του Σπύρου Σούρλα
O Ρίτσος, ως πολυγραφότατος ποιητής, συχνά μας κάνει να ξεχνάμε την βαθύτερη ποιητική του φλέβα και να θυμόμαστε τα κατά κάποιον τρόπο «κομματικά» του ποιήματα ή τα μελοποιημένα, γεγονός που αδικεί ή δεν αναδεικνύει πλήρως το μεγάλο του ταλέντο.
Ουδέποτε απέκρυψε την στράτευσή του με το ΚΚΕ, αν και το έργο του, ευλόγως πολύπλευρο, απευθυνόταν σε κάθε δημοκρατικό πολίτη, του τόπου αλλά και του κόσμου ολάκερου.
Προσωπικά μιλώντας, θεωρώ ως αριστούργημά του την «Τέταρτη Διάσταση» (έργο στην ουσία 17 θέσεων, με τρεις μονολόγους και 14 αρχαιόθεμα).
Στο περιοδικό Λέξη (τεύχος 182, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2004) ο σημαντικότατος Στέφανος Ροζάνης γράφει:
«Σπάνια στα νεοελληνικά μας, ένας τόσο σπουδαίος ποιητής υπέταξε τον ποιητικό του εαυτό, αλλά και σπάνια όταν ο ποιητικός εαυτός εξεγέρθη, μίλησε με τόση ποιητική ενάργεια, με τέτοια δύναμη και καθαρότητα, με τόσο τολμηρή φανέρωση όσο ο Γιάννης Ρίτσος.
Και τούτο, το λέω διότι ίσως στα μάτια των επιγόνων ακόμα κατατρέχει τον Ρίτσο αυτή η βοή και το πάθος του παραχαραγμένου ποιητικού εαυτού κι έτσι αποκρύπτεται η θέα της ποιητικής του, η εκτίναξη του ποιήματος προς την ουρανιότητά του, προς το υψηλό ύφος, προς την ευγένεια του ποιείν.»
«Ανέτοιμος, ναι˙ – δεν το μπορώ˙ μου λείπει η αναλογία εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα και με τα γεγονότα˙ – όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν». (Ορέστης)
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την παράσταση του Βασίλη Παπαβασιλείου «Ελένη», για την οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής έγραφε :
«Οι αρχαιόθεμοι “γυναικείοι μονόλογοι” της “Τέταρτης Διάστασης”. Τα κομμάτια αυτά παίζονται από γυναίκες ηθοποιούς με λαμπρά συνήθως αποτελέσματα, τα οποία όμως παραπέμπουν μοιραία στον κλειστό κόσμο του «ψυχολογικού θεάτρου». Η ταύτιση του φύλου του ερμηνευτή με το φύλο της θεατρικής «περσόνα», είναι υπεύθυνη, κατά τη γνώμη μου, γι’ αυτή την παραπλανητική αναγωγή.
Γιατί παραπλανητική; Μα γιατί ο Ρίτσος είναι πολύ πιο κοντά στον αρχαίο συνάδερφό του παρά στον Τένεση Ουίλιαμς. Θα’ λέγε κανείς ότι ο Ουίλιαμς είναι γι’ αυτόν η αφετηρία, για να αναπλεύσει τον ποταμό του θεάτρου και να συναντήσει τον Ευριπίδη.
Το θέατρο του Ρίτσου είναι ένα θέατρο γλώσσας και ιδεών. Το ανθρώπινο πάθος, είτε τη «γυναικεία» ψυχή αφορά είτε την «ανδρική», φωτίζεται στοργικά και συνάμα ανελέητα ως έρμαιο μιας υπέρτερης διαπλοκής δυνάμεων, που φέρουν τα ωραία ονόματα Πόθος, Δόξα, Ομορφιά, και συνθέτουν το δίχτυ της Μοίρας μας.
Στους μονολόγους του Ρίτσου το πάθος δεν εκτίθεται ως άμεσο βίωμα, αλλά ως αναδρομή. Όχημα αυτής της αναδρομής είναι η γλώσσα. Κάτι περισσότερο: η γλώσσα και το παιχνίδι της είναι η μόνη ταυτότητα των ηρώων του. Η κατά συνθήκη ονομασίες Αίας, Ορέστης, Ελένη κ.λπ. δε σηματοδοτούν ατομικές οντότητες αλλά κόμπους του Μύθου, ή μ’ άλλα λόγια της ακατάλυτης δύναμης του Απρόσωπου που εξυφαίνει, που πλέκει τη μικρή ζωή του καθενός μας. Τι άλλο έκανε η αρχαία τραγωδία;»
Συγχρόνως οφείλουμε να σημειώσουμε, πως τα τελευταία χρόνια, έχουν εμφανιστεί, επιεικώς φαιδροί «αναθεωρητές», που χαρακτηρίζουν τον Ρίτσο εθνικιστή, τον Μανώλη Αναγνωστάκη ρατσιστή και τον Σεφέρη θιασώτη του Ναζιστικού Παγγερμανισμού, γεγονός που δεικνύει την τεράστια κατάντια ορισμένων παρακρατικών «διανοητών» μιας ανύπαρκτης «αριστεράς».
Ο Ρίτσος στις 3/9/1989, στο Καρλόβασι της Σάμου θα αποχαιρετίσει με «Το Τελευταίο Καλοκαίρι», που θα περιληφθεί στην μεταθανάτια συλλογή «Αργά, πολύ αργά μέσα στην νύχτα».
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών.
Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες
–τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα–
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα
που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις.
Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη,
θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα,
μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά,
καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο
κάτω απ’ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89
Πέθανε στις 11/11/1990.