Της Γιάννας Γιαννουλοπούλου
Τα προηγούμενα δύο σημειώματα της στήλης «Ζητήματα παιδείας» εστιάστηκαν σε εξεταστικά ζητήματα. Θα μπορούσε κάποιος να τα χαρακτηρίσει «εξετασιοκεντρικά» ή ακόμη και συντηρητικά, μιας και στο πρώτο με τον τίτλο «Λιγότερες εξετάσεις, περισσότερα δίδακτρα» εκφράστηκε έντονος σκεπτικισμός για τον περιορισμό των εξεταζόμενων μαθημάτων στο Γυμνάσιο σε τέσσερα, ενώ στο δεύτερο με τον τίτλο «Η ‘φιλική’ μεταρρύθμιση στην παιδεία και η κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων» ασκήθηκε οξεία κριτική στην πολυδιαφημιζόμενη κατάργηση των πανελλαδικών εξετάσεων για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στο τελευταίο δε σημείωμα, είχαμε αφήσει αναπάντητο το ερώτημα σχετικά με το τι μπορούμε να υπερασπιστούμε από το σημερινό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, μπροστά στην αποδιαθρωτική επίθεση της κυβέρνησης.
Εάν υπάρχουν, επομένως, προσεκτικοί αναγνώστες της στήλης, πιθανόν να σκέφτονται ότι αυτό που αξίζει να υπερασπιστούμε από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα είναι οι εξετάσεις. Πόσο συντηρητικό ακούγεται αυτό συγκρινόμενο με τις διακηρύξεις του υπομνήματος της Επιτροπής Λιάκου! Οι συντάκτες του εν λόγω υπομνήματος–πριν καν εφαρμοστεί η μεταρρύθμιση που προτείνουν– αυτοαξιολογούνται και διαπιστώνουν ότι: «η μεταρρύθμιση αυτή θα είναι η σημαντικότερη μετά την καθιέρωση του Ακαδημαϊκού Απολυτηρίου από τον Ευ. Παπανούτσο πριν από μισό αιώνα και θα αναμορφώσει το πεδίο της εκπαίδευσης» (sic) (σελ. 39)!
Όπως και σε πολλά άλλα θέματα της δημόσιας ζωής τα τελευταία χρόνια, βρισκόμαστε σε σύγχυση ως προς το τι είναι συντηρητικό και τι προοδευτικό, βρισκόμαστε σε αμηχανία ως προς το ποια θέματα πρέπει να αναδείξουμε ως κεντρικά στις κινητοποιήσεις που έστω και αναιμικά εκδηλώνονται σε πανεπιστήμια, σχολεία, συνδικαλιστικούς και κοινωνικούς χώρους.
Η διαχείριση της σύγχρονης φάσης του μνημονιακού καθεστώτος από μια αριστερή κυβέρνηση εκτός από το να απενεργοποιεί τις κοινωνικές αντιδράσεις, επιφέρει και ένα είδος ιδεολογικού εκφοβισμού απέναντι σε όποιους προβάλλουν αντιστάσεις. Αυτός ο ιδεολογικός εκφοβισμός συνίσταται στην υπερ-προβολή του «νέου» των μεταρρυθμίσεων έναντι του «συντηρητισμού» του υπάρχοντος εκπαιδευτικού συστήματος. Το ερώτημα, επομένως, για τις όποιες κοινωνικές αντιστάσεις είναι τι θέλουν να διατηρήσουν από το «παλιό» έναντι της μοντερνίζουσας επέλασης του πιο σκληρού νεοφιλελεύθερου προγράμματος που εφαρμόζει η κυβέρνηση σύμφωνα με τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ.
Λόγω της καθυστερημένης εφαρμογής των διαφόρων εκπαιδευτικών προσαρμογών των τελευταίων δεκαετιών – οι καθυστερήσεις οφείλονται τόσο σε δομικές αδυναμίες του συστήματος, όσο και στις οργανωμένες αντιστάσεις των κινημάτων των εκπαιδευτικών και της νεολαίας – το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εμφανίζει ορισμένους ενδιαφέροντες «αναχρονισμούς». Τέτοιοι είναι: ο μαζικός χαρακτήρας του σε όλες τις βαθμίδες, ο γενικά δημοκρατικός τρόπος λειτουργίας των εκπαιδευτικών θεσμών, η δυνατότητα που δίνει (ή έστω μέχρι πρόσφατα έδινε) μέσω της μόρφωσης και της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης σε κοινωνική κινητικότητα. Έτσι η λειτουργία των πανελλαδικών εξετάσεων ως ενός, σε γενικές γραμμές, αδιάβλητου και αποδεκτού θεσμού έγκειτο κυρίως στη δυνατότητα που έδινε στους νέους να αποκτήσουν πρόσβαση στην πανεπιστημιακή μόρφωση ανεξάρτητα από την κοινωνική τους προέλευση.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, βέβαια, καλό είναι να αναγνωστούν στις γενικές τους ιδιότητες και όχι με απόλυτο τρόπο. Η ύπαρξή τους, δηλαδή, δεν συνεπάγεται ένα σχολείο ή ένα πανεπιστήμιο απόλυτης ισότητας και ελευθερίας, ούτε πολύ περισσότερο ένα μη-αυταρχικό εκπαιδευτικό σύστημα που αναπτύσσει κάθε δημιουργική ικανότητα των ατόμων. Συνεπάγεται,όμως, ένα μαζικό, δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο στόχευε στην απόκτηση, μεταξύ άλλων, γενικής μόρφωσης, με την παραδοσιακή έννοια. Αυτά τα χαρακτηριστικά έχουμε κάθε λόγο να τα υπερασπιστούμε.
Η επέλαση της κρίσης τα τελευταία χρόνια διέβρωσε και διαβρώνει αυτά τα θετικά χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού συστήματος με τις δραματικές περικοπές στον προϋπολογισμό λειτουργίας του, με την αύξηση της σχολικής διαρροής, με την απαξίωση των πανεπιστημιακών σπουδών και με την καλπάζουσα ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και της έρευνας. Το παράδειγμα των διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές που βρίσκεται αυτή την εποχή στην επικαιρότητα είναι μια μόνο από τις πολλές πτυχές του διπόλου ιδιωτικοποίηση / διάλυση που εισβάλλει στην εκπαίδευση. Είναι, επίσης, καλό παράδειγμα της «αριστερής μεταρρύθμισης» που επιχειρεί η κυβέρνηση. Με το πρόσχημα του εξορθολογισμού των διδάκτρων, τους προσφέρει πλήρη νομιμοποίηση. Αυτή είναι η συνολική της εκπαιδευτική πολιτική: να επιβάλει το δίπολο διάλυση / ιδιωτικοποίηση, να διαλύσει το μαζικό δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα. Γι’ αυτή τη χρήσιμη υπηρεσία προς το νεοφιλελευθερισμό έχει ανάγκη τη ρητορική της μάχης εναντίον των αναχρονισμών.
Δεν έχουμε κανένα λόγο να ακολουθήσουμε την «ατζέντα» της. Έχουμε πολλούς λόγους να υπερασπιστούμε ό,τι από το παρελθόν της ελληνικής εκπαίδευσης αποτελεί ανάχωμα στη διάλυση και αναγκαία προϋπόθεση για τη μόρφωση της ελληνικής νεολαίας.
Η Γιάννα Γιαννουλοπούλου είναι Πανεπιστημιακός (ΕΚΠΑ)