«Μάνα τα κατάφερα!» πανηγυρίζει ένα σύνθημα σε κάποιον αθηναϊκό τοίχο και πίσω από τις λέξεις μπορεί να δει κανείς τον «τοίχο» της αγωνίας, τη βαθιά αμφιβολία του «συγγραφέα», μήπως «δεν».
Θέλω να πω, η μεγαλειώδης επιβεβαιωτική δήλωση, υποκρύπτει το διαλυτικό έλλειμμα αυτεπάρκειας του συντάκτη της.
Μας κατατρέχει, σαν Νεοέλληνες, η πανηγυρική αυτή δήλωση. Είναι σαν να ζητά μια ανταπόκριση «δεν είχα καμιά αμφιβολία» που, όμως, δεν έρχεται ποτέ. Οπότε, η δήλωση εγγράφεται και επανεγγράφεται στο συλλογικό μας φαντασιακό, ξανά και ξανά διαγενεακά, σαν ξόρκι ή σαν βουδιστικό μάντρα. Πάνε χρόνια που δεν πιστεύουμε ότι θα τα καταφέρουμε.
Κι αν η αυτεπάρκεια ορίζεται ως η πίστη ενός ανθρώπου στην ικανότητά του να πετυχαίνει, ή όπως το αποσαφηνίζει ο Άλμπερτ Μπαντούρα, «ως μια προσωπική κρίση του πόσο καλά μπορεί κανείς να ενεργήσει ώστε να αντιμετωπίσει τις μελλοντικές καταστάσεις», ο Νεοέλληνας μάλλον «δεν». Ή μάλλον περίπου «δεν», γιατί στη διαδρομή της ατομικής ανέλιξης, και μόνον εκεί, το ελληνικό σύστημα, έχει αφήσει κάπως μισάνοιχτη τη βαλβίδα εκτόνωσής του. Το ρήμα «καταφέρνω» έχει υπόσταση μόνο στον ενικό του αριθμό. Στον πληθυντικό του, ήδη από το πρώτο πρόσωπο του ενεστώτα, «καταφέρνουμε», μένει μετέωρο και προβληματικό. Για να μην μιλήσουμε για τον μέλλοντα: «θα τα καταφέρουμε». Ο Αρκάς με κάτι τέτοιες «προφητείες» μας περιγελά.
Αν το σκεφτείς, ακόμη και η λέξη «αυτεπάρκεια» στα ελληνικά, ηχεί κάπως παράδοξα. Σχεδόν άγνωστη λέξη. Ενώ η ανεπάρκεια; Πόσο οικεία!
Όσο η αβεβαιότητα στο συλλογικό επίπεδο αυξάνονταν, τόσο το μοντελάκι του πετυχημένου καταφερτζή γινόταν η προς μίμηση εξιδανικευμένη εμπειρία. Και η αβεβαιότητα στο συλλογικό αυξανόταν, στον βαθμό που όλες οι συγκρίσεις με τα ευρωπαϊκά πρότυπα-έθνη μας έβγαζαν πάντα απολίτιστους, αδιαφώτιστους και καθυστερημένους Βαλκάνιους
Οι προσδοκίες της συλλογικής μας αυτεπάρκειας κάηκαν στον δρόμο από τον Εμφύλιο μέχρι τη Μεταπολίτευση και έφτασαν στις μνημονιακές μέρες μας «καμένα χαρτιά». Οι προσδοκίες που καθόριζαν το αν θα ήμασταν σε θέση να αντιμετωπίσουμε τις όποιες αντιξοότητες, οι προσδοκίες ότι θα μπορούσαμε να καταβάλουμε τις αναγκαίες προσπάθειες που θα μας οδηγούσαν σε επιτυχή αποτελέσματα, πριονίζονταν από την κούνια μας, εν πολλοίς σε ατομικό και πλήρως σε συλλογικό επίπεδο. Στο συλλογικό μας ασυνείδητο, ακόμη ηχεί η διαφήμιση εκείνη που όριζε επιτέλους κάποια ελληνικά προϊόντα ως «εφάμιλλα των καλυτέρων ευρωπαϊκών» ή η φράση του «εθνάρχη», προς τα αγχωμένα και ανεπαρκή νήπια: «υπέγραψα τη συμφωνία με την ΕΟΚ… σας έριξα στην θάλασσα. Τώρα μάθετε να κολυμπάτε»!
