Διαβάστε το Μέρος Α’
Τα σύννεφα ήδη μαζεύονταν πάνω από την Ιταλία, εδώ και καιρό. Το κλίμα για την επερχόμενη νίκη της ακροδεξιάς το είχα νιώσει ακόμη πιο έντονα όταν λίγες μέρες πριν από τις εκλογές βρέθηκα στην Καλαβρία. Τα τι και τα πώς τα έχω γράψει στο προηγούμενο φύλλο της εφημερίδας.
Σήμερα θέλω να μιλήσω για ένα μικρό χωριό, το Badolato που πριν λίγα χρόνια βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Τα όσα θα διαβάσετε έρχονται σε σαφή αντίστιξη με τις εξελίξεις αυτών των ημερών…
Σκαρφαλωμένο στα 240 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, με απίστευτη θέα στο Ιόνιο, μια αετοφωλιά που μοιάζει απομακρυσμένη από τον κόσμο. Ήδη από τη διαδρομή στον φιδογυριστό δρόμο νιώθεις δέος. Και μετά βρίσκεσαι στην πλατεία από όπου ξεκινούν τα στενά δρομάκια του χωριού.
Ξεναγός μας ο Γκουερίνο Νίστικο (εκ του… νηστικός!) και το πρώτο πράγμα που μου τραβάει την προσοχή όταν ξεκινάμε την περιήγησή μας είναι μια πέτρα με σκαλισμένη επιγραφή. Σε λίγο θα ανακαλύψουμε πολλές ακόμη τέτοιες πέτρες, ενσωματωμένες στα κτίρια του χωριού, που αφηγούνται με τον δικό τους τρόπο την ιστορία του. «Ομιλούσες πέτρες» τις ονόμασε ο Γκουερίνο.
Η πρώτη όμως έχει μια ακόμη ιδιαιτερότητα. Είναι αφιερωμένη στον κουρδικό λαό!
Ποια σχέση μπορεί να έχει το μακρινό Κουρδιστάν με ένα χωριό της Μεγάλης Ελλάδας;
Ο χρόνος γυρίζει πίσω και βρισκόμαστε στο μακρινό 1997, όταν μια ζεστή και ήσυχη Κυριακή του Αυγούστου, στην έρημη παραλία του Badolato Marina (του παραλιακού μέρους του χωριού) προσαράζει ένα καράβι, το «Αραράτ».
Ο καπετάνιος και το πλήρωμα εξαφανίζονται. 446 από τους 836 Κούρδους πρόσφυγες –που ήταν το «φορτίο» του καραβιού– βρίσκονται ξαφνικά σε έναν άγνωστο τόπο. Δεν γνωρίζουν καν ότι είναι στην Ιταλία.
Ο τότε κομμουνιστής δήμαρχος της πόλης, ο Gerardo Mannello βρίσκεται στο μπαλκόνι του σπιτιού του, όταν βλέπει τους πρόσφυγες να προχωράνε από την ακτή προς το Badolato. Εξαντλημένοι, φοβισμένοι, πεινασμένοι, ρακένδυτοι…
Οι περισσότεροι ήταν νεαροί άντρες, όμως υπήρχαν ακόμη πολλές γυναίκες και παιδιά. Όπως γράφτηκε στην Unita, από τους 4000 κατοίκους που λόγω του καλοκαιριού βρίσκονταν εκεί, κανείς δεν κοιμήθηκε το βράδυ. Άδειασαν τα ψυγεία τους από κάθε είδους τρόφιμα και τις ντουλάπες τους από ρούχα για να τα προσφέρουν στους πρόσφυγες.
Φιλοξενήθηκαν πολλοί από αυτούς στο σχολείο, όμως σύντομα η αστυνομία εμφανίστηκε κι άρχισε τις «επαναπροωθήσεις» των Κούρδων στη Τουρκία.
Ο Mannello τότε συνέλαβε την ιδέα να δώσει τη δυνατότητα σε πρόσφυγες να εγκατασταθούν στο παλιό, ορεινό μεσαιωνικό χωριό που είχε αρχίσει να ερημώνει. Το σχέδιο πέτυχε και το χωριό άρχισε να ζωντανεύει και πάλι.
Όμως αυτό δεν αρκούσε. Παρά τα όσα άλλαξαν από τότε. Κάποια στιγμή οι τοπικές αρχές δήλωσαν πως θα πουληθεί όλο το χωριό και η κίνηση αυτή προκάλεσε το διεθνές ενδιαφέρον. Σταδιακά, άνθρωποι από κάθε μεριά του κόσμου, όχι μόνο θέλησαν αν επισκεφθούν το Badolato, αλλά πολλοί αγόρασαν σπίτια κι αρκετοί έγιναν μόνιμοι κάτοικοι.
Περήφανοι για το Βυζαντινό τους παρελθόν και για τις εκκλησίες, που αν και μετατράπηκαν σε καθολικές, διατηρούν εξωτερικά τα γνωρίσματα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Όπως μαρτυρά μια «ομιλούσα πέτρα» στην πλατεία του δημαρχείου το χωριό υπήρξε πάντοτε ανυπότακτο. Η αναφορά είναι σε απεργία που κράτησε τρεις μήνες, από τον Οκτώβριο του 1950 έως τον Ιανουάριο του 1951… Σε έναν τοίχο υπάρχει ακόμη σύνθημα για ψήφο στο PCI. Κανείς δεν το έχει σβήσει.
Έντονη είναι και η πολιτιστική ζωή, με δεκάδες εκδηλώσεις, όπως κινηματογραφικές προβολές, συναυλίες κ.λπ.
Η σκέψη είναι πως αυτές οι περιοχές της Ιταλίας που βλέπουν προς το Ιόνιο κι έχουν άμεση σχέση με την Ελλάδα θα μπορούσαν να αναπτύξουν συνεργασίες και από τις δυο πλευρές της θάλασσας.
Φυσικά δεν είναι όλα ειδυλλιακά και δίπλα στις προσπάθειες να ξαναβρεί ζωή ένα τέτοιο χωριό βλέπεις ακόμη πως υπάρχει εγκατάλειψη από το «Κράτος του Βορρά» – όπως λέμε και για το «Κράτος των Αθηνών» στην Ελλάδα.
Όμως παράλληλα καταλαβαίνει κανείς πως αν γίνουν τοπικοί αγώνες, αν υπάρξει όραμα και θέληση πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Κι ένα χωριό που θα γινόταν «φάντασμα» να γίνει γνωστό σε πολλές μεριές του πλανήτη…