Κατεξοχήν εικαστικός, ο 69χρονος Κυριάκος Κατζουράκης έδωσε το «παρών» με την πρόσφατη κυκλοφορία του βιβλίου του Τάξη στο χάος και την αναδρομική έκθεση, στο Μουσείο Μπενάκη, όπου προβάλλονται παράλληλα και οι τρεις ταινίες του.
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
«Homo universalis», μπορεί να χαρακτηριστεί ο Κατζουράκης, με την ευρύτερη έννοια του όρου, μιας εποχής, με ζωγράφους όπως ο Μαντένια και ο Καραβάτζιο, μεγάλες αναφορές του Γιάννη Τσαρούχη και σημαντικού δάσκαλου του Κατζουράκη.
Η έκδηλη προοπτική στην αρχιτεκτονική αποτύπωση κτιρίων -χαρακτηριστικό της αναγέννησης- στις παρυφές συνήθως των πινάκων του, δίνει την αίσθηση σκηνικού θεάτρου σκιών ή μιας, αλά Εγγονόπουλου, υπερρεαλιστικής, εικαστικής παρέμβασης, ενώ η μετωπική στάση των προσώπων, συχνά ζωγραφισμένων σε ξύλο, θυμίζει βυζαντινές αγιογραφίες, σε εκκλησιαστικό τέμπλο. Τα ολόσωμα πορτρέτα δικών του αγαπημένων, αλλά και προσώπων που έχουν σημαδέψει κατά καιρούς την πρόσφατη πολιτική επικαιρότητα, όπως ο Άγγελος Ελεφάντης, επιβεβαιώνουν μια συνειδητά πολιτικοποιημένη αποτύπωση της συλλογικής μνήμης, σ’ ένα οδοιπορικό, καταγεγραμμένο αρχικά, με μουντά και σκούρα χρώματα.
Η τυραννισμένη σάρκα, το αίμα και ο ιδρώτας, που αποπνέουν οι πίνακές του, επαναφέρουν διαρκώς στο προσκήνιο το πολιτικό σημαινόμενο της εξουσίας, στοχεύοντας στην αφύπνιση των βολεμένων μικροαστών. Στον πυρήνα της σκέψης και της έκφρασής του, στη ζωγραφική και στο σινεμά, πρωταγωνιστούν τα θύματα, από ζαρωμένες φιγούρες βασανισμένων, πόρνες, ταπεινωμένους μετανάστες, απόκληρους στο έρεβος των ναρκωτικών, αλλά και ξεκοιλιασμένους απ’ τους βομβαρδισμούς Γιουγκοσλάβους, σε μια κατζουρακικής έμπνευσης «Γκουέρνικα».
Μέσα από μια ανασύνθεση παλιότερων εικονογραφικών στοιχείων, που αποτελούν τις καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και πολιτικές επιρροές του, καταλήγει σε μια εικαστική ολότητα που εγείρει μια βαθύτερη συλλογική συζήτηση. Σε διάλογο με τους θεατές, αναζητά και τη δική του σχέση με το έργο του, μπολιασμένος από τα οράματα της Αριστεράς. Όποια σπιθαμή -κυριολεκτικά και μεταφορικά- και να ξύσεις στους πίνακες του Κατζουράκη, θα αναβλύσει μια νοσταλγική αναπόληση, ζυμωμένη με τη βιωμένη επικαιρότητα.
Οι βαθιές πληγές από το Αντάρτικο και τον Εμφύλιο μπορεί να μην αποτελούν άμεσες εμπειρίες, συνδιαλέγονται όμως με τις υπόλοιπες αναφορές του. Με χρονική αφετηρία τα τέλη του ’60, εποχή που αναδύθηκε ως εικαστικός, ξεκινά ένα ταξίδι στο χρόνο και στην Ιστορία, για να χαράξει μέσα απ’ το πολιτικό και πολιτιστικό του πρίσμα, το δικό του αποτύπωμα στη νεοελληνική τέχνη.
