Στην πρόσφατη πορεία του Πολυτεχνείου υπήρχε (σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη) ένα πορτοκαλί πανό στο οποίο αναγράφονταν τα ακόλουθα συνθήματα: « Όχι στον πόλεμο και τη ΝΑΤΟφροσύνη – Ελευθερία, Ουδετερότητα, Δημοκρατία», με υπογραφή ΚΟΕ. Επρόκειτο για μια εξαίρεση σε σχέση με τα υπόλοιπα πανό και συνθήματα διαφόρων μπλοκ, που μάλλον είχαν ξεχάσει ότι διεξάγεται ένας πόλεμος, στον οποίο η Ελλάδα έχει μια ορισμένη εμπλοκή. Στη συνέχεια υπήρξαν διάφορες αναρτήσεις που εξέφραζαν απορία για τη χρήση του όρου «ουδετερότητα». Με αφορμή όλα αυτά, και επειδή σε παλιότερη αρθρογραφία στην ίδια στήλη είχε γίνει αναφορά στην Ουδετερότητα της Ελλάδας ως διεκδικήσιμου στόχου, θα αναφερθούμε στο ζήτημα αυτό.
Ορισμένα εισαγωγικά
Υπάρχουν δύο τρόποι να προσεγγίσουμε το ζήτημα. Ο πρώτος είναι ο επιστημονικοφανής και στηρίζεται σε ό,τι θεωρείται «διεθνείς σχέσεις» και θεωρία διεθνών σχέσεων. Ο δεύτερος είναι πιο πολιτικός και οραματικός, και δεν στηρίζεται σε όρους και συμβάσεις του διεθνούς δικαίου.
Στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, ο όρος ουδετερότητα περιγράφει μια συγκεκριμένη κατάσταση, ένα συγκεκριμένο στάτους μιας χώρας που διέπεται από συγκεκριμένους όρους και καθορίζεται από αποφάσεις διεθνών οργανισμών. Ο θεσμός της ουδετερότητας ανάγεται στους νεότερους χρόνους, περί τον 19ο αιώνα. Σύμφωνα με το αποκαλούμενο «Δίκαιο της Ουδετερότητας», κωδικοποιήθηκε με δύο συμβάσεις της Β΄ Συνδιάσκεψης της Χάγης στις 8 Οκτωβρίου του 1907.
Κεντρική ιδέα της ουδετερότητας είναι η αποφυγή οποιασδήποτε πράξης που εκ της σύγκρουσης άλλων εμπολέμων κρατών θα μπορούσε να θίξει τον ουδέτερον, σε οποιονδήποτε τομέα. Απ’ αυτό όμως προκύπτει και το αντίστοιχο δικαίωμα των εμπολέμων να αξιώσουν την κάθε δυνατή αμεροληψία του ουδέτερου και την αποχή του από κάθε ανάμιξη κατά τη σύγκρουση. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση της Χάγης όριζε τα ακόλουθα:
Α) Την Αμεροληψία του Ουδετέρου (Impartiality of Neutral State) στις σχέσεις του προς τους εμπολέμους, όπως να μην επιτρέψει σε κανέναν των εμπολέμων τη χρήση πάσης φύσεως εγκατάστασης και διευκόλυνσης, ήτοι λιμένων, οδικών δικτύων, σιδηροδρόμων στην επικράτειά του (καθώς και των χωρικών υδάτων και του εθνικού εναέριου χώρου, που συμπεριλήφθηκαν αργότερα), την προμήθεια όπλων, την επικοινωνιακή (τηλεφωνική) εγκατάσταση, τη στρατολογία, το δανεισμό κ.λπ. Κατ’ εξαίρεση, επιτρέπεται μόνο η διέλευση τραυματιών και ασθενών.
Β) Ο Ουδέτερος διατηρεί το καθήκον της άμυνας, δηλαδή του δικαιώματος της ένοπλης αντίστασης, σε κάθε παραβίαση των συνόρων του ή του εδάφους του από διέλευση ή εγκατάσταση εμπολέμων. Εάν παρά ταύτα εισέλθει στρατός ή υφίσταται «τυχαία» στρατός πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών, με την έναρξη αυτών θα πρέπει ν’ αφοπλιστεί και να τεθεί υπό περιορισμό.
