του Νίκου Σταθόπουλου
Ο αθεϊσμός και η «επιστημονικότητα» είναι το πρόσχημα. Η ουσία βρίσκεται στον δείκτη δραστικότητας των μορφών κοινωνικού ελέγχου.Tο Πάσχα στριμώχνεται στα «ανθυγιεινά», αφού το «μήνυμά» του ακυρώνει τον μετανεωτερικό μηδενισμό: ο μετανεωτερικός άνθρωπος θέτει ως οντολογικό του στόχο να ξεπεράσει τον θάνατο τον οποίο βιώνει ως το απόλυτο άγχος. Αυτό το «απόλυτο άγχος» πλέον εντάσσεται στις τελειοποιημένες στρατηγικές ενσωμάτωσης.
O «άνθρωπος της Σίλικον Βάλευ», αυτός ο μανιακός της «αιώνιας νιότης» και της «αθανασίας», γίνεται ανελεύθερος εθελοντής του απόλυτου ευνουχισμού μέσω της ιατρικοποιημένης «κοινωνικοποίησης» του θανάτου. Μιας «κοινωνικοποίησης» που, βέβαια, διατηρεί την ταξική της διαφοροποίηση, καθώς τα «νούμερα» των επίκαιρων στατιστικών δείχνουν ότι είναι «οι κάτω» που καταβάλλουν τον φόρο αίματος. Σιγά, τώρα, μην εγκριθούν θρησκευτικές παραστάσεις που ταυτίζουν το Θεό με τους «κάτω»…
ΤΟ ΦΕΤΙΝΟ ΠΑΣΧΑ, χυδαία αποϊεροποιημένο ως το μεδούλι, τρέπεται σε σημειολογικό κόμβο μιας ολόκληρης και ολοκληρωτικής εποχής. Της εποχής που σηματοδοτείται από την «απόλυτη μέριμνα επιβίωσης» ως αποϊδεολογικοποιημένης ιδεολογίας της λειτουργικής ενσωμάτωσης. Μέσω της «κοινωνικοποίησης δια του κορωνοϊού» μεταβαίνουμε από την επιφανειακή «Μαζική Δημοκρατία του Ωσαννά» στην «Μαζική Κατάσταση Εξαίρεσης τού Άρον-άρον σταύρωσον ημάς».
H Λαμπρή του ελληνικού λαού, καταδικάζεται ως «εστία μόλυνσης» και όλο το ιστορικό αγαπητικό φορτίο της αφορίζεται ως «επικίνδυνο»: επιτρέπεται το «επιθυμιακό φιλί» αλλά όχι το Φιλί της Αγάπης, αφού η αναστάσιμη μεγάλη αγκαλιά συντηρεί την «κοινοτική αρχή», άρα δεν πληροί τις προδιαγραφές της βολικής αποξένωσης. Η Λαμπρή γεννά ένθεα πλάσματα της αλληλεγγύης και του σωστικού δεσμού, αλλά ο παρών κόσμος του Μ. Γκέητς, της κας Λαγκάρντ και του Ν. Τραμπ, θέλει μια «κανονικότητα» με μάσκα και γάντια που θα εναλλάσσει τους χρήσιμους κοινωνικούς ρόλους καθ’ υπαγόρευσιν των «εποπτών της επιβίωσης».
Η Παράδοση (η συνείδηση ρίζας σε χώρο και χρόνο) και η Μεταφυσική (η προβολή της προσδοκίας πολύ πέρα από τα στενά γήινα όρια του εμπορευματικού πολιτισμού) είναι ουσιώδεις προϋποθέσεις καλλιέργειας αντιστασιακής ψυχολογίας βάθους ενάντια σε έναν κόσμο αποχαλινωμένου υπερτεχνολογικού νεομυστικισμού. Η απόλυτη εργαλειοποίηση του Ορθού Λόγου, που έχει, ας πούμε, καταργήσει της ανθρώπινες γενιές από «γενιές» κινητών, αντικειμενοποιώντας πλήρως τη ζωή, απαιτεί αντικειμενικώς την «ολική διαγραφή» του Πάσχα. Και τούτο διότι αυτό αναπαράγεται, με χαρούμενη μαζική συναίνεση, ως το Μείζον Παράδοξο δια του οποίου ο ατελής χοϊκός άνθρωπος ενώ εκτινάσσεται στα ουράνια ταυτόχρονα αυτοβιώνεται ως συλλογικό σώμα με ουτοπία ριζικής ανακαίνισης.
