Ορισμένα απολογιστικά ζητήματα
του Ρούντι Ρινάλντι
Σε προηγούμενο σημείωμα με τίτλο Σύμφωνο συμβίωσης με το σύστημα – Η Αριστερά ως πρόβλημα είχαμε υποσχεθεί μια συνέχεια, στην οποία θα αναφερόμαστε στη δική μας ιδιαίτερη συλλογικότητα μέσα στο πλαίσιο των όσων εξελίχθηκαν την κρίσιμη για τον τόπο 5ετία και πιο ειδικά μέσα στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ.
Γιατί με τον ΣΥΡΙΖΑ κι όχι έξω από αυτόν
Κάθε επιλογή πρέπει να κρίνεται με βάση τη συγκυρία και τους όρους που έγινε και όχι μονάχα από το αποτέλεσμά της. Οι επιλογές δεν γίνονται με βάση ποια θα είναι η τελική έκβαση, διότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξής λανθασμένη επαγωγή: Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα έχει καταλήξει ένα μεταλλαγμένο μνημονιακό κεντροαριστερό κόμμα, ολόκληρη η πορεία του είναι λαθεμένη, άρα η όποια συμμετοχή σε αυτόν ήταν εξ ορισμού μεγάλο πολιτικό λάθος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως εγχείρημα πρέπει να κριθεί από το τι έδωσε και πώς συμπεριφέρθηκε στην περίοδο πριν από τα μνημόνια (2004-2010) αλλά και να εξεταστεί η στάση και ο ρόλος του στη μνημονιακή περίοδο. Στην περίοδο 2004-2010 η δράση του αφορά την πορεία και συσπείρωση δυνάμεων της Αριστεράς η οποία δοκιμάστηκε από κρίσεις, εντάσεις, μέχρι και διακοπές στη λειτουργία του. Η εμβέλειά του παρ’ ότι μικρή αρχικά, ως προς το κοινωνικό της εύρος, κατόρθωσε εντούτοις να θέσει σε κίνηση δυνάμεις που ήταν παροπλισμένες όλο το προηγούμενο διάστημα.
Η δεύτερη περίοδος, αναγκαστικά, πρέπει να χωριστεί σε 3 ιδιαίτερες φάσεις: α) 2010-2012, όπου ο λόγος του και η επανεκκίνηση του ΣΥΡΙΖΑ (θυμίζουμε ότι με την κρίση κορυφής Αλαβάνου-Τσίπρα είχε πάψει να λειτουργεί) συναντιέται με ένα μεγάλο ριζοσπαστικό ρεύμα το οποίο βρίσκει στον ΣΥΡΙΖΑ πολιτική έκφραση, ιδιαίτερα μετά τις πλατείες, και έτσι στις εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου του 2012, το σχήμα εκτινάσσεται στο 27% και καθίσταται αξιωματική αντιπολίτευση. β) Το 2012-2014 είναι διάστημα σταθεροποίησης στη θέση αυτή αλλά και προετοιμασίας να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Πρωταρχικός ρόλος του ήταν ο κατευνασμός του λαϊκού κινήματος της προηγούμενης περιόδου, η προσαρμογή και η ποδηγέτησή του στις προτεραιότητες της κοινοβουλευτικής πάλης, η αντιμετώπιση της πίεσης που δέχονταν από τα διάφορα κέντρα, αλλά και το στήσιμο γεφυρών και επικοινωνιών μαζί τους ώστε να διευκολυνθεί ο στόχος της διακυβέρνησης. γ) Η περίοδος της διακυβέρνησης (ολόκληρο το 2015), η πορεία της «διαπραγμάτευσης» και η κατάληξή της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξαρχής ήταν ένα ενδιαφέρον και αντιφατικό εγχείρημα, καθώς οι δυνάμεις που τον συναποτελούσαν δεν λειτούργησαν ως δορυφόροι του ΣΥΝ (παρ’ όλο που αντιμετώπιζαν τον ηγεμονισμό του πολλαπλά) αλλά ήθελαν να δημιουργήσουν ένα μόρφωμα ζωντανό, που να αντιπαλεύει ουσιαστικά τον νεοφιλελευθερισμό. Η δυναμική που παρουσίασε ήταν απόρροια αλλαγών που εξελίχθηκαν στο εσωτερικό του αλλά και διαδικασιών που κατοχυρώθηκαν με αγώνα (συνδιασκέψεις) και οδήγησαν στην υπέρβαση του σχήματος: «ΣΥΡΙΖΑ σαμπρέλα εκλογικής διάσωσης του ΣΥΝ».
