Ο φετινός εορτασμός του Πολυτεχνείου βρέθηκε πολύ ψηλά στην ατζέντα της δημόσιας συζήτησης. Αυτή δυστυχώς δεν είχε χαρακτηριστικά που να επικαιροποιούν τα συμπεράσματα και το νόημα της εξέγερσης του ’73. Αντιθέτως, μετατράπηκε σε αντικείμενο χειρισμών και μικροπολιτικής. Κυβέρνηση, αλλά και αντιπολίτευση, επέλεξαν μια στάση αντιπερισπασμών από τα κεντρικά προβλήματα της χώρας, συσπείρωσης των δικών τους στρατοπέδων και συγκάλυψης της αδυναμίας τους στο να αντιμετωπίσουν τα βασικά επίδικα (πανδημία, εθνικές απειλές, ειδικό καθεστώς) ή στο να σχηματίσουν μια πρότασης που να ανοίγει προοπτικές για τη χώρα και το λαό.

Δέκα χρόνια πριν, τον Νοέμβρη του 2010, ο μικρός Στέργιος ήταν μόλις εννιά χρονών και η δασκάλα του στο σχολείο ζήτησε από τους πατεράδες των μαθητών να γράψουν από ένα κείμενο για το Πολυτεχνείο. Ο πατέρας του γράφει το παρακάτω κείμενο (*), το οποίο αφιέρωσε στους διακόσιους νεκρούς του Πολυτεχνείου και στον Στέργιο του, «για να θυμάται όταν μεγαλώσει ότι η μνήμη, όταν επιστρέφει, εκδικείται», παρουσιάζοντας μια πιο βαθιά και ουσιαστική ανάγνωση της εξέγερσης του Νοέμβρη του ’73.

*** 

«Ντύσου γρήγορα» είπε ο Γιώργος στον γιό του, τον Γιάννη. Αυτός, έντεκα χρονών, δεν κατάλαβε γιατί ο πατέρας του τον ξύπνησε στις δώδεκα τη νύχτα. Σηκώθηκε, ντύθηκε, έριξε λίγο νερό στα μούτρα του και κατέβηκε από τις σκάλες της πολυκατοικίας στην οδό Αγίου Μελετίου. Έκανε κρύο, έπιασε τον πατέρα του από το χέρι, κατέβηκαν γρήγορα και έστριψαν αριστερά στην Πατησίων.

Ο Γιάννης είδε κι άλλους πολλούς να περπατάνε γρήγορα. «Τι τους έπιασε όλους αυτούς βραδιάτικα;» σκέφτηκε. «Σαν κάτι μυστήριο να συμβαίνει». Φτάσανε γρήγορα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Πλήθος πολύ συγκεντρωνόταν. «Μπαμπά, πού πάμε;» ρώτησε. Ο πατέρας του τού έσφιξε το χέρι και του είπε: «Περπάτα και μη μιλάς».

Φτάσανε λίγο πριν το Μουσείο. Σταμάτησαν. Μπροστά τους καπνοί και ο δρόμος κλειστός. Αστυνομικά αυτοκίνητα και πολλοί αστυνομικοί με όπλα. Θόρυβος μεγάλος και κάτι σαν πυροβολισμοί. Ο μικρός Γιάννης φοβήθηκε, αλλά δεν έκλαψε, Μόνο που ήθελε να μη βλέπει. Προσπάθησε να κρύψει, με τα χέρια του, τα μάτια του. Ο μπαμπάς του έσκυψε, του τράβηξε τρυφερά τα χέρια και του είπε: «Φουίκο μου» –έτσι τον έλεγε από τότε που γεννήθηκε–, «τα μάτια σου πιο ανοιχτά από ποτέ. Βλέπεις κάτι μεγάλο. Σ’ έφερα εδώ για να το δεις, να το ζήσεις κι ας είσαι μικρός. Πρέπει να το δεις και να το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή».

Ήταν Παρασκευή, νύχτα προς Σάββατο, λίγο πριν μπει το τανκ. Ήταν 17 Νοέμβρη του 1973.

***

Μπήκαμε την Τετάρτη. Όχι περισσότεροι από διακόσιοι. Όλοι νέοι, κυρίως φοιτητές. Είχαμε φασιστική δικτατορία επτά και πλέον χρόνια. Αρχίσαμε ώρα με την ώρα να γινόμαστε περισσότεροι. Μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο. Δίναμε αυτοσχέδιες προκηρύξεις, σταματάγαμε λεωφορεία και τρόλεϊ. Ο κόσμος στην αρχή μουδιασμένος. Τί κάνουν οι τρελοί; Δεν φοβούνται;

Την Πέμπτη το πρωί άρχισαν να αλλάζουν τα πράγματα. Όλο και περισσότεροι, μέσα και έξω. Φτιάξαμε ραδιοφωνικό σταθμό που επιτέλους έσπαγε τη σιωπή των επτά χρόνων. «Κάτω η χούντα», «Θάνατος στον Παπαδόπουλο», «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «Έξω οι Αμερικάνοι». Το βράδυ της Πέμπτης ήμαστε μέσα περίπου δυο χιλιάδες φοιτητές και νέοι, και έξω χιλιάδες Αθηναίες και Αθηναίοι που μας έδιναν κουράγιο και έπαιρναν κουράγιο από μας.

