Μια δολοφονία ενός 19χρονου νέου, του Άλκη, στην περιοχή της Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, από μια εγκληματική ομάδα μαχαιροβγαλτών, ντυμένων στα χρώματα της αντίπαλης ποδοσφαιρικής ομάδας, άνοιξε και πάλι με ένταση τη συζήτηση για την οπαδική και τη νεανική βία. Ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου, που μάλιστα δεν ήταν αυτό που λέμε χούλιγκαν, και απλά καθόταν με την παρέα του κοντά στο γήπεδο της «λάθος ομάδας», συγκλονίζει. Ειδικά αν σκεφτούμε πως το περιστατικό αυτό «τυφλής βίας» έρχεται σε συνέχεια μιας ολοένα και αυξανόμενης αλληλουχίας βίαιων εγκλημάτων (βλ δολοφονίες γυναικών, βιασμοί, δράση συμμοριών ανηλίκων κ.α.) η ανησυχία που εύλογα δημιουργείται για τη συνολικότερη παρακμή της κοινωνίας μας είναι σαφώς πιο έντονη. Με όλα αυτά ο κόμπος στο λαιμό κάθε υγιώς σκεπτόμενου ανθρώπου, της πλειοψηφίας της κοινωνίας δηλαδή, όλο και μεγαλώνει, ενώ ένα «ως εδώ» βρίσκεται στο στόμα όλων, χωρίς όμως να δείχνει ικανό να γίνει πράξη και να επιβάλει την ισχύ του δίκιου του.

Πλάι στα παραπάνω βέβαια είχαμε όπως πάντα και τις προσπάθειες εργαλειοποίησης ενός θλιβερού γεγονότος. Είχαμε τα κροκοδείλια δάκρυα της κυβέρνησης, του πολιτικού συστήματος, και ειδικότερα του πολιτικού προσωπικού της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας, που εδώ και χρόνια ανέχεται αυτή την αρρωστημένη κατάσταση, που διαπλέκεται ποικιλοτρόπως μαζί της, ενώ ακόμη και τώρα αρνείται πεισματικά να κατονομάσει τους πραγματικούς ηθικούς αυτουργούς μιλώντας γενικά για οπαδική βία. Ενώ δεν έλειψαν και οι συμψηφισμοί, κυρίως στις ανακοινώσεις ΠΑΕ και συνδέσμων, με χαρακτηριστική την αναφορά περί «απώλειας» και όχι «δολοφονίας», στην ανακοίνωση της ΠΑΕ ΠΑΟΚ, που σίγουρα δεν εκφράζουν τη θλίψη και οργή για το γεγονός που νοιώθει ο κόσμος της πόλης και της ομάδας. «Απώλεια», «οπαδική βία». Το ξύλο εφήβων αντίπαλης ομάδας σε ένα σχολείο στο ίδιο τσουβάλι με ένα οπαδικό ραντεβού θανάτου, ή τα επεισόδια σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στο ίδιο τσουβάλι με τη δράση μιας οργανωμένης εγκληματικής συμμορίας που με μαχαίρια, ματσέτες και δρεπάνια, σπέρνει τον φόβο στα στενά της πόλης.

Οι ιδιωτικοί στρατοί στον χώρο του αθλητισμού χρησιμοποιούνται ως μέσο επίδειξης ισχύος, εξουσίας επί του εδάφους μέσα στις πόλεις, μέσο πίεσης όταν οι ολιγάρχες θέλουν να προωθήσουν κάποια συμφέροντά τους

Βολικοί συμψηφισμοί για όσους δεν θέλουν να σπάσει το πραγματικό απόστημα. Βολικά αφηγήματα που αναπαράχθηκαν από ΜΜΕ, τοπικά ή εθνικής εμβέλειας, που τις πρώτες ώρες έσπευσαν να μιλήσουν για συμπλοκή οπαδών, όπως παλιότερα έλεγαν «… τον σκότωσε για το ποδόσφαιρο», μέχρι να αποκαλυφθεί η στυγερή εν ψυχρώ δολοφονία. Βολικά αφηγήματα, ακόμη και όταν έχουν προοδευτικό πρόσημο αναδεικνύοντας τις υπαρκτές διασυνδέσεις των οπαδικών συμμοριών με ακροδεξιούς θύλακες (που πρέπει να διερευνηθούν από τις αρχές και να απομονωθούν από την δημοκρατική κοινωνία), αποδίδοντας τους όμως χαρακτηριστικά πρωτίστως εθνικιστικά ή και ρατσιστικά, και όχι υπαλληλικά προς τους ολιγάρχες που υπηρετούν. Βολικά αφηγήματα που δυστυχώς ενισχύονται και από την αντίδραση των θεσμικών οργάνων του κράτους και των αστυνομικών αρχών, που για να κρύψουν τις εδώ και μήνες απραξία τους, προχώρησαν σε μια θεαματική επιχείρηση/έρευνα στους συνδέσμους όλων των ομάδων της πόλης.