Στη δεύτερη περίοδο κατορθώνει να αναδειχθεί σε ελπίδα για το λαό, σε ένα κόμμα που ενδέχεται να βάλει φρένο στην κατηφόρα των μνημονίων. Βαθμιαία καθίσταται η βασική πολιτική δύναμη του τόπου η οποία υπόσχεται μια διαφορετική πορεία, συναντώντας, παράλληλα, την εχθρότητα από τις δυνάμεις του συστήματος (τουλάχιστον στα λόγια).
Η κλίμακα αυτής της δεύτερης περιόδου αναδεικνύει δυνατότητες, αλλά και τεράστιες ελλείψεις στον αν μπορούσε να προωθήσει μια τέτοια αλλαγή. Ωστόσο, η δυναμική της κατάστασης δεν επέτρεπε να αποφύγει την ευθύνη της διακυβέρνησης. Αντικειμενικά, πάντως, η κλίμακα έθετε προβλήματα προς επίλυση και καθήκοντα για προώθηση που ο ΣΥΡΙΖΑ δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί. Η προετοιμασία της περιόδου 2012-2014 ήταν αστεία υπόθεση (μια καρικατούρα για να στηθεί η συμβιβαστική πρόταση «διαπραγμάτευση χωρίς σύγκρουση» που μας σερβιρίστηκε αμέσως μετά τις ευρωεκλογές του 2014), για να ολοκληρωθεί με τη φούσκα του προγράμματος Θεσσαλονίκης (παροχολογία με λεφτά που δεν θα υπήρχαν) που όμως έκανε τη δουλειά του, δίνοντας άνεμο νίκης στον ΣΥΡΙΖΑ.
Μα ακόμα και όταν έγινε κυβέρνηση, ορισμένες συμβολικές κινήσεις (κατάθεση στεφανιού στην Καισαριανή, ομιλία στη Βουλή όπου απορρίπτονταν οι όροι των δανειστών, το επεισόδιο Βαρουφάκη- Νταϊσελμπλουμ, η απόσυρση των κάγκελων από το Σύνταγμα) εκτίναξαν την δημοτικότητα της κυβέρνησης. Αποκορύφωμα ήταν το δημοψήφισμα που έγινε όταν η κυβέρνηση είχε ήδη δρομολογήσει την παράδοση (από 20 Φλεβάρη και ύστερα) και απέδειξε ότι η δεξαμενή του λαού και η παρουσία του ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, ανεξάρτητα του τι έκανε την επόμενη μέρα ο Τσίπρας.
Πήραμε, λοιπόν, μέρος σε ένα εγχείρημα, που ενώ ήταν εξαρχής αντιφατικό και πολλά από αυτά που τελικά συνέβησαν μπορούσαν να έχουν εκτιμηθεί και διαπιστωθεί από καιρό, διότι αφορούσε μια μεγάλη υπόθεση, τη διέξοδο της χώρας από τα μνημόνια, συναντιόταν με ευρύτατα στρώματα που επένδυαν τις ελπίδες τους σε αυτήν την προσπάθεια. Γνωρίζαμε ότι η παρτίδα ήταν ρευστή, γνωρίζουμε ότι τα ερμηνευτικά σχήματα της προδοσίας την τελευταία στιγμή ή της στρατολόγησης του επιτελείου από καιρό, δεν αρκούν για να ερμηνεύσουν τι έγινε. Δεν πήραμε μέρος σε ένα σοσιαλδημοκρατικό ενσωματωμένο κόμμα, σε ένα κόμμα που έφερε ευθύνες για πολλά από όσα έγιναν στο παρελθόν, πήραμε μέρος σε ένα εγχείρημα σημαντικό, αντιφατικό σε δύσκολες περιόδους και με ενεργό τον λαϊκό παράγοντα.
