Σοβαρό ζήτημα συνταγματικής νομιμότητας
Του Βασίλη Ξυδιά
Τί θα γίνει με το «όχι» του δημοψηφίσματος; Ο πρωθυπουργός που το προκάλεσε -και που γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο αναβαπτίστηκε στη θέση του εθνικού ηγέτη- το πέταξε στα σκουπίδια «πριν αλέκτορα φωνήσαι». Προφανώς τώρα, που έχει πλέον διαβεί τον Ρουβίκωνα (πολύ καλά το είπε η Ντόρα Μπακογιάννη) δεν του χρειάζεται πια. Ούτε αυτό, ούτε η ψυχική ανάταση που το περιέβαλε. Ήταν κι αυτός ένας τρόπος για να ξαναγίνει αποδεκτός από την ολιγαρχική γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Όπως όμως γράφαμε την περασμένη Κυριακή στην ιστοσελίδα του Δρόμου της Αριστεράς(1), πέρα από την προδοσία, τον αμοραλισμό και τον παραλογισμό του πράγματος, εδώ τίθεται ένα ζήτημα συνταγματικής νομιμότητας.
Ας θυμηθούμε ότι, πέρα από τις δευτερογενείς ερμηνείες ή τις παρερμηνείες του, το δημοψήφισμα έγινε επί ενός συγκεκριμένου ερωτήματος: αν ο λαός αποδέχεται ή όχι το συγκεκριμένο σχέδιο συμφωνίας (αυτό που κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup της 25/06/2015). Ακόμα κι αν δεχθούμε πως η απόρριψη του συγκεκριμένου σχεδίου ήταν εντολή για περαιτέρω διαπραγμάτευση, όπως ήθελε να το ερμηνεύσει ο πρωθυπουργός, η διαπραγμάτευση αυτή όφειλε να καταλήξει σε κάτι λιγότερο επαχθές απ’ αυτό που απερρίφθη. Αλλιώς προς τι όλη η φασαρία; Όμως, το πλαίσιο συμφωνίας που επικυρώθηκε από την ελληνική Bουλή είναι πολύ χειρότερο απ’ αυτό που απερρίφθη από το δημοψήφισμα. Αντιβαίνει λοιπόν ξεκάθαρα στο «όχι» του δημοψηφίσματος. Και δεν είναι δυνατόν αυτή η αγνόηση, ή μάλλον η παραβίαση και αντιστροφή της λαϊκής ετυμηγορίας να είναι νόμιμη – έστω και με τους όρους της υφιστάμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος.
Δεσμεύει το δημοψήφισμα
Ελέχθη ότι το δημοψήφισμα δεν είναι δεσμευτικό, αλλά αυτό είναι λάθος. Το συγκεκριμένο δημοψήφισμα προκηρύχθηκε «για κρίσιμο εθνικό θέμα», σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, του Συντάγματος. Σύμφωνα, δε, με τον νόμο που εξειδικεύει το πλαίσιο διεξαγωγής των δημοψηφισμάτων, όταν στην ψηφοφορία δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα «λάβει μέρος τουλάχιστον το σαράντα τοις εκατό (40%) όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους», τότε σαφώς προσδιορίζεται ότι το αποτέλεσμα είναι δεσμευτικό (ν. 4023/2011, άρθρο 16, παράγραφοι 3 και 4). Ελέχθη κι ένα άλλο επιχείρημα, αυτό για τον δήθεν δημοσιονομικό χαρακτήρα του ερωτήματος. Αυτό όμως δεν αφορούσε τη δεσμευτικότητα, αλλά αυτή καθαυτή τη νομιμότητα του δημοψηφίσματος. Το επιχείρημα αυτό κρίθηκε ως ανυπόστατο από το ΣτΕ δύο μέρες πριν από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και γι’ αυτό δεν θα επιμείνουμε.
Επομένως, με δεδομένη την άνω του 62% συμμετοχή, το «όχι» είναι απολύτως δεσμευτικό. Κι ακόμα κι αν δεν παρήγαγε αυτομάτως και με τρόπο θετικό κάποιους κανόνες δικαίου (δεν απορρέει δηλαδή μετά απ’ αυτό η υποχρέωση να ψηφιστεί κάποιος νόμος, προεδρικό διάταγμα κ.λπ.), δημιουργεί εντούτοις ένα σαφές αποτρεπτικό κριτήριο που εμποδίζει την παραγωγή κανόνων δικαίου αντίθετων προς αυτό. Επαναλαμβάνουμε, λοιπόν, πως η απόρριψη του συγκεκριμένου σχεδίου ισχύει και για κάθε άλλο σχέδιο συμφωνίας που είναι στο σύνολό του (in globo) το ίδιο ή χειρότερο απ’ αυτό του απορριφθέντος.