Τώρα την αδράνεια, την ένοχη απραξία και συγκάλυψη τόσων χρόνων θα την διαδεχθούν οι αποφασιστικές δηλώσεις των αρμοδίων, που θα απαιτούν να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο, εξαγγέλλοντας την κάθαρση και την πάταξη τέτοιων φαινομένων. Πιθανά να έχουμε και κάποια στριμώγματα ορισμένων εκ των πρωταγωνιστών, στα πλαίσια των ανταγωνισμών των διαφόρων ολιγαρχών. Αυτό που θα μείνει όμως θα είναι μια γενικευμένη καταστολή προς τη νεολαία και ειδικά τη νεολαία των γηπέδων, που θα παρουσιαστή ως σκληρή στάση του κράτους, ένα πιο ασφυκτικό πλαίσιο στους χώρους που αυτοί δρα (γήπεδα, πάρκα, γειτονιές) που πολύ θα απέχει από το να ξαναφέρνει το αίσθημα ασφάλειας. Όλα αυτά βέβαια μέχρι να ξεχαστεί το γεγονός, να γυρίσουν όλοι στις «business as usual», αναμένωντας το επόμενο θλιβερό γεγονός για να πέσουμε όλοι μαζί από τα σύννεφα.

Εταιρία – Συμμορία – Αστυνομία

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, όπως και σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις του τελευταίου διαστήματος, δεν έχουμε να κάνουμε απλά με οπαδισμό, ούτε καν με την πιο ακραία του μορφή, αυτή του χουλιγκανισμού. Αυτό που βιώνουμε είναι η ολοένα και εντονότερη αξιοποίηση του επαγγελματικού αθλητισμού, από την ολιγαρχία, που με όχημα μια ΠΑΕ προωθεί τις νόμιμες ή και όχι τόσο νόμιμες δραστηριότητες της. Ένα πλέγμα εταιριών και συμμοριών με την ανοχή, την κάλυψη, και πολλές φορές την ενεργό συμμετοχή των κρατικών θεσμών και ειδικά της αστυνομίας συγκροτεί αυτό το απόστημα, που η εγκληματική του δράση φτάνει μέχρι και την εν ψυχρώ δολοφονία.

Οι ολιγάρχες και οι «μπροστινοί» τους που ελέγχουν σχεδόν όλες τις μεγάλες ΠΑΕ, έχουν στήσει εγκληματικά δίκτυα για να ελέγξουν συνολικά τον επαγγελματικό αθλητισμό. Μέσω αυτής της κοινωνικής ισχύος ελέγχουν ως άλλοι φεουδάρχες ολόκληρες πόλεις, εκλέγουν δημάρχους και βουλευτές. Ιδιοκτήτες ΠΑΕ που με την πολιτική επιρροή που τους δίνει αυτός ο ρόλος, αγοράζουν υποδομές, κάνουν ανενόχλητοι μπίζνες, εξαγοράζουν την υποστήριξη ή τη σιωπή ολόκληρων τοπικών κοινωνιών. Τα παραπάνω τα είδαμε να συμβαίνουν στην Θεσσαλονίκη –και στη Βόρεια Ελλάδα γενικότερα–, στον Πειραιά, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στον Βόλο και αλλού.

Οι εταιρίες όμως έχουν ανάγκη και από τους ιδιωτικούς τους στρατούς. Τους βρίσκουν σε τμήματα οργανωμένων οπαδών, που μετατρέπονται σε μισθοφόρους του εκάστοτε προέδρου. Η πολυποίκιλη δράση τους περιέχει, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με άλλους ολιγάρχες, έλεγχο της τοπικής μαφίας (εμπόριο ναρκωτικών, προστασία σε μαγαζιά), δολοφονικές επιθέσεις στο όνομα της ομάδας κ.ά. Χρησιμοποιούνται αυτοί οι στρατοί ως μέσο επίδειξης ισχύος, εξουσίας επί του εδάφους μέσα στις πόλεις, μέσο πίεσης όταν οι ολιγάρχες θέλουν να προωθήσουν κάποια συμφέροντά τους. Και αν γίνει η στραβή, τότε οι νομικοί σύμβουλοι και οι υψηλές διασυνδέσεις της εταιρίας είναι εκεί για να καθαρίσουν (βλ. υπόθεση δολοφονίας του Βούλγαρου οπαδού Τότσκο).

