του Δημήτρη Μπελαντή
Οι διαδοχικές δέσμες μέτρων κάτω από την κυριαρχία της τρόικας, των Ε.Ε.-ΔΝΤ και της ελληνικής αστικής τάξης έχουν θέσει σε δοκιμασία τη συνοχή του ίδιου του ελληνικού (αστικού) ισχύοντος Συντάγματος.
H ίδια η αρχή του κοινωνικού κράτους και τα συναφή με αυτήν κοινωνικά δικαιώματα (το δικαίωμα στην εργασία, τη σύνταξη και την κοινωνική ασφάλιση, σε έναν αξιοπρεπή μισθό, στη συλλογική διαπραγμάτευση και στη συνδικαλιστική ελευθερία κ.λπ.) συχνά παραβιάζονταν, ώς τώρα, μπρος σε ένα δυσμενή για τη μισθωτή εργασία κοινωνικό και πολιτικό συσχετισμό δύναμης, κατά την περίοδο κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού (ιδίως τα τελευταία 20 χρόνια). Κλασικό παράδειγμα η πάγια κήρυξη των απεργιών από τους δικαστικούς μηχανισμούς, ως παράνομων και καταχρηστικών. Είναι, όμως, η πρώτη φορά όπου, ρητά, διακηρύσσεται ότι το λογιστικό συμφέρον της χώρας για την κάλυψη των δανειακών της αναγκών και ακόμη περαιτέρω το γυμνό επιχειρηματικό συμφέρον υπό τη δήθεν μορφή της «ανταγωνιστικότητας», με λίγα λόγια, το συνολικό και το μερικό καπιταλιστικό συμφέρον, έχουν πλήρες νομικό και συνταγματικό προβάδισμα έως και στο βαθμό της ουσιαστικής αναστολής των κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων.
Η επιλογή αυτή, η οποία αντιστοιχεί σε μια μείζονα οικονομική αλλά και πολιτική κρίση, σηματοδοτεί μια ριζική άμβλυνση της συνοχής του ελληνικού Συντάγματος και της κανονιστικής/ρυθμιστικής του δύναμης. Οι «πατέρες» του ελληνικού Συντάγματος το 1975 (η τότε πλειοψηφία της Ν.Δ. αλλά και με τη συναίνεση της μειοψηφίας) πραγματοποίησαν έναν, ιστορικού χαρακτήρα, κοινωνικό συμβιβασμό. Αποδέχθηκαν κάτω και από την πίεση του μεταπολιτευτικού συσχετισμού δύναμης και της πτώσης της χούντας, την ύπαρξη και λειτουργία κοινωνικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Με δυο, όμως, επιφυλάξεις: από τη μια πλευρά, η υλοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων πέρα από το επίπεδο του απλού ευχολογίου θα εξαρτάτο από τον πολιτικό συσχετισμό δύναμης και ιδίως από την εκάστοτε κυβερνητική-πλειοψηφική βούληση. Από την άλλη πλευρά, η ίδια η αναίρεση των κατακτημένων κοινωνικών δικαιωμάτων θα μπορούσε να υλοποιηθεί, αν ερχόταν στην εξουσία ένας συνασπισμός πιο «φιλελεύθερος»/ φιλοεπιχειρηματικός από τον «σοσιαλμανή» κοινωνικό συνασπισμό του 1975.
Με λίγα λόγια, αυτό που εδραιώθηκε το 1975 ήταν ένας κοινωνικοπολιτικός συμβιβασμός όχι μόνιμος αλλά ταλαντευόμενος/κυμαινόμενος και υπό αναίρεση. Με τη γλώσσα της θεωρίας του συνταγματικού δικαίου και μάλιστα ενός «διαπρεπούς και διαβόητου» εκπροσώπου της, του Καρλ Σμιτ, ένας αναβλητικός συμβιβασμός.
Η ριζική ανατροπή του κοινωνικού συμβιβασμού του 1975 θέτει σοβαρά προβλήματα όχι μόνο στο πώς, στον τρόπο, αλλά και στο αν, στην υπόσταση της Γ’ ελληνικής αστικής δημοκρατίας. Είναι βάσιμη η σκέψη ότι η μόνη πραγματικά περίοδος λειτουργίας της αστικής δημοκρατίας όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στη Δύση γενικότερα, συνυπήρξε αναγκαστικά με το συμβιβασμό του κεϋνσιανού/σοσιαλδημοκρατικού κράτους πρόνοιας. Η τόσο ριζική απομάκρυνση από τις αρχές του -προοπτική λ.χ. κατάργησης της δημόσιας σύνταξης, κατάργηση της ισχύος της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης ως κατώτατου ορίου κ.λπ.- θέτει ένα σαφές ανελαστικό όριο στη δυνατότητα των λαϊκών τάξεων τόσο να αναπαραχθούν υλικά ικανοποιητικά, αλλά και να διαμεσολαβηθούν στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, εν τέλει. Σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις που μεταφέρουν στην τρόικα και στον υπουργό Οικονομικών το σύνολο των αρμοδιοτήτων του οικονομικού και κοινωνικού Συντάγματος χωρίς προσδιορισμό και όριο των σχετικών εξουσιοδοτήσεων μπορούμε ήδη να μιλήσουμε για την εμβρυακή μορφή μιας έμμεσης «κοινοβουλευτικής δικτατορίας».
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι διδάκτωρ Νομικής.