Η Bayer-Monsanto, τα μεταλλαγμένα και η TTIP
του Νίκου Γεωργιάδη
Ήδη από το 2008 και τις απαρχές τις οικονομικής κρίσης ξεκίνησε μια έντονη κινητικότητα στο χώρο της αγροτικής βιομηχανίας. Η κινητικότητα αυτή είχε να κάνει αφενός με την εξαγορά μικρών εταιριών από τις μεγάλες πολυεθνικές, αλλά και συζητήσεις ανάμεσα στις δεύτερες για μεταξύ τους συνεργασίες και συγχωνεύσεις. Τον τελευταίο ένα χρόνο η κινητικότητα αυτή εντάθηκε, με αποτέλεσμα να έχουνε προχωρήσει μια σειρά συγχωνεύσεις και εξαγορές και πλέον το τοπίο της αγροτικής βιομηχανίας έχει πλήρως τροποποιηθεί.
Οι αμερικανικές DOW Chemical και Dupont συγχωνεύτηκαν και η ChemChina αφού πρώτα εξαγόρασε την Adama, βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία με την ελβετική Syngenta, την οποία μέχρι πριν λίγο καιρό προσπαθούσε να εξαγοράσει η Monsanto. Σε κάθε περίπτωση, η είδηση που προκαλεί μεγάλους τριγμούς στην αγροτική βιομηχανία είναι η εξαγορά της Monsanto από τη γερμανική Bayer με τιμή 128$ ανά μετοχή, δηλαδή 21% ψηλότερα από την τρέχουσα αξία και 44% πάνω από την αξία της 9ης Μαΐου, ημέρα της αρχικής πρότασης εξαγοράς.
Μετά τα 66 δισ. $, τα οποία αποτελούν τη μεγαλύτερη προσφορά εξαγοράς για γερμανική εταιρία, καθώς και τη μεγαλύτερη κίνηση κεφαλαίου στο χώρο των αγροχημικών, η Bayer μετατρέπεται σε μια εταιρία-μαμούθ που θα έχει τη δυνατότητα να καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την παγκόσμια διακίνηση των αγροτικών εφοδίων. Ένα κολοσσό που αυτή τη στιγμή ελέγχει το 34% των ζιζανιοκτόνων, το 23% των εντομοκτόνων και το 26% των σπόρων σε παγκόσμιο επίπεδο, χωρίς να συνυπολογίζεται το 91% των γενετικά τροποποιημένων σπόρων της Monsanto. Ενισχύεται καθ’ αυτό τον τρόπο ο μονοπωλιακός έλεγχος της τροφής μέσω της αγροτικής παραγωγής και το δόγμα Κίσινγκερ γίνεται όλο και περισσότερο πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 60% των σπόρων, το 88% των ζιζανιοκτόνων και το 73% των εντομοκτόνων ελέγχονται από τους 4 μεγαπαίχτες της αγροχημικής βιομηχανίας.
Αυτή η σειρά των ανακατατάξεων και προσαρμογών των αγροτικών βιομηχανιών θα περίμενε κανείς να είναι μια αμυντική κίνηση των εταιριών απέναντι στην κρίση. Κάθε άλλο. Αποτελούν μια σειρά επιθετικών κινήσεων με απόλυτο σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών τους, αφού η επένδυση στην τροφή και την ενέργεια είναι πλέον οι πιο προσοδοφόρες. Μόνο εκνευρισμό μπορούν να προκαλέσουν οι δηλώσεις των CEO των Bayer και Monsanto για μεγάλο βήμα για την αντιμετώπιση της πείνας και λύση του παγκόσμιου διατροφικού προβλήματος, οι οποίες έρχονται και σε σύγκρουση με την ίδια την πραγματικότητα, καθώς αυξάνονται διαρκώς τόσο το πλεόνασμα τροφής όσο και ο αριθμός των πεινασμένων ανά τον κόσμο.
Στο παράδοξο αυτό έχει συμβάλει τα μέγιστα και το πολιτικό σύστημα, αφού βασικό όπλο για την ενίσχυση των μονοπωλίων έχει αποτελέσει μέχρι στιγμής τόσο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου χρησιμοποιώντας τους διεθνείς νόμους πνευματικής ιδιοκτησίας και πατεντών, όσο και οι αρμόδιες ελεγκτικές επιτροπές ανταγωνισμού, οι οποίες αναφέρεται πως μέχρι τέλος του έτους θα εγκρίνουν και τη συγχώνευση Bayer-Monsanto. Αυτού του είδους η διαπλοκή πολιτικού προσωπικού και πολυεθνικών είναι κάτι διαδεδομένο και πολλές φορές «νόμιμο», με τη Monsanto να γνωρίζει καλά το παιχνίδι στην προσπάθεια να νομιμοποιήσει και να προωθήσει τους μεταλλαγμένους σπόρους που παράγει. Έχουν διαρρεύσει αρκετές φορές πληροφορίες για πολιτικές πιέσεις σε αρμόδια πολιτικά πρόσωπα στις ΗΠΑ και την Αφρική, ενώ εξίσου χαρακτηριστικό είναι ότι στελέχη της προέρχονται ή μεταπηδούν στον αμερικανικό οργανισμό ασφαλείας τροφίμων FDA.
H συγχώνευση Bayer-Monsanto θα αποτελέσει, μεταξύ άλλων, τη γέφυρα που θα μεταφέρει τα αμαρτωλά μεταλλαγμένα της Monsanto στην πολυπόθητη αγορά της Ευρώπης. Να σημειωθεί ότι, μέχρι στιγμής, γενετικά τροποποιημένοι σπόροι της Monsanto έχουν άδεια να διακινούνται και να καλλιεργούνται μόνο στην Ισπανία και τη Ρουμανία.
Οι μεγαπαίχτες των πολυεθνικών, όταν παίρνουν αποφάσεις για τόσο μεγάλες εμπορικές και οικονομικές συμφωνίες, δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους μόνο το χώρο αλλά και το χρόνο. Η χρονική σύμπτωση της δημιουργίας μιας κολοσσιαίας εταιρίας που θα επιχειρήσει την εμπορία μεταλλαγμένων σπόρων με την αναζωπύρωση των συζητήσεων για τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων, γνωστή ως TTIP, μόνο τυχαία δεν είναι. Όταν το καμάρι της γερμανικής βιομηχανίας αποφασίζει να φέρει στην ευρωπαϊκή αγορά γενετικά τροποποιημένους σπόρους και αυτό μπορεί να ενισχυθεί με την TTIP, η Γερμανία δεν θα φέρει την παραμικρή αντίρρηση. Εύλογα, λοιπόν, αναμένεται η Γερμανία να συμπαρασύρει και την υπόλοιπη «γερμανική» Ευρώπη στη στήριξη της TTIP.