Προς τα που πάνε οι εξελίξεις;

Η Ανατολική Μεσόγειος γίνεται με γρήγορους ρυθμούς το επίκεντρο μεγάλων αναδασμών. Μιάς ευρείας πολυμερούς μοιρασιάς με πολλαπλές διασυνδεόμενες εστίες και υπολογισμούς που υπερβαίνουν την περιοχή. Το τοπίο ανταγωνισμών πολλών δυνάμεων – Μεγάλων (ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βρετανία, Ρωσία) και περιφερειακών (Τουρκία, Αίγυπτος, Ισραήλ, Σ. Αραβία, Εμιράτα) που έχει αναδυθεί από την ταυτόχρονη κρίση των πόλων της Δύσης (και ΗΠΑ και Ε.Ε.), δεν αφορά αποκλειστικά το μοίρασμα των υδρογονανθράκων. Ο έλεγχος των κρίσιμων δρόμων και περασμάτων, η «μορφή» της Ευρώπης και οι σχέσεις της με τη Ρωσία, η Μέση Ανατολή αλλά και οι ανταγωνισμοί για τον έλεγχο της Αφρικής βαρύνουν στις εξελίξεις. Η πλήρης ανατίναξη των ισορροπιών και των συσχετισμών του διπολικού συστήματος της μεταπολεμικής περιόδου έχει ανοίξει τον δρόμο για την ανάδυση της Τουρκίας σε πρώτης τάξεως δύναμη, τέτοιας που να ρυθμίζει τις εξελίξεις στην περιοχή.

Σήμερα δύο πράγματα έχουν γίνει απόλυτα σαφή και μας καλούν να μην εθελοτυφλούμε:

α) Η διαφορά με την Τουρκία δεν είναι στατική και οριοθετημένη. Οι τουρκικές αξιώσεις είναι δυναμικές, εντάσσονται σε μία στρατηγική ανασύστασης του τουρκικού ελέγχου στον χώρο που καταλάμβανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία και μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποσκοπούν στην πλήρη δορυφοροποίηση και απομείωση κυριαρχίας της χώρας μας σε στεριά, θάλασσα και αέρα. Εκτείνονται από τη Θράκη μέχρι την Κύπρο. Κλιμακώνονται και η ικανοποίηση κάθε αξίωσης γίνεται η βάση για την επόμενη.

β) Η προσδοκία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή εναποθέτοντας την τύχη της χώρας στη βούληση και τους σχεδιασμούς των «συμμάχων», τοποθετεί την Ελλάδα και την Κύπρο στη θέση των δύο υποψήφιων μεγάλων θυμάτων-χαμένων των αναδασμών που βρίσκονται σε εξέλιξη. Η μοιρασιά πάει να γίνει κατ’ αρχήν σε βάρος μας.

Είμαστε λοιπόν μόνοι μας;

Δεν είναι τυχαίο που αυτό το ερώτημα απασχολεί σήμερα έντονα τη δημόσια συζήτηση. Πρέπει να δούμε ποιό κομβικό ζήτημα το τροφοδοτεί; Γιατί κυριαρχεί η τέτοια χρήση του που ενισχύει την καθήλωση και την αδυναμία. Και σε ποιά επίγνωση μπορεί να βοηθήσει;

Μία (αναγκαστικά πολύ συνοπτική) περιδιάβαση των εξελίξεων που αφορούν την τουρκική απειλή στο συνδυασμό της με τις αντιθέσεις των πόλων του διεθνούς συστήματος από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο και δώθε δείχνει ένα σταθερό-«παραδοσιακό» προσανατολισμό των επιλογών του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Αποδοχή όρων φαλκίδευσης της ελληνικής κυριαρχίας και προοδευτικής εκχώρησης άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία υπό την «συμμαχική» επιδιαιτησία (των ΗΠΑ και στη συνέχεια και της Ευρώπης) και υπό την «εγγύηση» ότι θα εξασφαλίζονται οι προϋποθέσεις για την εσωτερική πολιτική διαχείριση αυτής της εκχώρησης. Μία πολιτική που συνοδεύεται από τη διαρκή διεύρυνση των τουρκικών αξιώσεων και που κάθε άλλο παρά απέφυγε τις κρίσεις και τις σημαντικές απώλειες. Με γεγονός που παραμένει αποφασιστικής σημασίας για τη μελλοντική πορεία των εξελίξεων, την τουρκική κατοχή του σχεδόν 40% της Κύπρου.

Το κεντρικό θέμα που προηγείται και καθορίζει τις απαντήσεις στο ερώτημα «Είμαστε μόνοι; – με ποιούς συμμάχους θα πάμε;» είναι η εσωτερική συγκρότηση, η επίγνωση ότι η κατοχύρωση της ύπαρξης της χώρας αρχίζει από αυτό

Εστιάζοντας κατ’ αρχάς στην μετά το 1974 περίοδο και για όλο το διάστημα που διατηρούνταν η παγκόσμια διπολική τάξη πραγμάτων του Ψυχρού πολέμου, η Κύπρος έπαιξε επί της ουσίας ρόλο κυματοθραύστη κρατώντας σε «ελεγχόμενα» επίπεδα την επιθετικότητα της Τουρκίας στο Αιγαίο (που παρ’ όλα αυτά δεν έπαψε να εκδηλώνεται και οδήγησε σε σημαντικές κρίσεις). Στο πλαίσιο αυτού του τρόπου διευθέτησης των πραγμάτων επιβλήθηκε η υιοθέτηση μιάς στάσης απομάκρυνσης της Ελλάδας από την Κύπρο και της συστηματικής καλλιέργειας απόστασης και αποξένωσης μεταξύ των δύο λαών.