Την Παρασκευή το πρωί, η έκπληξη. Εργάτες, οικοδόμοι και εργαζόμενοι της Coca Cola με πανό ενώθηκαν μαζί μας. Η Αστυνομία δεν πλησίαζε πια. Είχαμε εκεί, γύρω από το Πολυτεχνείο, την ελεύθερη Αθήνα μας. Προς το μεσημέρι, η απόλυτη συγκίνηση. Η Πατησίων γεμίζει μαθητές. Όπως μάθαμε, μαθητές από εκατό σχολεία της πρωτεύουσας. Ο κόσμος πια είχε ξεπεράσει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες.

Οι πιο ψύχραιμοι από μας –ήμουν τότε είκοσι έξι χρονών– κατάλαβαν ότι η φασιστική Χούντα θα χτυπούσε, αλλιώς θα κατέρρεε. Μέσα στο Πολυτεχνείο, χαμός.

Το ελεύθερο ραδιόφωνο με εκφωνητές τον Δημήτρη και τη Μαρία να μη σταματάει ούτε λεπτό. Όμως, κατά τις εφτά το απόγευμα άρχισαν οι πυροβολισμοί. Έπεφταν συνεχώς από την ταράτσα του ξενοδοχείου Ακροπόλ και από τη γωνία Μάρνη και Πατησίων. Μπροστά από τα κάγκελα του Πολυτεχνείου οι μαθητές. Όταν έπεφτε κάποιο παιδί χτυπημένο από σφαίρα, κάποιο άλλο έπαιρνε τη θέση του. Όλοι εκεί. Όλοι στις επάλξεις. Κανείς δεν έφευγε. Ή τώρα ή ποτέ, λέγαμε. Η αξιοπρέπεια μιας χτυπημένης από το φασισμό χώρας βρισκόταν στα χέρια μαθητών και φοιτητών. Κι αυτή η αξιοπρέπεια άξιζε πιο πολύ και από τη ζωής τους.

Στην αρχή πιστεύαμε ότι οι σφαίρες ήταν πλαστικές, αλλά μετά καταλάβαμε, όταν σηκώναμε νέα παιδιά τραυματισμένα. Και βέβαια, εννέα το βράδυ, ο πρώτος νεκρός.

Στις έντεκα φτάνει ο στρατός και, λίγο πιο μετά, κάνει την εμφάνισή του το πρώτο από τα πέντε τανκς. Αρχίσαμε να τραγουδάμε τον Εθνικό Ύμνο. Χιλιάδες στόματα βροντερά: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Οι εκφωνητές μας σχεδόν να ουρλιάζουν: «Είμαστε άοπλοι… Λαέ της Αθήνας, χτυπάνε τα παιδιά σου».

Καθόμουν στα σκαλοπάτια της Αρχιτεκτονικής με την Κοραλία και την Ιωάννα. Δίναμε κουράγιο σε δεκαπεντάχρονους. Και ξαφνικά ακούω ένα μουγκρητό που δε θα ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου. Το τανκ να πέφτει με δύναμη και να σμπαραλιάζει τη σιδερένια πύλη. Τα παιδιά με τις σημαίες να πέφτουν από ψηλά από τις κολόνες που είχαν σκαρφαλώσει. «Θα μας σκοτώσουν όλους» σκέφτηκα, ακούγοντας τις ριπές αυτόματων όπλων και μυδραλιοβόλων.

Πίσω μου ένας λοκατζής με αυτόματο. Τρέξαμε προς την πεσμένη πύλη της Στουρνάρα…

***

Στις δυόμισι, ο Γιώργος πήρε τον Φουίκο του και έκαναν μεταβολή. Μαυροματαίων, Δροσοπούλου και Αγίου Μελετίου 40. Πριν ανοίξει η εξώθυρα, πήρε τον γιο του αγκαλιά. «Γιάννη μου, αυτά τα παιδιά έσωσαν την τιμή μας. Να το θυμάσαι. Ποτέ τα πράγματα δεν θα είναι πια όπως πριν».
Θάνος Στ. Μικρούτσικος

 ar*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο «Ο Θάνος κι ο Μικρούτσικος» του Οδυσσέα Ιωάννου (εκδόσεις Πατάκη). Ο τίτλος του άρθρου είναι ο σχετικός μεσότιτλος.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!