Αυτά μέχρι το 1907, γιατί αργότερα η κατάσταση έγινε πιο σύνθετη, και δεν ίσχυσαν τέτοια πράγματα. Μάλιστα με όσα συνέβησαν, και ιδιαίτερα με την πείρα των δύο παγκόσμιων πολέμων και τη μεταβολή των συσχετισμών, αλλά και του διεθνούς δικαίου, πολλοί ισχυρίστηκαν «ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο της ουδετερότητας έχει εξατμισθεί» και ότι αποτελεί «απηρχαιωμένη κατάσταση».
Υπάρχει και ένας άλλος όρος που περιγράφει πιο πλατιά την έννοια της Ουδετερότητας και της προσδίδει χαρακτηριστικά πολιτικά και οραματικά. Ο όρος είναι η ουδετεροφιλία, που «γενικά χαρακτηρίζει τη θέση των χωρών εκείνων που επιθυμούν να απόσχουν από πολιτικές ή διπλωματικές δεσμεύσεις με οποιοδήποτε μπλοκ ή συμμαχία δημιουργείται από τις Μεγάλες Δυνάμεις». Οι χώρες που ακολούθησαν την ουδετεροφιλία καθιερώθηκε να ονομάζονται «Αδέσμευτες χώρες», η δε κίνησή τους «Κίνημα των Αδεσμεύτων».
Σαν κατάλοιπα όλων αυτών στον σύγχρονο κόσμο, που το διεθνές δίκαιο έχει καταρρακωθεί, ισχύουν τυπικά ορισμένα από όσα αναφέρθηκαν. Π.χ. υπάρχουν χώρες που επίσημα θεωρούνται ουδέτερες, όπως η Ελβετία, η Αυστρία, η Ιρλανδία, καθώς και η Σουηδία και η Φινλανδία (έως πρόσφατα, που ζήτησαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ). Υπάρχουν και κινήσεις και ομαδοποιήσεις στο επίπεδο του ΟΗΕ που έχουν ρίζες στην κατάσταση των Αδέσμευτων χωρών. Όμως η παγκοσμιοποίηση και ο νέος γύρος αναδασμών και αντιπαραθέσεων, καθώς και η δημιουργία υπερεθνικών οργανισμών, έχουν δημιουργήσει μια διαφορετική εικόνα.
Πώς έχει χρησιμοποιηθεί ο όρος στην Ελλάδα
Υπάρχουν ορισμένες αναφορές στον όρο ουδετερότητα κατά τη σύγχρονη ιστορία του τόπου, που όμως εξέφραζαν όχι ένα νομικό θεσμικό στάτους της χώρας, αλλά στόχους και επιδιώξεις. Θα αναφερθούμε σε τρία παραδείγματα:
- Ο Ιωάννης Μεταξάς, πέρα από δικτάτορας, υπήρξε πάντα ένας αγγλόφιλος πολιτικός. Ας δούμε πώς μεταχειρίζεται ο ίδιος την «ουδετερότητα» στις παραμονές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Τον Μάιο του 1940, συνομιλώντας με τον Βρετανό δημοσιογράφο Άρθουρ Μάρτον, τόνιζε: «Είμεθα ουδέτεροι εφ’ όσον χρόνον η Αγγλία θέλει να είμεθα ουδέτεροι. Τίποτε δεν κάνομε χωρίς συνεννόησιν με την Αγγλία και, τις περισσότερες φορές, ό,τι κάνομε γίνεται κατά σύστασιν ή παράκλησιν της Αγγλίας. Η Ελλάς είναι ζωτικό τμήμα της αγγλικής αυτοκρατορικής αμύνης» («Τα μυστικά αρχεία του Φόρεϊν Όφις», εκδόσεις Πάπυρος, σελ. 76). Η ουδετερότητα της Ελλάδας ήταν κάτι σαν εξάρτημα της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, τίποτα παραπάνω.