Η αναδρομική έκθεση του έργου του προσφέρει την ευκαιρία να θαυμάσει και να κατανοήσει κανείς τους βασικούς άξονες των τάσεων στους πίνακές του, παρακολουθώντας την καλλιτεχνική του ωρίμανση. Απ’ το φωτογραφικό ρεαλισμό μιας καταγγελτικής πολιτικοποίησης, περνάει στην ποπ αίσθηση ενός κατακερματισμού, σε πρώτο πλάνο, προς τις διάσπαρτες συμβολικές εικαστικές αναφορές του στη συνέχεια. Το μέγεθος των πινάκων του αλλάζει, επηρεάζοντας τη χειρονομία του και τη χρωματική του παλέτα, σε τολμηρότερες αναζητήσεις.
Δεν είναι τυχαίο που μέσα στην τελευταία δεκαετία θέλησε να εκφραστεί και κινηματογραφικά, με τρεις μεγάλου μήκους ταινίες, συμπεριλαμβάνοντας στην εκφραστική του φαρέτρα τον ήχο και τη μουσική, με το δικό του ιδιαίτερο, πολυτμηματικό τρόπο. Η μούσα και σύντροφός του, Κάτια Γέρου, πρωταγωνιστεί και στις τρεις.
Θεατρικό αρχικά Ο δρόμος προς τη Δύση, γύρω από το μεταναστευτικό, μεταφέρεται στον κινηματογράφο το 2003. Η κατακερματισμένη εικόνα εστιάζει σε μαρτυρίες μεταναστών διαφορετικών εθνικοτήτων, αποτυπώνοντας ένα πολυφυλετικό πορτραίτο εξαθλίωσης. Όπως και στους πίνακές του, ο Κατζουράκης κατακλύζει με πρόσωπα την πρώτη του κινηματογραφική απόπειρα, σκιαγραφώντας ένα παγκοσμιοποιημένο προλεταριάτο, αναμειγμένο με ήχους, εικόνες, θραύσματα μαρτυριών και στιγμιότυπα από μνήμες χαμένων πατρίδων και αγαπημένων προσώπων.
Οι δραματικές αφηγήσεις εικονογραφούνται μ’ ένα γρήγορο μοντάζ, αργή κίνηση και διαφάνεια, προβάλλοντας με ταχύτητα πολλές εικόνες ταυτόχρονα: δικούς του πίνακες, τηλεοπτικά πλάνα εκκωφαντικών βομβαρδισμών στο Ιράκ και ασπρόμαυρα φιλμάκια με πρόσφυγες του προηγούμενου αιώνα, πλάι σε συλλήψεις μεταναστών. Όλα αυτά μαζί με ένα πυκνό και εξίσου τεμαχισμένο σε πληροφορίες και νοήματα, ηχητικό πεδίο. Οι σκέψεις του σκηνοθέτη ακούγονται εκτός κάδρου, στα λόγια μιας θεατρίνας από τα Βαλκάνια, που κοιτά μετωπικά το φακό, σαν να απαντάει σε συνέντευξη. Ήχοι καμπάνας ή ελικόπτερου στο αστικό τοπίο σηματοδοτούν τη διαρκή καταδίωξη των δίχως χαρτιά μεταναστών, ενώ σ’ αυτό το πολυσήμαντο μωσαϊκό ήχων και εικόνων, έχουμε διάσπαρτα μουσικά ψήγματα από μελαγχολικά πιανιστικά, παλιές ηχογραφήσεις του Γούντι Γκάθρι, αλλά και μπλουζ, ούτι ή κλαρίνο που συνοδεύουν συνειρμικά συγκεκριμένες εικόνες, σε μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να επιστρέψει στους μετανάστες τη δική τους αξιοπρέπεια, το δικό τους πρόσωπο.
Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία Γλυκιά μνήμη (2005), κινείται σε μια λιγότερο πειραματική και περισσότερο μυθοπλαστική προσέγγιση.