Όσοι σήμερα υποστηρίζουν το απλοϊκό «τα λέγαμε εμείς» και φυσικά έμειναν έξω από όσα συνέβησαν την τελευταία 5ετία, φέρουν ευθύνη, γιατί γενικά «τραβήχτηκαν», δεν έκαναν πρόταση συμπόρευσης, δεν νοιάστηκαν ούτε καν να δεσμεύσουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε 3-4 σημεία ώστε να κινηθούν μαζί του, είτε μέσα στην Βουλή είτε και έξω από αυτήν. Μια πολιτική ενότητας και πάλης, διαχωρισμού και στήριξης σε ορισμένες επιλογές καθώς και μια πίεση, πιθανόν να δημιουργούσαν άλλες προϋποθέσεις ή να δυσκόλευαν χειρισμούς που έγιναν.
Συνεισφέραμε με τη συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ;
Η κατάληξη του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να οδηγήσει σε μια γενική απόρριψη και όλου του εγχειρήματος. Δεν συμφωνούμε με μια τέτοια μηδενιστική στάση. Σκεφτείτε τον ΣΥΝ από μόνο του τι θα μπορούσε να δημιουργήσει. Σχεδόν τίποτα πέρα από μια ισχνή κοινοβουλευτική παρουσία, που στην καλύτερη περίπτωση θα έπαιρνε μέρος σε μια μορφή κεντροαριστερών ανοιγμάτων στα οποία θα κυριαρχούσαν δυνάμεις σαν τον Κουβέλη και άλλους. Η παρουσία στον ΣΥΡΙΖΑ ζωντανών αγωνιστικών και ριζοσπαστικών δυνάμεων οργανωμένων και ανένταχτων είναι το στοιχείο που έδωσε ειδική χροιά στο όλο εγχείρημα. Βέβαια, στις κορυφές η κατάσταση ήταν βαλτωμένη, αλλά χάρις σε αυτές τις δυνάμεις και ορισμένα σκιρτήματα που μπορεί να ενέπνευσε π.χ. ο Αλαβάνος ή ακόμα η επιλογή του Τσίπρα (από τον Αλαβάνο) οι εσωτερικές διαδικασίες που όλες γίνονταν με κόντρα τον ΣΥΝ, έδειχναν ότι κάτι κινείται.
Ο ριζοσπαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ, οι επιλογές και η στάση του για ένα μεγάλο διάστημα καθορίστηκε από την ύπαρξη τέτοιων δυνάμεων. Και τούτος ήταν ο λόγος που η καθαρόαιμη δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ δεν ήθελε καθόλου το εγχείρημα και το σαμπόταρε, ενώ ο ΣΥΝ ολόκληρος πάντα επεδίωκε να ελέγχει και να ηγεμονεύει το σχήμα. Το 2003 στις κινητοποιήσεις της Θεσσαλονίκης οι δυνάμεις που αποτέλεσαν τον ΣΥΡΙΖΑ στην συνέχεια είχαν μεγάλη συμβολή. Το ίδιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ της Αθήνας το 2006. Το 2008 με τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου ο ΣΥΡΙΖΑ δοκιμάστηκε και γενικά κράτησε μια στάση που η παραδοσιακή Αριστερά μέχρι τότε δεν κρατούσε. Στην υπόθεση του άρθρου 16 του Συντάγματος για την ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε ουσιαστικό ρόλο.
Στις πλατείες ο ΣΥΡΙΖΑ σχεδόν δεν λειτουργεί (λόγω της κρίσης του) αλλά οι δυνάμεις που τον συναποτελούν παρεμβαίνουν, έχουν παρουσία, δεν κρατούν εχθρική στάση απέναντι στο λαϊκό μαζικό κίνημα. Παρ’ όλο που δεν υιοθετεί την κατεύθυνση του λαϊκού κινήματος και είναι πιο συγκρατημένος (τιμωρία υπευθύνων, πολιτικό σύστημα, ρόλος Βουλής κ.λπ.) κρατά επαφές και σχέσεις με το κίνημα αυτό. Αυτό του επιτρέπει, όταν γίνεται επανεκκίνηση της λειτουργίας του να διατυπώνει ριζοσπαστικό λόγο με αιχμές, ιδιαίτερα απέναντι στη Μέρκελ και την τρόικα.
