ατόμων της συμμορίας συνεχίζονται από τους αστυνομικούς – φοβούμενοι κάποιου είδους βεντέτα, μεταξύ συμμοριών και ατόμων του αντιεξουσιαστικού χώρου, μετά και τα τελευταία γεγονότα με τη δολοφονία του αλλοδαπού Χαμπίμπι που φαίνεται να εμπλεκόταν στο εμπόριο ναρκωτικών, στις 7 Ιουνίου…»
Στα αυτιά της νοικοκυράς ή του αποστασιοποιημένου, όλα τα στοιχεία στα ΜΜΕ περί ξεριζώματος της μαφίας των Εξαρχείων από τους θαρραλέους μας αστυνομικούς ήχησαν σαν καμιά επικίνδυνη αποστολή, που «ευτυχώς, Παναγίτσα μου, να λέμε που δεν υπήρξαν θύματα!». Όποιος εργάζεται, κατοικεί ή συχνάζει για τον έναν ή τον άλλο λόγο όμως στον… τόπο του εγκλήματος, ξέρει πως ο συσχετισμός δυνάμεων δεν είναι ακριβώς αυτός που φαίνεται.
Τα Εξάρχεια πνίγονται στις ουσίες και μια ολόκληρη νεανική, καταναλωτική ναρκοκουλτούρα που τις υποστηρίζει σαν πιστός σκύλος. Πνίγονται στα όπλα και -καλώς ή κακώς- δεν βρέθηκαν στην κατοχή κανενός «κοινωνικού επαναστάτη» μέσα στην αγκαλιά του Αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά στα χέρια ναρκο-εμπόρων, προαγωγών και μπράβων. Και αυτές ακριβώς οι κλίκες είναι αυτές που κανονικά δεν θα αναβίωναν και δεν θα άκμαζαν μετά τον διωγμό τους από τη γειτονιά από τους αναρχικούς στις αρχές του ’80, αλλά και μετά από προσπάθειες το 2011 και το 2012, αν δεν απολάμβαναν τη θαλπωρή και την προστασία της στενής συντροφιάς με… κρατικές υπηρεσίες.
Με τον καιρό, τα ιστορικά Εξάρχεια κατακλύστηκαν από μουσικές -όχι αντάρτικες και ετοιμοπόλεμες, αλλά παρανοϊκούς και άμετρους ηλεκτρονικούς ήχους- και από φτηνή διασκέδαση – όχι «συναυλίες» παρεΐστικες στα παγκάκια της πλατείας με μια κιθάρα κι έναν τζουρά, αλλά από αυτή που πωλείται σε σακουλάκια στην πιάτσα μέσα στην πλατεία, απέναντι απ’ το Φλοράλ (ή το «κάποτε» Φλοράλ).
Η πλατεία που εγκαινιάστηκε το 1932 με τιμές και δόξες και όχι μόνο επιβίωσε αλλά και πρωτοστάτησε στην αντίσταση στον εμφύλιο και στην εξέγερση του 2008, αυτήν τη στιγμή αποτελεί το πιο γνήσιο παράδειγμα μιας γενιάς του μπάφου και της καλοπερασιάς (βλέπε «οικιοθελής καταστολή»), της απόλυτα αρμονικής συνεργασίας με τις Αρχές για ένα λειτουργικό νταραβέρι ουσιών και ιερόδουλων και κατά τα άλλα μιας δήθεν πια εμπορικής και τουριστικής περιοχής, στην οποία η μόνη σπάνια διαταραχή για τα τουριστάκια και τους επιχειρηματίες είναι τα λεγόμενα «μπάχαλα».
Σε κάθε περίπτωση, κάμποσοι παλιοί θαμώνες θα πουν «πάντα έτσι ήταν» και άλλοι «εντάξει, δεν θα κλάψω για την κατάντια των Εξαρχείων». Και «η αυτοδικία είναι παράνομη γι’ αυτό και οι δολοφόνοι του κάθε Χαμπίμπι θα φάνε ισόβια». Όμως, η «αυτοδικία» απέναντι στο ίδιο το κράτος επίσης τιμωρείται, αλλά λέγεται Εξέγερση…