Το άλλο αποφασιστικό στοιχείο: Η επιλογή της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και η όλη εξέλιξη αυτής της σχέσης όπως σημαδεύτηκε από τις βασικές παραδοχές του τρόπου διαχείρισης της τουρκικής απειλής. Σε αυτή τη βάση πρέπει να εκτιμηθεί ιδιαίτερα ο στρεβλωτικός ρόλος μιάς ολόκληρης ιδεολογίας «ευρωπαϊσμού». Ρόλος με πλατειά επίδραση στην «κοινή λογική» της ελληνικής κοινωνίας με την συστηματική υπερδιόγκωση και απολυτοποίηση της «εγγύησης» των ελληνικών συνόρων ως συνόρων της ΕΕ κ.λπ. Ρόλος που έρχεται να ενισχύσει μία νέα εκδοχή ραγιαδισμού διευκολύνοντας την νομιμοποίηση της παράδοσης της κυριαρχίας της χώρας στους «φίλους και συμμάχους». Χαρακτηριστική πλευρά, η επίδραση αυτού του «ευρωπαϊσμού» στη διαδικασία ενσωμάτωσης της μεταπολιτευτικής αριστεράς και η εξαιρετική δυσκολία να προσεγγιστεί μέχρι σήμερα το θέμα των σχέσεων με την «Ευρώπη» με σοβαρούς όρους μέσα σε μία προοπτική επιδίωξης της ενίσχυσης της εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας.

Μετά το 1990, μπαίνουμε σε μία διαδικασία που χαρακτηρίζεται αφενός από την συνεχή απομείωση της ισχύος των όποιων «εγγυήσεων» και αφετέρου από την αναβάθμιση του αυτόνομου ρόλου της Τουρκίας και διεύρυνσης της επιθετικότητάς της. Η ενδοτική στάση του ελληνικού πολιτικού συστήματος αποκτά νέα διευρυμένα χαρακτηριστικά με καθοριστικό σταθμό την αποδοχή από την κυβέρνηση Σημίτη του γκριζαρίσματος του μισού Αιγαίου στην περίοδο που ακολούθησε την κρίση των Ιμίων (Μαδρίτη). Η σημερινή απόληξη και τα αδιέξοδα που πλέον ομολογούνται ανοικτά, δεν είναι αιφνίδια. Έχουν τις αιτίες τους σε όλο το παρελθόν που σκιαγραφήσαμε.

Τι πρέπει να συνειδητοποιηθεί

Τα παραπάνω κάνουν φανερή την ανάγκη σημαντικών αλλαγών της συνείδησης γύρω από τα πράγματα.

1) Σήμερα διακυβεύεται ο τρόπος ύπαρξης της χώρας. Το πόση και τι είδους Ελλάδα μπορεί να υπάρξει. Η απάντηση σε αυτό το ζήτημα δεν μπορεί να αναζητιέται σε εξωγενείς «εγγυήσεις».

2) Το κεντρικό θέμα που προηγείται και καθορίζει τις απαντήσεις στο ερώτημα «Είμαστε μόνοι; – με ποιούς συμμάχους θα πάμε;» είναι η εσωτερική συγκρότηση, η επίγνωση ότι η κατοχύρωση της ύπαρξης της χώρας αρχίζει από αυτό το σημείο. Οι συμμαχίες αποκτούν νόημα στο βαθμό που η κοινωνία και η χώρα γίνεται υποκείμενο αφήνοντας τη θέση του δεδομένου αντικειμένου στις διεθνείς σχέσεις.

Επίσης το «είμαστε μόνοι;» έχει τη διάσταση της συνειδητοποίησης της κοινής ιστορικής μοίρας Ελλάδας, Κύπρου. Διάσταση που βαρύνει στις σημερινές συνθήκες.

3) Η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής έχει γίνει σήμερα η αποφασιστική, η κύρια πλευρά στο περίπλοκο πρόβλημα της ανεξαρτησίας, και της κυριαρχίας του λαού και της χώρας. Κάθε άλλο παρά έχουν εκλείψει οι άλλες πλευρές. Κύρια πλευρά όμως σημαίνει ότι αυτή αρθρώνει και χρωματίζει τις άλλες και δεν χωρούν υπεκφυγές ως προς αυτό.

4) Τέλος μία σοβαρή στάση δεν μπορεί παρά να ξεκινάει βασιζόμενη σε αυτά που έχουμε και σε αυτά που μπορούμε. Δεν μπορεί να υπεκφεύγει με κάθε λογής υποκειμενισμούς προϋποθέτοντας ανύπαρκτες συνθήκες. Αυτό όμως είναι ζήτημα που αξίζει να το εξετάσουμε ξεχωριστά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!