Το Πάσχα είναι ο απόλυτος εκμηδενισμός του εργαλειακού ορθολογισμού. Είναι το Θαύμα που νιώθεται οικείο σαν μια απλή χειρονομία, άρα είναι η βεβαιότητα ότι στον Κόσμο της Πτώσης όλα είναι δυνατά όταν η ανθρώπινη βούληση διεκδικεί την ελευθερία της και τη δικαιοσύνη. Εδώ ευδοκιμούν οι «πτωχοί τω πνεύματι» που όταν δεν τους προδίδει η Πολιτική, τότε γίνονται οι οιονεί Πληβείοι της Απελευθέρωσης.
Το φετινό Πάσχα είναι βίαια προσαρμοσμένο σε μια επιλογή αποξένωσης από την παράδοση μέσω ενός «εκσυγχρονισμού» της εμπειρίας: όλα είναι «ίσα κι όμοια», όλα είναι διαρκώς επικαιροποιούμενα απότοκα της αμετάκλητης παγκοσμιοποίησης, όλα είναι ένα «επικίνδυνο γήινο» άρα ένα διαρκές «επείγον» που κάνει «ρεαλιστικό» ακόμα και το όραμα κοινωνικής αλλαγής
Το Πάσχα είναι η ριζική αντιπαλότητα στον μίζερο κοσμάκη του ανταγωνισμού, του μίσους, της επίδειξης: είναι ο πλήρης «ρομαντισμός» της Αυτοθυσίας, δηλαδή η άρνηση της «ζωής ως πρότζεκτ», η άρνηση της εγωκεντρικής ευτέλειας. Η Λαμπρή, ως κύκλος παραδόσεων, συνέχει κεντρικά τη συλλογική μας ταυτότητα, και ως Πίστη, γεφυρώνει γη και ουρανό με την καθημερινοποίηση της «ηθικής του δώρου». Είναι η νίκη επί του θανάτου με όρους υπαρξιακής πληρότητας, δηλαδή «μορφώνει» ακέραιο άνθρωπο χωρίς εμφυτευμένους χειραγωγήσιμους ψυχολογισμούς.
Το Πάσχα στερείται δια νόμου της λυτρωτικής μεταφυσικής του και, έτσι, εκπίπτει σε σχετικοποιημένο κοσμικό δρώμενο που υπάγεται στις νομοτέλειες των πολιτικών συστημάτων. Όπως ακριβώς η σοσιαλιστική Ουτοπία, μέσω των ιστορικών αποτυχιών και των «χειρουργείων» της Πολιτικής Επιστήμης, χάνει την ορμή του αρχέγονου μύθου και καταντά κατακερματισμένη προγραμματικότητα υπό διαρκή ανάθεση. Πτυχή του παρόντος χρέους μας, είναι να διασώσουμε το «ανορθολογικό» της λαϊκής ψυχής, το χλευαζόμενο «απίθανο» της επιλογής του απελευθερωτικού θανάτου από έναν «γιο μαραγκού», δηλαδή από τον οιονεί Απροσάρμοστο που με χίλια τεχνάσματα θέλουν να εξαφανίσουν από την εμπειρία.
