Επιστρέφοντας από ένα ταξίδι, γεμάτος εικόνες, φωνές, συναντήσεις με ανθρώπους, ανακαλύψεις, προσπαθείς αν βάλεις μια τάξη μέσα στο μυαλό σου. Συχνά οι ταξινομήσεις χάνονται και κυριαρχούν τα συναισθήματα.

Πριν από λίγες μέρες βρέθηκα στην Καλαβρία, στην περιοχή του Κατάντζαρο, στη μικρή πόλη του Σοβεράτο. Αφορμή ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα που έφερε κοντά ανθρώπους από την Καλαβρία, την Απουλία, τη Γαλλία, τη Σλοβενία, τη Λιθουανία, τη Γερμανία και την Ελλάδα. EU Read & Art ο τίτλος του προγράμματος και ο σκοπός είναι η δημιουργία τρέιλερ για βιβλία κάθε είδους, που ανεβαίνουν σε σχετική ιστοσελίδα: europeanbooktrailers.eu

Πώς όμως να αρχίσει και πού να τελειώσει κανείς όταν μιλά για έναν τόπο; Έναν τόπο που θα γίνει το σκηνικό για μια σειρά τρέιλερ που δημιουργούνται εκεί.

Πρώτα απ’ όλα θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για τη θάλασσα του Ιονίου. Γαλαζοπράσινη, μοιάζει απέραντη. Και οι αμμουδιά της πόλης που της έχει χαρίσει μια μεγάλη τουριστική ανάπτυξη, απλώνεται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι κι ακόμη παραπέρα.

Η συγγραφέας Eliana Iorfida, που κατάγεται από εκεί και μετά από περιπλανήσεις επέστρεψε και ζει στον τόπο της, έγραψε ένα πολύ ξεχωριστό μυθιστόρημα, το Il figlio del mare (Το παιδί της θάλασσας – δυστυχώς αμετάφραστο στα ελληνικά), που ακριβώς δείχνει τη σημασία που έχει το Ιόνιο που απλώνεται με όλη του την ομορφιά μπροστά στις λευκές παραλίες.

Γύρω γύρω σαν κορώνες στο υπέροχο τοπίο τα παλιά χωριά, σκαρφαλωμένα στα υψώματα για τον φόβο των πειρατών.

Σήμερα κάθε χωριό έχει και τη «Marina» του.

Μόλις πάντως συζητήσεις με οποιονδήποτε άνθρωπο της περιοχής, θα ανακαλύψεις τη λατρεία για την Ελλάδα. Όλοι θέλουν να έχουν ελληνικές ρίζες! Ή μάλλον έχουν στα αλήθεια και το πιστεύουν θερμά.

Όπως ο Ιλάριο, ο οδηγός του μικρού βαν που μας έφερε ως την πόλη από το αεροδρόμιο. Που λέει περήφανα πως το όνομά του είναι Ιλαρίων, γνωρίζει την Οδύσσεια σε κάθε της λεπτομέρεια και φυσικά έχει επισκεφθεί πολλές φορές την Ελλάδα.

Άλλωστε και το Σοβεράτο βρίσκεται σε μια παλιά ελληνική αποικία, το «Πολύπορτον». Το αρχικό χωριό ήταν η St. Maria di Poliporto. Το καινούργιο όνομα οφείλεται σε ένα είδος φελόδενδρων που ανθούν στην περιοχή και χρησιμοποιήθηκαν για τη ναυσιπλοΐα. Έγινε λοιπόν Suberatum, Σοβεράτο και Suvaràtu για τους ντόπιους.

Παντού η ελληνική μας καταγωγή προκαλούσε συζητήσεις και φυσικά από την πρώτη στιγμή νιώθαμε πως βρισκόμαστε σε δικό μας έδαφος.

Παντού αυτή η μεσογειακή, ζεστή αύρα. Σε κάθε στιγμή. Ένα από τα πρώτα πράγματα που είχαμε ως «αποστολή» φθάνοντας, ήταν να ανακαλύψουμε στοιχεία της Ιστορίας, του πολιτισμού και των προϊόντων της περιοχής. Χωριστήκαμε σε ομάδες και για να βρούμε τον δρόμο μας, έπρεπε να ρωτάμε τον κόσμο στον δρόμο. Έτσι μάθαμε για την περίφημη Pieta του Antonello Gagini που θα βλέπαμε δυο μέρες μετά στην παλιά πόλη.