Η ύπαρξη δυνάμεων οργανωμένων και ανοργάνωτων που ορίζονταν πέρα από το χώρο φιλοευρωπαϊσμού και του κλασσικού ρεφορμισμού καθώς και η συνάντηση με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό (παρότι έγινε με ατελή τρόπο) προσέδωσαν στον ΣΥΡΙΖΑ διεθνή ακτινοβολία και σχεδόν ολόκληρη η προοδευτική ανθρωπότητα έστρεψε το βλέμμα της στην Ελλάδα και στο αριστερό εγχείρημα. (Δεν πιάστηκαν όλοι αυτοί κορόιδα, κάτι παίζονταν και παίχτηκε με επίκεντρο την Ελλάδα).
Η προσπάθειά μας, σε όλο αυτό το διάστημα προβάλλει εκτιμήσεις, απόψεις και μια γραμμή διεξόδου της χώρας και αυτό δεν έχει παρά να το διαπιστώσει κανείς φυλλομετρώντας έστω τον Δρόμο της Αριστεράς, τους κύριους τίτλους και τα άρθρα της περιόδου 2010-2012, της περιόδου 2012-2014 όπως και στην περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην κυβέρνηση. Το 2010-2012 δώσαμε ιδιαίτερο βάρος στην κατανόηση ότι έχουμε μπει σε μια νέα καθεστωτική φάση, στην αναγκαιότητα του πολιτικού αγώνα, στον ριζοσπαστισμό ως ιδιαίτερη έκφραση του λαϊκού παράγοντα. Το δίχρονο 2012-2014, μέσα στις διαδικασίες του ΣΥΡΙΖΑ, αντιπαλέψαμε ενεργά πολλές φωνές και απόπειρες συμβιβαστικές σε όλα τα επίπεδα, και αν δεν υπήρχε η Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ, η δεξιά στροφή θα είχε γίνει πραγματικότητα από πολύ νωρίς. Πιο χαρακτηριστικά οι ταλαντεύσεις και φόβοι απέναντι στην εσωτερική διαπλοκή μπορούσαν να θέσουν σε μεγάλες περιπέτειες το εγχείρημα. Αγωνιστήκαμε ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να μην αποκτήσει χαρακτηριστικά ενός κλασικού αριστερού κόμματος. Προβάλλαμε την άποψη ότι χρειαζόμαστε μια μορφή «κόμμα-κίνημα» κι όχι ένα κόμμα, δώσαμε μάχη να περάσουν πράγματα μέσα από το Καταστατικό (που έχει κατακουρελιαστεί) και είμαστε μάλλον οι μόνοι που κάναμε προτάσεις για ένα ανοικτό και σε ανάπτυξη κόμμα, όταν όλοι αδιαφορούσαν γι’ αυτό, αναπαράγοντας στην πράξη την μορφή κόμματος που είχε ο ΣΥΝ. Αναστείλαμε τη δημόσια έκφραση της ΚΟΕ σαν απάντηση στο εκβιαστικό 3πτυχο (διάλυση συνιστωσών, λειτουργία ως τάση ή παρατηρητές) που έθεσε μέσω του Ραδιοσταθμού Κόκκινο λίγες μέρες πριν το ιδρυτικό Συνέδριο ο Τσίπρας, δείχνοντας ότι δεν αδιαφορούσαμε για την δημιουργία ενός οργανισμού σύγχρονου και ενιαίου. Δώσαμε έμφαση στα γεωπολιτικά ζητήματα, επιμείναμε να μην υποβαθμίζονται τα ζητήματα της αντιιμπεριαλιστικής πάλης κάναμε παρέμβαση στο ζήτημα του Κυπριακού, καταδεικνύοντας ότι ένα μέρος της Ελληνικής Αριστεράς δεν στέκεται τόσο αδιάφορο σε ένα εθνικό ζήτημα. Μαζί με άλλες δυνάμεις θέσαμε το ζήτημα της «προετοιμασίας», το δούλεμα στο ζήτημα του «προγράμματος» (εργασίες στα συρτάρια των υπεύθυνων και τίποτα άλλο) κι όταν ασκήσαμε κριτική στο θέμα αυτό, κάνοντας λόγο και για τυχοδιωκτισμό απειληθήκαμε με παραίτηση από τη Γραμματεία με υπαγορευμένο σημείωμα από κύκλους του προέδρου στην Εφημερίδα των Συντακτών, που έμελλε να γίνει το μεσημεριανό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.