Σε όλα τα επίπεδα της εμπειρίας θα οργανωθεί ο φενακισμός: το σύστημα που διέλυσε τα εθνικά συστήματα υγείας, στοχοποιώντας με εξοργιστική χυδαιότητα τον δημόσιο τομέα, τώρα προσφέρει στον κοινό απεγνωσμένο θαυμασμό τους νοσοκομειακούς «πολεμιστές της πρώτης γραμμής», ακριβώς για να απολυτοποιηθεί το έσχατο πεδίο κοινωνικού αναστοχασμού, ο θάνατος. Κι αυτό θα επεκταθεί σε όλα τα επιμέρους πεδία. Δεν είναι μια «συνωμοσία», αλλά η αναπαραγωγική διαχείριση μιας δυναμικής καταστροφής που χαρακτηρίζει τον σύγχρονο καπιταλισμό και που πλέον τρέπεται σε κεντρική σημασία του συλλογικού φαντασιακού.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΜΕΙΖΟΝΑ ΤΡΟΜΟ του θανάτου, όλα αποκτούν μια «λογική βάση» αφού πλέον διαχέεται, ακόμα και με ηθική αναγωγή, η αντίληψη της «αποτελεσματικότητας». Για να πιάσει τόπο το «τιμητικό χειροκρότημα», πρέπει ο σικέ ηρωισμός να έχει χαρακτήρα οργανωμένης επικουρίας, άρα πρέπει να μην υφίσταται «αίρων τα αμαρτίας» αφού αυτές πρέπει να βιωθούν ως «συστημικές αστοχίες» και να ανασκευάζονται με αναγωγή στο γενικώς ανθρώπινο. Ο Ιησούς καθιστά την αδικία οντολογικό θέμα ζωής ή θανάτου και ως εκ τούτου δεν αφήνει περιθώρια διαχείρισης : στην περίπτωσή του ο θάνατος είναι ή Μηδέν ή Ελευθερία. Η εμπορικίστικη και διοικητική «μεσότης» δεν έχει εύφορο έδαφος εδώ. Μόνο μια τέτοια «σαλή» πίστη μπορούσε να γεννήσει «αποκοτιές» όπως το ‘21 και το ‘40. Και μέσω της πολυσύνθετης Λαμπρής ενηλικιωθήκαμε ως υποκείμενα «αντιστασιακού φρονήματος». Τώρα, με την ευλογοφάνεια της πρόληψης, επιβάλλεται η «σωφροσύνη», ο κατακερματισμός στη θέση της αγαπητικής ενότητας.
Η «στρατηγική της θανατοκεντρικής συναίνεσης», εκθετικά εφαρμοζόμενη μέσω επαναλαμβανόμενων μαζικών νοσήσεων, επιβάλλει μια κατάσταση αυτοεκπληρούμενης προφητείας: υποφέρουμε σε συνθήκες τυπικού και άτυπου εγκλεισμού, απειλούμενοι θανάσιμα από έναν κίνδυνο που εκκολάπτεται εκάστοτε από την αποξενωμένη αδράνεια του περίκλειστου ιδιωτικού. Ο θάνατος αξιοποιείται πλέον ως λειτουργική παράμετρος σε μια πλατιά αποδοχή της εθελοδουλίας. Ο θάνατος, ο πυρήνας του ορθόδοξου Πάσχα, γίνεται η πλαστογράφηση της ειδικής αξίας του.
Όπως κάθε εξουσιαστικό σύστημα που μόνο μια εξωφρενική μεταφυσική το δικαιολογεί, έτσι και το παρόν, αυτό το μόρφωμα του ρευστού μετανεωτερικού καπιταλισμού: μπορεί να εκλογικευτεί μόνο με καθαρούς ψυχαναγκασμούς: «αν δεν υπακούσετε, θα πεθάνετε από δεινά που τα απελευθέρωσε η υπακοή σας…». Ενώ το Πάσχα είναι η θητεία στον πόνο που προκαλεί η ολική ρήξη με την αμαρτία (δηλαδή με τις διαφθορές που εκτρέφει ο εξουσιαστικός και αλλοτριωτικός Κόσμος της Πτώσης), και μέσω αυτού η επανοικείωση της άνοιξης, άρα η εξέγερση κατά του θανάτου: σήμερα, ο στιγματισμός της πίστης και η αποθέωση της «θετικής οπτικής», καθιστούν «εύλογη» και την οικολογική αποδόμηση και την ιατρική/παθολογική μετασυνείδηση, άρα νομιμοποιούν την απόλυτη οργανωτική συστημικότητα και μετουσιώνουν τη φθαρτότητα σε ρυθμιστή της πολιτικής.