Μια διχασμένη σε δύο πατρίδες Ουκρανή, η Ιρίνα, επιστρέφει στην Αθήνα για να συναντήσει μετά από 20 χρόνια το μικρότερο, ετεροθαλή αδερφό της, που έχει μπλέξει με ναρκωτικά. Πρόκειται για μια δραματική ιστορία με ήρωες παιδιά της γενιάς της ήττας. Ο πατέρας της, κυνηγημένος στον Εμφύλιο, γνώρισε στη Σοβιετική Ένωση την όμορφη μητέρα της, επιστρέφοντας, όμως, στην Ελλάδα, έκανε δεύτερη οικογένεια. Στιγμιότυπα με έντονους φωτισμούς, αποτυπώνουν τις παιδικές της αναμνήσεις. Οι ασπρόμαυρες σκηνές αποτελούν δραματοποιημένα στιγμιότυπα της πατρικής φιγούρας ενός προδομένου αριστερού.
Η γνωριμία της Ιρίνα με τον μποέμ Αμερικανό σαξοφωνίστα, σ’ ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, καταλήγει σε ένα δρώμενο, εμπνευσμένο από κείμενο του Ζενέ. Οι διάσπαρτες μουσικές είναι πολυποίκιλες, από Τρύπες μέχρι Σατί. Εικαστικές αναφορές στον Μαντένια, παλιές φωτογραφίες ανταρτών, πολιτικό σχόλιο με εικόνες από Παλαιστίνη και γεύση από Κουστουρίτσα, αλλά και οι ιπτάμενες μηχανές του Τάτλιν, να στιγματίζουν τη χαμένη ουτοπία. Στο συμβολικό τέλος, συνευρίσκονται όλοι μαζί, ζωντανοί και νεκροί, στο ίδιο τραπέζι, υπό τους ήχους νοσταλγικού ακορντεόν. Σε ένα πέρασμα από την αναζωπύρωση της Ιντιφάντα, τότε, ο Κατζουράκης αρθρώνει λόγο για την ελπίδα ενός νέου, ανατρεπτικού οράματος, παρά την πίκρα μιας ενδιάμεσης, χαμένης γενιάς.
Στις Μικρές Εξεγέρσεις (2010), τέλος, θίγονται τα ανομολόγητα εγκλήματα στις κλειστές κοινωνίες της ελληνικής επαρχίας.
Ένας ζωγράφος της βυζαντινής αγιογραφίας, ο Μάνος (Δημήτρης Πλειωνής), μελετά τις δυσεύρετες τοιχογραφίες του ζωγράφου του 13ου αιώνα Πανσέληνου, στα μοναστήρια του Άγιου Όρους. Σε μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση, στο καφενείο ενός χωριού, γοητεύεται απ’ την ερμηνεία της Άννας. Ανομολόγητο θύμα της βάναυσης συμπεριφοράς του άντρα της, εμπόρου λευκής σαρκός, η Άννα έχει στιγματιστεί ως η τρελή του χωριού, καθώς οι φήμες για το τραυματικό παρελθόν της προσφέρουν αβασάνιστα άλλοθι στους χωριανούς. Αλκοολική και παρακμιακή, περιφέρεται ως ανυπεράσπιστο, λαβωμένο ζώο, που βρίσκει στήριγμα στη συμπόνια και στο σεβασμό του Μάνου, για να αντιδράσει.
Δραματική ταινία, με κινηματογραφικές αναφορές σε Αγγελόπουλο και Ταρκόφσκι, που αναδύει μια θεατρικότητα, με όμορφες σκηνές, όπως αυτή με τον γέρο πατέρα της, που προχωράει μαζί με έναν νάνο, ανάμεσα στα καμένα δέντρα, δημιουργώντας ένα λυρικό συμβολισμό.
Συναρπαστική είναι η ερμηνεία της Μάρθα Φριτζήλα, ενώ εξαίρετη είναι και η θλιμμένη μουσική για ακορντεόν του Παναγιώτη Τσεβά. Το τραγούδι των τίτλων τέλους έχει συνθέσει ο Ρος Ντέιλι.
Πολλά γύρω απ’ τον αυθεντικό και οικείο χαρακτήρα του δημιουργού, αλλά και το γεμάτο ειλικρίνεια έργο του, τα ανακαλύψαμε σε μια από τις συγκινητικές, προσωπικές ξεναγήσεις που οργάνωσε ο ίδιος ο Κατζουράκης στην αναδρομική του έκθεση που συνεχίζεται μέχρι τις 28 Ιούλη.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου