Έφη Αβδελά, Νέοι εν κινδύνω: Επιτήρηση, αναμόρφωση και δικαιοσύνη ανηλίκων μετά τον πόλεμο, Πόλις, Αθήνα 2013, σ. 521.
«Φύσις η οποία… επιθυμεί να ζη ελεύθερα, ανεξάρτητα, χωρίς προστάτας και συμβούλους». Με τα λόγια αυτά χαρακτηρίζει ένα 13χρονο αγόρι που το 1952 εισάγεται στο αναμορφωτήριο ο επιμελητής ανηλίκων Γ.Τ. στην έκθεση που συνέταξε για τον νεαρό παραβάτη. Το «έγκλημά» του; Δουλεύοντας σε ένα επιπλοποιείο, έκλεψε ένα φακό…
Είναι μία μονάχα από τις χιλιάδες περιπτώσεις αγοριών και κοριτσιών που στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια βρέθηκαν υπό την εποπτεία του μηχανισμού της δικαιοσύνης ανηλίκων, είτε γιατί διέπραξαν κάποιο «αδίκημα» είτε γιατί απλώς και μόνον οι οικογένειές τους αδυνατούσαν να τα τιθασεύσουν.
Σε αυτούς τους μικρούς «Αγιάννηδες» στρέφει το ερευνητικό της ενδιαφέρον η ιστορικός Έφη Αβδελά, στην ανά χείρας μελέτη της, εξετάζοντας, βάσει ενός μεγάλου σώματος φακέλων των Δικαστηρίων Ανηλίκων, το ζήτημα της πειθάρχησης των νέων μετά τον πόλεμο.
Η ιστορικός αντιμετωπίζει το θέμα αυτό μέσα από τρεις αλληλένδετες πτυχές: το δημόσιο ζήτημα της «παιδικής και νεανικής εγκληματικότητας», που λάμβανε κάποτε διαστάσεις «ηθικού πανικού» και μετατρεπόταν σε πολιτικό ζήτημα· τη συγκρότηση και τη λειτουργία του μηχανισμού της δικαιοσύνης ανηλίκων, τόσο στις κατασταλτικές όσο και στις προνοιακές της διαστάσεις· τέλος, τα ίδια τα υποκείμενα και τις σχέσεις τους: επιμελητές και επιμελήτριες, ανηλίκους και τις οικογένειές τους.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις τρεις αυτές πτυχές, οι επιδιώξεις και οι προσδοκίες κάθε μιας, διαμόρφωσαν τις κρατικές πολιτικές απέναντι στους ανηλίκους, που θεωρούνταν εκτεθειμένοι σε «ηθικό κίνδυνο», σύμφωνα με την ορολογία της εποχής.
Η συγγραφέας εντάσσει τη διαμόρφωση του μηχανισμού αυτού στο γενικότερο ιστορικό φαινόμενο της αυξανόμενης κρατικής παρέμβασης στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, ιδιαίτερα των λαϊκών στρωμάτων, που παρατηρείται κατά τον 19ο και 20ό αιώνα, σηματοδοτώντας το πέρασμα από το φιλελεύθερο στο παρεμβατικό κράτος. Παράλληλα, εξετάζει τις διαφορετικές διαδρομές του στην ελληνική πραγματικότητα, όπου, π.χ., κάτω από τον όρο «παιδική και νεανική εγκληματικότητα» εντάσσονταν όχι μονάχα πράξεις αλλά και συμπεριφορές που θεωρούνταν επικίνδυνες για την «κοινωνική ευταξία». Μάλιστα, όπως σημειώνει, η υιοθέτηση του όρου «εγκληματικότητα», αντί του διεθνούς και λιγότερο στιγματιστικού «παραβατικότητα», αναδεικνύει την ηγεμονία του νομικού λόγου στα καθ’ ημάς, ο οποίος προσέδωσε στον όρο κατεξοχήν ηθικό περιεχόμενο και συνέβαλε στο να διατηρήσει το ζήτημα τον πολιτικό του χαρακτήρα.
Στα δύο πρώτα κεφάλαια της μελέτης της, η Έφη Αβδελά εξετάζει τη διαμόρφωση του μηχανισμού της δικαιοσύνης ανηλίκων, από τον 19ο αι. έως και μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, διεθνώς και στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, παρουσιάζει τους επιμελητές και τις επιμελήτριες ανηλίκων ως εξειδικευμένους εργαζόμενους, όπως σκιαγραφούνται μέσα από τη νομοθεσία ή τα ίδια τους τα εργασιακά αιτήματα.
Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στα κανάλια μέσω των οποίων οι νεαροί ανήλικοι έφταναν να απασχολήσουν τη Δικαιοσύνη, μέσα από τις δύο πλευρές της, την κατασταλτική και την προληπτική. Στη συνέχεια εξετάζει το ίδιο το «έγκλημα», ουσιαστικά τις όψεις της ζωής των ανηλίκων που ο μηχανισμός της δικαιοσύνης έκρινε ότι εξέθεταν τους νέους και τις νέες σε «ηθικό κίνδυνο», καθώς και την ίδια τη διαδικασία της επιμέλειας, στις πολλαπλές της όψεις. Τέλος, στο κεφάλαιο με το οποίο ολοκληρώνεται η έρευνα, η ιστορικός προσπαθεί να δώσει τον λόγο στα ίδια τα υποκείμενα, επιχειρώντας να αφουγκραστεί τη «φωνή» τους μέσα από τα ψήγματα λόγου που κατόρθωσαν να φτάσουν μέχρις εμάς, αποτυπωμένα στις εκθέσεις των επιμελητών, την αλληλογραφία με τις οικογένειας κ.λπ.
Στρατής Αρτεμισιώτης