Τι λένε οι συνταγματολόγοι
Επ’ αυτού γνωμοδότησε ο συνταγματολόγος Ηλίας Νικολόπουλος, ξεκαθαρίζοντας ότι «η απόφαση του εκλογικού σώματος επί του ερωτήματος που τίθεται στο δημοψήφισμα έχει αποφασιστική-δεσμευτική ισχύ για όλα τα κρατικά όργανα και εν προκειμένου αφορούσε τα 22 σημεία του ερωτήματος»(2).
Το είχε παραδεχθεί όμως πιο πριν και ο Ευ. Βενιζέλος, όταν πήρε τον λόγο για να επιχειρηματολογήσει ενάντια στην αίτηση αντισυνταγματικότητας που είχε υποβάλει η Χ.Α. κατά τη συζήτηση για την αρχική εξουσιοδότηση της κυβέρνησης να διαπραγματευτεί επί του νέου σχεδίου συμφωνίας. Είπε τότε σε παραληρηματικό και χαιρέκακο ύφος τα εξής ασύλληπτα: Πως αν το δημοψήφισμα ήταν συνταγματικώς νόμιμο, τότε όντως η ένσταση της Χ.Α. θα ήταν βάσιμη. Επειδή όμως το δημοψήφισμα «δεν είναι κατά κυριολεξία δημοψήφισμα», αλλά «μια στιγμή αμηχανίας του κ. Τσίπρα», γι’ αυτό είναι σαν να μην έχει συμβεί και ως εκ τούτου δεν τίθεται θέμα αντισυνταγματικότητας της νέας “εθνικής” προσπάθειας. Αν όμως εμείς, σαν λογικοί άνθρωποι, θεωρήσουμε νόμιμο και συνταγματικό το δημοψήφισμα, τότε το επιχείρημα του Ευ. Βενιζέλου λειτουργεί ex contrario ως επιχείρημα υπέρ της αντισυνταγματικότητας των νέων μεθοδεύσεων.
Πρόκληση για δράση
Λέγαμε στο άρθρο που ήδη αναφέραμε(1) πως τα τελευταία χρόνια κάνουμε διαρκώς λόγο για «αντισυνταγματικά εγχειρήματα» και για «κοινοβουλευτικά πραξικοπήματα». Όσο όμως μένουμε στα λόγια, αυτά όλα καταντούν κενά ρητορικά σχήματα, χωρίς πολιτικές συνέπειες, με κίνδυνο να χάσουν εντελώς τη σημασία τους.
Το ερώτημα, επομένως, είναι: Θα αποδεχθούμε ως δεδομένη την κοινοβουλευτική εκτροπή ή θα χρησιμοποιήσουμε κάθε νομικό και πολιτικό μέσον για να υπερασπιστούμε το «όχι» που είπε ο λαός στις 5 Ιουλίου;
(1) Βλ. άρθρο Παραβιάζουν το Σύνταγμα
(2) Δείτε εδώ την γνωμοδότηση του Ηλία Νικολόπουλου. Υπάρχει μια αξιοσημείωτη λεπτομέρεια. Στις περισσότερες ιστοσελίδες κυκλοφορεί μια εκδοχή της γνωμοδότησης του Ηλ. Νικολόπουλου, που δεν περιλαμβάνει το δεύτερο μέρος της τελευταίας παραγράφου. Φαίνεται ότι αυτό προσετέθη από τον κ. καθηγητή εκ των υστέρων. Το κομμάτι αυτό λέει τα εξής: «H απόρριψη από το εκλογικό σώμα της υποβληθείσας συμφωνίας αφορά τη συμφωνία στο σύνολό της (in globo) και δεν έχει σχέση με μεταγενέστερη συμφωνία με άλλα σημεία, χρονική διάρκεια και κείμενα». Προφανώς αυτό εννοεί ότι δεν μπορεί κανείς να συγκρίνει αποσπασματικά άρθρο προς άρθρο, αλλά θα πρέπει η οποιαδήποτε νέα συμφωνία να συγκριθεί με την απορριφθείσα στο σύνολό τους.