Διαχωριστήκαμε από τη «διαπραγμάτευση», δεν πανηγυρίσαμε την «ιστορική νίκη», κριτικάραμε τον κυβερνητισμό (σε όλα τα κείμενα και τις τοποθετήσεις μας η φράση «μια μεγάλη αλλαγή δεν εξαρτιέται από ένα κόμμα, ένα ποσοστό, έναν ηγέτη» έχει δεσπόζουσα θέση), καταψηφίσαμε στην συμφωνία 20ής Φλεβάρη, παραιτηθήκαμε από την γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Ιουλίου και 17 μέλη από την κεντρική επιτροπή στις 30 Ιουλίου. Αποχωρήσαμε από το σχήμα μετά την ψήφιση του 3ου Μνημονίου.
Οι ελλείψεις μας
Δεν ήταν μικρές, ούτε αμελητέες. Και αυτές βαραίνουν όταν γίνονται απολογισμοί. Σε όλες τις φάσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχαμε ποτέ τον πρώτο λόγο σε ό,τι γίνονταν και επομένως σχετικοποιείται το θέμα γιατί οι συσχετισμοί ήταν τέτοιοι που δεν μπορούσες να δοκιμάσεις σε μεγάλο ποσοστό ιδέες, προτάσεις, εκτιμήσεις κ.λπ. Για πολλούς λόγους δεν υπήρχε ισοτιμία ανάμεσα σε όσους συναπάρτιζαν το εγχείρημα και πολλές φορές έπρεπε να στρογγυλευτούν θέσεις και απόψεις για να υπάρξει συνύπαρξη και τρόπος λειτουργίας. Απολογιστικά, μάλλον για όλους όσοι δεν προέρχονταν από τον ΣΥΝ, ίσως δεν παλεύτηκε όπως θα έπρεπε το θέμα αυτό.
Στην πρώτη περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ μέσα από επεισόδια, συγκέντρωση δύναμης και πρωτοβουλίες μπορούσες να κάνεις αισθητή την παρουσία σου, τουλάχιστον σε επίπεδο κινητοποίησης ή εσωτερικών διαδικασιών. Στην δεύτερη περίοδο, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε κλίμακα και σαλπάρισε για την διακυβέρνηση, έγιναν φανερές μια σειρά ελλείψεις και αδυναμίες. Δεν είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε πιο σύνθετα προβλήματα, δεν είχαμε θέσεις και απόψεις για μια πολιτική που πρέπει να εφαρμοστεί, οι κλίμακες των καθηκόντων μάς ξεπερνούσαν. Δεν έφτανε η καταγγελία. Αυτή είναι μια πρώτη κομβική έλλειψη της προσπάθειάς μας. Έπρεπε «εν πτήσει» να αποκτήσουμε μια σύνθετη αριστερή οπτική για θέματα που μας υπερέβαιναν και μάλιστα με διαδικασίες επείγοντος. Κάτι που δεν έγινε και μας κόστισε σε όλη την πορεία.