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν θα ήταν εφικτό χωρίς την ανοχή, στήριξη και διαπλοκή του κράτους και της αστυνομίας. Η δική τους επιλεκτική ευαισθησία, τα στραβά μάτια σε εγκληματικές ενέργειες, η άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε μικρά και μεγάλα νταραβέρια είναι αυτή που δημιουργεί το αίσθημα ασυλίας στα εγκληματικά αυτά δίκτυα. Τα γεγονότα των τελευταίων χρόνων στην Θεσσαλονίκη, με την ένοχη εμπλοκή του τοπικού τμήματος αθλητικής βίας στην κάλυψη της δράσης της εν λόγο εγκληματικής ομάδας είναι χαρακτηριστικά αυτού του φαινομένου.


Υπάρχει διέξοδος;

Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα, πρέπει να πάμε λίγο πιο βαθιά, να δούμε τα βαθύτερα αίτια του φαινομένου, και να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που εμποδίζει την κοινωνία να βάλει ένα στοπ στην εγκληματική δράση της τριάδας που περιγράψαμε.

Μια διαλυμένη χώρα είναι το πιο έφορο έδαφος για τη δράση τέτοιων εγκληματικών δικτύων. Μια χώρα οικόπεδο προς εκποίηση, χωρισμένη σε ζώνες ειδικών οικονομικών συμφερόντων, είναι εύκολο να τεθεί υπό τον έλεγχο ντόπιων και ξένων επιχειρηματικών ολιγαρχικών συμφερόντων, να γίνει έρμαιο των μεταξύ τους ανταγωνισμών και των ξεκαθαρισμάτων λογαριασμών. Μια διαλυμένη πόλη όπως η Θεσσαλονίκη, χωρίς την παλιά της ζωτικότητα, αποπαραγωγικοποιημένη και προσανατολισμένη σε παρασιτικές δραστηριότητες, με τους πολίτες της να ζουν στην ανεργία και τη διαρκή φτωχοποίηση, ολοένα και περισσότερο θα αδυνατεί να αντιπαρατάξει ένα θετικό αντιπαράδειγμα στην πολυπλόκαμη σαπίλα (βλ πρόσφατες καταγγελίες βιασμών από μεγαλόσχημους επιχειρηματίες).

Μια κοινωνία κατακερματισμένη, από την παρατεταμένη κρίση, αποξενωμένη από τον δημόσιο χώρο, με τιναγμένες στον αέρα τις παραδοσιακές μορφές κοινωνικοποίησης (οικογένεια, γειτονιά, σχολείο) είναι το κατάλληλο έδαφος όπου οι εκτροπές στη βία και την παραβατικότητα να γίνουν όλο και πιο συχνό φαινόμενο. Το συγκινητικό μήνυμα της οικογένειας της δολοφονημένης Ελένης Τοπαλούδη και το στεφάνι που έστειλαν στην κηδεία του Άλκη, έρχεται να θυμίσει αυτό το κοινό νήμα.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση μια νεολαία χωρίς διεξόδους, αντικείμενο πολλαπλών χειρισμών, γίνεται ταυτόχρονα θύτης και θύμα αυτής της εκτροπής προς τη βία και τον συμμοριτισμό. Η φυγή προς τη βία, γίνεται βαλβίδα εκτόνωσης των πιο απορριπτόμενων κομματιών αυτής της γενιάς. Μιας βίας που εκκρίνει με «γενναιοδωρία» αυτό το σύστημα πάνω στο κοινωνικό σώμα και το εθίζει στη χρησιμοποίησή της.

Η ανάγκη ενός νέου συλλογικού οράματος ικανού να εμπνεύσει νέες αναγεννητικές προσπάθειες που θα αποτελέσουν αντίβαρο του γενικευμένου βούρκου είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Έχουμε ανάγκη θετικών παραδειγμάτων, που θα αποτελέσουν πρότυπο και πηγή αισιοδοξίας για τη μεγάλη πλειοψηφία που ασφυκτιά, ενώ παράλληλα θα οικοδομούν το χώρο εκείνο που θα δίνει διέξοδο στα απορριπτόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Έχουμε ανάγκη επανεφεύρεσης των νέων συλλογικών μας αξιών, που θα πάνε κόντρα στη γενικευμένη απαξίωση της ζωής που πάει να επιβληθεί, και θα αποτελέσουν το απαραίτητο υλικό για την επανάκτηση της κοινωνικής συνοχής.

Πλάι στα παραπάνω η υποχρέωση να μην συνηθίσουμε το πρόσωπο του τέρατος. Να μη υπάρξει ποτέ ξανά σιωπή για τα εγκλήματα της τριάδας Εταιρία – Συμμορία – Αστυνομία. Να μην επιτρέψουμε να υπάρξει συγκάλυψη ή ολιγωρία των αρχών. Να μην αποδεχτούμε ότι η χώρα μας γίνεται «Κολομβία» των Βαλκανίων και πως η μοίρα μας είναι να συνεχίσουμε να ζούμε με εκβιασμούς, εν ψυχρώ δολοφονίες, τσιμεντώματα μαρτύρων και άλλα τραγικά.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!