- Μετά την απελευθέρωση από τις κατοχικές δυνάμεις και λίγο πριν αρχίσει ο εμφύλιος (με ενεργό ανάμιξη πάλι των Άγγλων, και στη συνέχεια των Αμερικάνων), ο Νίκος Ζαχαριάδης και το ΚΚΕ θα προβάλλουν τη θεωρία των «δύο πόλων» και το αίτημα της Ουδετερότητας της Ελλάδας – η οποία προϋπέθετε μια δημοκρατική κυβέρνηση και μια μεγάλη δημοκρατική αλλαγή στο εσωτερικό της χώρας. Αυτά απασχόλησαν τότε το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, ενώ υπήρξε και εκτενής αρθρογραφία στον Ριζοσπάστη της εποχής. Η απαρχή του εμφυλίου ακύρωσε όλες αυτές τις προβληματικές και αναζητήσεις για έναν σχετικά ουδέτερο ρόλο της Ελλάδας μέσα στους νέους συσχετισμούς που είχαν δημιουργηθεί. Στη συνέχεια ο Ζαχαριάδης θα επικριθεί γι’ αυτές τις τολμηρές τοποθετήσεις περί Ουδετερότητας και για τη διατύπωση της θεωρίας των δύο πόλων. Σύμφωνα μ’ αυτήν, έπρεπε να βρεθεί μια λύση που να έπαιρνε υπόψη τις στρατηγικές επιδιώξεις της Αγγλίας αλλά και της ΕΣΣΔ στην περιοχή της Μεσογείου χωρίς να σμπαραλιαστεί η Ελλάδα, χωρίς να μετατραπεί σε περιοχή ή πεδίο ανταγωνισμού και προσεταιρισμού. Η θέση για Ουδετερότητα θα αποσυρθεί σχετικά σύντομα, μόλις άρχισε ο εμφύλιος πόλεμος.
- Πιο πρόσφατα, ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης που επανέφερε τον όρο και τον στόχο, ιδιαίτερα σε μια ιστορική ομιλία του κατά την τελετή υποδοχής του ως επίτιμου μέλους της Ακαδημίας Αθηνών (3/12/2013): «Ο πολυθρυμματισμός της Ελλάδας, που ειδικά σήμερα έχει ξεπεράσει κάθε όριο, μας οδηγεί σταθερά στο να γίνουμε ένας λαός χωρίς Πατρίδα. […] Γι’ αυτό το λόγο, και για να πάρει μέσα μας το βάρος και τη μορφή της Ακέραιης Ελλάδας, η λέξη που θα ειπωθεί προϋποθέτει μια γιγαντιαία προσπάθεια από όλους τους συμπολίτες μας, να γίνουν αντάξιοι αυτής της Ακέραιης Ελλάδας πριν ξεπεράσουμε την κόκκινη γραμμή της μη επιστροφής. Η πρότασή μου συνοψίζεται σε μία μόνο λέξη: ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑ. Και ένα Όραμα: Η Ελλάδα να γίνει η Ελβετία του Πολιτισμού και της Ειρήνης. Με σύμβολα την Ακρόπολη των Αθηνών, παγκόσμιο σύμβολο Πολιτισμού, την Ολυμπία και τους Δελφούς, παγκόσμια σύμβολα της Συναδέλφωσης μεταξύ των Λαών και της Ειρήνης. Πιστεύω ότι ήρθε ο καιρός να αναγνωρίσει έμπρακτα η διεθνής κοινότητα τον ιστορικό ρόλο της Ελλάδας στη διαμόρφωση του Παγκόσμιου και πιο ειδικά του Δυτικού Πολιτισμού. Καθώς και τη συμβολή και τις θυσίες του λαού μας στον βωμό της Ελευθερίας. Εκτός όλων των άλλων, το διεθνές καθεστώς της Ουδετερότητας θα ολοκληρώσει το όραμα των αγωνιστών του 1821, που πάλεψαν για την κατάκτηση της Ελευθερίας, χωρίς όμως να επιτευχθεί η ολοκλήρωσή της με την κατάκτηση πλήρους Εθνικής Ανεξαρτησίας. Ελευθερία είναι η αποτίναξη του ξένου ζυγού. Ανεξαρτησία είναι η απαλλαγή από την καταλυτική ανάμιξη των ξένων στα εσωτερικά της χώρας».