Η δεύτερη -σημαντική και σχετιζόμενη με την πρώτη- ήταν πως η γραμμή της «πολιτικής οικονομικής και κοινωνικής διεξόδου» απαιτούσε «γεμίσματα» και στηρίγματα, ειδικές επεξεργασίες κ.λπ. για να προβληθεί και να παλευτεί και αυτό το έργο δεν προωθούνταν γιατί λειτουργούσαν διάφοροι περισπασμοί, μας απορροφούσαν μικροεπεισόδια της πολιτικής λειτουργίας και ζωής του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι μέναμε στην εκφώνηση μιας φράσης, ενός συνθήματος – κλισέ, χωρίς να το στηρίζουμε, να το επιχειρηματολογούμε, να το επεξεργαζόμαστε.
Η τρίτη έλλειψη αφορά στην προσαρμογή στην ευκολία, μιας λειτουργίας και διαδικασίας που δεν ήταν ιδιαίτερα απαιτητικές και την επίδραση που είχαν πάνω μας τα αρνητικά και τα χούγια του ΣΥΝ.
Η τέταρτη έλλειψη σχετίζεται με την τρίτη, αλλά σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο: συνυπήρχε η εκτίμηση για την προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στο συστημικό πλαίσιο μαζί με την αυταπάτη ότι κάτι παλεύεται, κάτι μπορεί να προκύψει έστω την τελευταία στιγμή. Δεν έγιναν κτήμα μας οι θέσεις για την ανικανότητα του κυβερνητισμού να δώσει λύσεις σε μεγάλα ζητήματα ούτε κατανοήθηκε σε βάθος ο κεντροαριστερός άξονας εφαρμογής της μνημονιακής πολιτικής.
Η πέμπτη έλλειψη είναι απόρροια των προηγούμενων. Δεν κατορθώσαμε να ξεχωρίσουμε ως ένας πόλος εντός του ΣΥΡΙΖΑ που παλεύει μια διακριτή άποψη. Όσα κάναμε σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν ελάχιστα, σκόρπια, μη κατανοητά από όλη την οργάνωση που βρέθηκε σε πρωτόγνωρες συνθήκες μέσα στον ενιαίο ΣΥΡΙΖΑ.
Η έκτη έλλειψη είναι ότι δεν δώσαμε το βάρος που έπρεπε και σε όλες τις φάσεις γύρω από το θέμα της δημοκρατίας μέσα στο κόμμα. Σαν να υπήρξε αποδοχή των ορίων και των κανόνων που θα λειτουργούσε το μόρφωμα αυτό. Η εσωτερική ζωή του ενιαίου πλέον ΣΥΡΙΖΑ ήταν εξαρχής ανώμαλη και υπονομευμένη πολλαπλά.
Η έβδομη έλλειψη αφορά τη μικρή έως αναιμική παρουσία, ως φωνής εντός και εκτός Βουλής διά μέσου των βουλευτών μας. Και αυτοκριτικά πρέπει να πούμε πως δεν ήταν μόνο θέμα εμπειρίας.
Ας το γενικεύσουμε λίγο. Οι εσωτερικοί συσχετισμοί στον ΣΥΡΙΖΑ και με δεδομένη την προσαρμογή του ριζοσπαστισμού και την υποχώρηση του λαϊκού μαζικού κινήματος, δεν μπορούσαν να ανασχέσουν την πορεία που χάραζαν κέντρα και παράκεντρα μέσα και έξω από τον ΣΥΡΙΖΑ για αυτό που είδαμε τελικά. Όλες οι ελλείψεις πρέπει να παίρνουν κι αυτό σαν δεδομένο, απλά η ζημιά δεν θα ήταν τόση και σε τόσο βάθος εάν έγκαιρα και με πρωτοβουλίες είχε επισημανθεί η πορεία πλεύσης…
Γιατί φύγαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ;
Από την πρώτη στιγμή που αποχωρήσαμε από τον ΣΥΡΙΖΑ το σημείο που τονίζουμε είναι η αυτοκριτική μας στάση. Για όσα δεν κάναμε ενώ μπορούσαμε, για όσα έπρεπε να κάνουμε και για διάφορους λόγους δεν κάναμε και κυρίως γιατί ανοίξαμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το δρόμο σε αυτό που γίνεται. Είτε επειδή χρησιμοποιηθήκαμε (αγαθά… κορόιδα) είτε επειδή το θέλαμε.