Μυρίσαμε περγαμόντο, δοκιμάσαμε καυτερές γεύσεις, αγγίξαμε τα κεραμικά… Όμως η πιο όμορφη στιγμή ήταν όταν βρεθήκαμε μπροστά στην εκκλησία των ψαράδων. Ασυνήθιστες εξωτερικές τοιχογραφίες περιγράφουν αυτό που για τους ντόπιους ήταν ένα θαύμα. Η σωτηρία από μια φοβερή τρικυμία. Το τάμα ήταν ακριβώς η δημιουργία αυτής της εκκλησίας. Κι εκεί έξω, πάλι η ζεστασιά των ανθρώπων με μια ηλικιωμένη δασκάλα που μας είδε και μας έδωσε το πιο όμορφο μάθημα στα 92 της χρόνια…

Κι ύστερα, με τους ίδιους τους ψαράδες στον συνεταιρισμό τους, μαθαίνουμε για τις δυσκολίες του επαγγέλματος, που συνεχίζει ωστόσο να παίζει τον ρόλο του στην οικονομία της περιοχής. Και φυσικά συζητάμε για συνταγές.

Το άλλο απόγευμα θα επισκεφθούμε το παλιό Σοβεράτο και θα ζήσουμε πάλι τη ζεστασιά των ανθρώπων. Από την κατανυκτική λειτουργία στην εκκλησία με την περίφημη Πιετά, μέχρι τα απομεινάρια των αρχαίων οικισμών, τα ελαιόδεντρα που κατηφορίζουν ως τη θάλασσα θυμίζοντάς μου τοπία της Λέσβου, τους παππούδες στο «ΚΑΠΗ» που μας κερνάνε Brasilena, ένα περίεργο αεριούχο αναψυκτικό με βάση τον καφέ, αλλά και τον ποιητή Nicola D’ Amato που και πάλι δηλώνει τη λατρεία για την αρχαία Ελλάδα. Ακόμη και το Τεχνολογικό Ινστιτούτο που εδρεύει στην πόλη ονομάζεται… Κάδμος (Cadmo).

Περπατάμε μετά στα δρομάκια κι αργότερα κατηφορίζουμε προς τον «Βοτανικό κήπο», με την πιο υπέροχη θέα στη θάλασσα. Κι όμως είναι παρατημένος από τους αρμόδιους (να λοιπόν που πέρα από την Ιστορία έχουμε κι άλλα κοινά με την Καλαβρία). Όπως και στην Ελλάδα κι ως εδώ κατεβαίνουν αγριογούρουνα. Για μας, τους επισκέπτες των λίγων ημερών, αυτή η εγκατάλειψη –καθώς πέφτει το σούρουπο– μοιάζει άκρως γοητευτική. Οι φωνές χαμηλώνουν και το μάτι ακολουθεί τη μαγεία.

Που επιτείνεται όταν η υπεύθυνη της ομάδας Jump του Σοβεράτο, μας διαβάζει το ποίημα του Ottavio Rossani για την πόλη, που τελειώνει κάπως έτσι:

…Κι όμως αυτή η γλώσσα της γης,
Με τον ήλιο, το αλάτι και τους αφρικανικούς ανέμους
Είναι βαθιά πεινασμένη για αγάπη.
Και πνίγεται εκεί, χωρίς διέξοδο…
(Soverato από τη συλλογή Riti di Seduzione)

Δίπλα μας ο παλιός πύργος, σύμβολο του Σοβεράτο, που δυστυχώς ανήκε σε ιδιώτη (!) και δεν μπορεί κανείς να τον επισκεφθεί…

Μαθαίνουμε ακόμη πως στην πόλη δεν υπάρχουν δημόσιες συγκοινωνίες και η ζωή για τους ηλικιωμένους της παλιάς πόλης γίνεται έτσι δύσκολη. Κι αυτά σε μια πόλη που έχει το υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα στην Καλαβρία!

…συνεχίζεται…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!