Η Ουδετερότητα ως αίτημα αφορά κυρίως μικρές χώρες που κινδυνεύουν να συνθλιβούν όταν λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν διαθέτουν χαρακτηριστικά δίκαιου αγώνα, αλλά αναδασμών και διαμόρφωσης ζωνών επιρροής
Για να έρθουμε στο σήμερα
Ο στόχος της Ανεξαρτησίας μιας χώρας ταυτίζεται με μια μεγάλη ποιοτική μεταβολή του κοινωνικού της καθεστώτος. Τι σημαίνει μια ανεξάρτητη χώρα; Σημαίνει μια μεγάλη αποδέσμευση από όλες τις ιμπεριαλιστικές δομές, και την κατάκτηση μιας ιδιαίτερης θέσης –μαζί με άλλες χώρες– στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και στη διεθνή αγορά όπως αυτή εξελίσσεται. Η κατάκτηση πλήρους ανεξαρτησίας απαιτεί μια μεγάλη εσωτερική ανατροπή (σχεδόν επανάσταση και μεταβολή κοινωνικού καθεστώτος). Χωρίς αυτόν τον όρο δεν μπορεί εύκολα να νοηθεί μια ανεξάρτητη χώρα. Αυτό επιβάλλεται σήμερα και από τον βαθμό διεθνοποίησης και αλληλεξάρτησης χωρών: δεν μπορεί να υπάρξει μια χώρα αποκομμένη ή περίκλειστη, σχεδόν αυτοδύναμη και χωρίς δεσμούς ή σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, ή με ορισμένες περιοχές και ηπείρους.
Αυτή είναι μια μεγάλη διαφορά στο σύγχρονο κρατικό σύστημα, και πρέπει κανείς να τη λάβει σοβαρά υπόψη του ακόμα και για εγχειρήματα αποσύμπλεξης (με όρους Σαμίρ Αμίν) από την «ιμπεριαλιστική τριάδα», ή από τον κόσμο που διαμορφώνεται υπό το καθεστώς του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Γι’ αυτό πολλές φορές κάνουμε λόγο για μια σύνθετη πορεία κατάκτησης βαθμών κυριαρχίας από τις μικρές, μεσαίες, ενδιάμεσες ή ανίσχυρες χώρες, σαν βασικό στόχο μιας πορείας κατάκτησης και κατοχύρωσης της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Αυτοί οι στόχοι είναι πιο άμεσοι, πιο χρήσιμοι, πιο γειωμένοι, μπορούν κάλλιστα να επενδύσουν μια διαφορετική πολιτική διαδικασία και πορεία – σε αντίθεση με την εξάρτηση και την υποτέλεια ή τους τυχοδιωκτισμούς που ακολουθούν οι ελίτ της χώρας, ή ακόμα τον εγκλωβισμό που επιβάλλουν για την παραμονή της Ελλάδας στη «σωστή πλευρά της ιστορίας» (ή, όπως περιγράφει το πανό που προαναφέραμε, υπό το καθεστώς της ΝΑΤΟφροσύνης).
Ο όρος Ουδετερότητα και ο στόχος της Ουδετερότητας σήμερα, συγκεκριμένα, προβάλλεται σε μια στιγμή που έχει ξεκινήσει ένας πόλεμος –που δεν ξέρουμε τι διαστάσεις θα πάρει και πόσο θα διαρκέσει– στον οποίο είμαστε εμπλεκόμενοι σε μεγάλο βαθμό σαν χώρα. Σαν μέλος του ΝΑΤΟ, σαν χώρα με μεγάλες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις και βάσεις, σαν χώρα που αποστέλλει στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία, σαν χώρα που ψηφίζει όλες τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία, σαν χώρα μετόπισθεν του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, σαν χώρα η οποία στηρίζει έμπρακτα το καθεστώς Ζελένσκι, που χρησιμοποιείται ως εμπρηστής του πολέμου.