Ο καθένας είναι ό,τι παλεύει και στη βάση αυτή κρίνεται. Συμπορευτήκαμε με άλλες δυνάμεις, μπήκαμε στον ΣΥΡΙΖΑ, αγωνιστήκαμε όπως μπορούσαμε γιατί θέλαμε η χώρα να βγει από τα αδιέξοδα, να μπει τέρμα στην πολιτική των μνημονίων. Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ άρχιζε να εφαρμόζει τα μνημόνια, να τα ψηφίζει και να τα προωθεί μέσα σ’ ένα ασύστολο ψέμα, ήταν ζήτημα χρόνου, η αποχώρησή μας. Δεν είμαστε μνημονιακοί, δεν μας ενδιαφέρουν τα πόστα και οι καριέρες (είναι θλιβερός ο ρόλος πολλών μέσα στη Βουλή…). Είναι άλλα αυτά που επιθυμούμε και αγωνιζόμαστε.
Η αποχώρησή μας δεν γίνεται, όμως, απλώς σε μια «αντιμνημονιακή» βάση. Γίνεται συνολικά σε μια βάση αναστοχασμού σχετικά με την φυσιογνωμία, τα χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά και τις ευθύνες που έχει η Ελληνική Αριστερά. Δεν απορρίπτουμε την Αριστερά της μετάλλαξης και ενσωμάτωσης για να πέσουμε στην αγκαλιά της Αριστεράς της καταγγελίας, των στερεοτύπων, της άρνησης των κινημάτων, της αδυναμίας να διαβαστεί σε βάθος το ελληνικό πρόβλημα. Επομένως, με πλήρη επίγνωση κάνουμε έναν διπλό διαχωρισμό από την Αριστερά της ενσωμάτωσης και από την Αριστερά της ουσιαστικής ακινησίας-καταγγελίας.
Τι ίχνος αφήνει η συμμετοχή στον ΣΥΡΙΖΑ για το μετά
Ο διπλός διαχωρισμός για τον οποίο κάνουμε λόγο δεν μας οδηγεί σε απόρριψη του πρόσφατου παρελθόντος μας. Αντίθετα, η συμμετοχή μας στο εγχείρημα αυτό, μας έβγαλε από την περιοχή των «εγχειρημάτων πρωτοπορίας», «μοναδικότητας», «αποκλειστικότητας», «αυτοαναφορικότητας». Μας οδηγεί στην περιοχή και την ανάγκη μιας σύγχρονης σύνθετης αριστερής οπτικής που δεν υπάρχει σε έτοιμη μορφή, που πρέπει να την ανακαλύψουμε, να την εφεύρουμε, να μην φοβηθούμε να την αναζητήσουμε ακόμα και μπουσουλώντας. Ο διπλός διαχωρισμός μας οδηγεί σε μια συλλογικότητα ή σε εγχειρήματα αναζήτησης δρόμων και αναμέτρησης με καίρια ζητήματα και προβλήματα της εποχής μας. Αυτήν την «συνείδηση» δεν θα την είχαμε αν δεν είχαμε πάρει μέρος στο αντιφατικό (αλλά με τραγική κατάληξη) ταξίδι του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ύστερος ΣΥΡΙΖΑ θα έχει την τύχη του ΠΑΣΟΚ (που έχει ήδη γίνει δεύτερη φύση του) και θα συναντήσει δίκαια την οργή του κόσμου.
Έτσι κι αλλιώς η Ιστορία θα δώσει, θα φέρει στην επιφάνεια ενδιαφέροντα εγχειρήματα και ιστορικά κινήματα. Η ματιά προς αυτά θα κατευθυνθεί χωρίς βιασύνη -με αίσθηση του κατεπείγοντος για την διέξοδο της χώρας- και χωρίς να έχουμε στο μυαλό μας τη μορφή κόμμα με απαραίτητη την κοινοβουλευτική παρουσία. Άλλωστε, το ζητούμενο πανευρωπαϊκά και ελλαδικά είναι μια δημοκρατική επανάσταση. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.