Το φετινό Πάσχα είναι σιωπηλό, ιδιωτικό, μετρήσιμο, αντιποιητικό, θεσμικό, χωρίς καμπάνες και βαρελότα, χωρίς μαζικές ιερές πορείες και συγκεντρωμένη διαχυτικότητα χαρούμενων ψυχών, χωρίς διάφανο πένθος σαν σύγκορμη αίσθηση μιας απόλυτης απώλειας, χωρίς έμμετρα ξεσπάσματα μιας αρχέγονης θλίψης ενώπιον της συνείδησης του «και όμως μπορεί να συμβεί!», συσκευασμένο σε ορισμούς και προβλέψεις και συναρτήσεις. Είναι ατιμασμένο το φετινό Πάσχα, από μια ηθική και πνευματική αφασία που με την αλαζονεία της «κατάρτισης» ανοίγει όλες τις Κερκόπορτες…
Το φετινό Πάσχα είναι βίαια προσαρμοσμένο σε μια επιλογή αποξένωσης από την παράδοση μέσω ενός «εκσυγχρονισμού» της εμπειρίας: όλα είναι «ίσα κι όμοια», όλα είναι διαρκώς επικαιροποιούμενα απότοκα της αμετάκλητης παγκοσμιοποίησης, όλα είναι ένα «επικίνδυνο γήινο» άρα ένα διαρκές «επείγον» που κάνει «ρεαλιστικό» ακόμα και το όραμα κοινωνικής αλλαγής. Όσο υπάρχει η ριζική παραδοξότητα του Πάσχα, που δια της πίστης γίνεται καθοριστικό υπόστρωμα των φίλτρων πρόσληψης της ζωής, τόσο η καθεστωτική Λογική θα γίνεται μόνο σχετικώς δεκτή. «Εξορθολογίζοντας» το Πάσχα, δίνουν απόλυτο κύρος στον κοσμικό μυστικισμό, δηλαδή εξοικειώνουν με το «ανεξήγητο» που μόνο κατασταλτικά το αντιμετωπίζεις.
Το φετινό Πάσχα είναι μια πικρή ήττα της τρυφερότητας που ανέκαθεν υποβάσταζε τους πολέμους ενάντια στις τυραννικές μορφές του «κόσμου τούτου». Η μοναξιά επισημοποιείται, και ο πραγματισμός ενθρονίζεται στο απόλυτο κύρος. Όλα γίνονται ασαφή και προς αναθεώρησιν, ενώ η Μεγάλη Εβδομάδα ανέκαθεν ήταν η συναισθηματική εγγύηση των σημείων αναφοράς του Πάθους.
ΣΕ ΜΙΑ ΑΠΟΣΤΕΙΡΩΜΕΝΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ, τι θέση και αίγλη έχει το καταματωμένο σώμα ενός Αλλόκοτου εκτεθειμένου στην παθολογία ενός πλήθους; Πρέπει να εξοικειωθούμε με το μαζικό, ακόμα και ως είδος θανάτου! Η μοναξιά του Ιησού στο Σταυρό, το διακριτό του νεκρό Σώμα, δεν συνάδει με την εικονικότητα του «ατόμου» και την απτότητα της ισοπεδωτικής του εξομοίωσης. Μια πικρή ήττα της προσωπικής εαρινής λύπης, δηλαδή μια ολέθρια υπονόμευση της βιωματικότητας που προϋποτίθεται σε μια Επανάσταση.
Η λεηλατημένη φύση γεννά πολλαπλασιαστικά θανατηφόρους ιούς. Πώς να γίνει ανεκτό το «Ω γλυκύ μου έαρ!», αυτή η απόλυτη εξομοίωση του Θεού-Ανθρώπου με τη Φύση-Ύλη, από έναν αφανιστικό πολιτισμό που η «πρόοδός» του απαιτεί την εξαφάνιση του φυσικού; Η Ορθοδοξία δεν αφήνει περιθώρια ειδωλολατρικών απομιμήσεων, άρα δε μπορεί να υπαχθεί σε πρότζεκτ τεχνητότητας.
Συμπέρασμα : η Λαμπρή «πρέπει» να εκλείψει!