Ο ενεργητικός χαρακτήρας της Ουδετερότητας
Σε αυτές τις συνθήκες, ο στόχος της Ουδετερότητας έχει ενεργητικό χαρακτήρα: Πρώτον να απεμπλακούμε με όλους τους τρόπους από τον σε εξέλιξη πόλεμο. Να μην λειτουργήσει η χώρα μας σαν μεγάλη στρατιωτική βάση των ΗΠΑ. Να μην αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά και να μην σταλεί ο οπλισμός τους στις ουκρανικές δυνάμεις. Πέρα από αυτά: η Ελλάδα να μετατραπεί σε χώρα και παράγοντα ειρήνης, και να αποσυρθούν όλα τα τμήματα των ένοπλων δυνάμεών της που δρουν στο εξωτερικό. Τέλος, η θέση για Ουδετερότητα συνδυάζεται με τον στόχο του τερματισμού του πολέμου όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Ήδη σε άλλες χώρες αναπτύσσεται ένα πολύμορφο κίνημα υπέρ της Ουδετερότητας, όπως για παράδειγμα στην Τσεχία, όπου θέτουν το ζήτημα να απόσχει η Τσεχία από κάθε πολεμική και στρατιωτική επιχείρηση, όπως και να άρει όλες τις κυρώσεις ενάντια στη Ρωσία στο βαθμό που αυτές θίγουν την οικονομία και την κυριαρχία της ίδιας της Τσεχίας. Όπως υπάρχουν και κυβερνήσεις χωρών μελών του ΝΑΤΟ που δεν ψηφίζουν τις κυρώσεις και τηρούν μια θέση ουδετερότητας στον πόλεμο.
Η Ουδετερότητα ως πολιτικό αίτημα δεν αποτελεί μια σταθερή και μόνιμη ιδιότητα, ανεξάρτητη από τη συγκυρία, τους συσχετισμούς ή τα λαϊκά κινήματα. Π.χ. στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το λαϊκό κίνημα της Ελλάδας αντιστάθηκε στο ναζισμό με όλες του τις δυνάμεις, δεν έμεινε ουδέτερο. Η Ουδετερότητα ως αίτημα αφορά κυρίως μικρές χώρες που κινδυνεύουν να συνθλιβούν όταν λαμβάνουν χώρα συγκρούσεις Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν διαθέτουν χαρακτηριστικά δίκαιου αγώνα, αλλά αναδασμών και διαμόρφωσης ζωνών επιρροής.
Κάτω από όλους αυτούς τους όρους, το αίτημα της Ουδετερότητας της Ελλάδας σήμερα αποκτά ιδιαίτερη σημασία και συνδυάζεται με το αίτημα της ειρήνης, του τερματισμού του πολέμου και της προάσπισης της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Η Ελλάδα δεν έχει κανέναν λόγο να εμπλακεί στον πόλεμο που διεξάγεται στην Ουκρανία, ούτε να ακολουθεί υπηρετικά ό,τι θέλουν και διατάσσουν οι ευρωατλαντικοί πάτρωνες και εμπρηστές του πολέμου. Ούτε έχει συμφέρον να θεωρήσει εχθρική χώρα τη Ρωσία και να προσφύγει στον φθηνό αντιρωσισμό αμερικάνικης κοπής. Έχει σαν χώρα ιδιαίτερα προβλήματα (εθνικά και κοινωνικά), και οφείλει να βρει τον δικό της δρόμο και τον δικό της βηματισμό, που να κατοχυρώνουν βαθμούς κυριαρχίας σε όλα τα επίπεδα – κι όχι να υποβιβάζεται σε μετανεωτερική νεοαποικία και σε πιθανό στόχο διαφόρων εμπόλεμων δυνάμεων ή επίδοξων επεκτατιστών και νταήδων στην περιοχή.