Τα «σωσίβια» και τα «μπρατσάκια», βέβαια, ήταν εξαρχής «πιασμένα» από τους κατσαπλιάδες που παρίσταναν την αστική τάξη, αλλά, έτσι κι αλλιώς, οι πιο πολλοί δεν πίστευαν ότι το «έχουμε» στην κολύμβηση.
Σύμφωνα με τον Μπαντούρα, η αυτεπάρκεια μπορεί να αντλείται από τρεις κύριες «πηγές»: τη βιωμένη εμπειρία, τα πρότυπα και την κοινωνική πειθώ, που κατά πως φαίνεται στην ελληνική περίπτωση έχουν στερέψει από νωρίς.
Α. Η εμπειρία ή το «ενεργό επίτευγμα». Η εμπειρία είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που καθορίζει την αυτεπάρκεια, καθώς η ίδια η επίτευξη ενός στόχου την αυξάνει, ενώ η αποτυχία την απομειώνει. Σύμφωνα με τον ψυχολόγο Έρικ Έρικσον: «Τα παιδιά δεν μπορούν να ξεγελαστούν με τον άδειο έπαινο και τη συγκαταβατική ενθάρρυνση – αν και ίσως μπορεί να δεχτούν την τεχνητή ενίσχυση της αυτοεκτίμησής τους, αντί για το τίποτα – αλλά χρειάζονται μια συσσωρευμένη ταυτότητα της οποίας η πραγματική ισχύ συγκροτείται μόνο μέσα από την ολόψυχη και συνεπή αναγνώριση του πραγματικού τους επιτεύγματος, δηλαδή, του επιτεύγματος που έχει νόημα για τον πολιτισμό τους». Και στην Ελλάδα συνέβη, για δεκαετίες, ακριβώς αυτό: ένας ψευδεπίγραφος έπαινος, ένα κάποιο φιλικό χτύπημα στην πλάτη του Λαού, ένας παρελθοντικός λατρευτισμός για προγόνους και τα άφθαστα επιτεύγματα κάποιων, εδώ και αιώνες, πεθαμένων ανθρώπων. Κι από την άλλη, μια καθημερινή μικρόψυχη καταγγελία για το παρόν και τους ανθρώπους του, γεμάτο μιζέρια, απαξίωση και ντροπή για όσα «μας εξέθεταν διεθνώς». Ακόμη και οι μεγάλες στιγμές του Λαού μας, οι στιγμές συλλογικής αντίστασής του στη βαρβαρότητα, μπολιάζονταν, εν τέλει, με έναν ακρωτηριακό διχασμό, πλημμυρίζοντας το επίτευγμα με ματαιωτική μεμψιμοιρία. Μια στέρηση νοήματος, ένα «δεν έχει νόημα», ρουφούσε πάντα, «στην τελική», το αίμα του επιτεύγματος, στερεύοντας την πηγή της αυτεπάρκειας. Και από την άλλη, στο ατομικό επίπεδο, η συλλογική αυτή τραυματική εμπειρία, γινόταν πάντα το αποκούμπι των υπερπροστατευτικών μανάδων, που δεν ήθελαν να μπλέξουν τα παιδιά τους σε συλλογικούς μπελάδες και «να τραβιούνται στα τμήματα και στα ξερονήσια». Ο ατομικός δρόμος για την αυτεπάρκεια, όχι μόνο δεν ξεδιψούσε από την πηγή της ολόψυχης και συνεπούς αναγνώρισης του πραγματικού επιτεύγματος, αλλά το εντελώς αντίθετο: από το όποιο «κατόρθωμα» δεν θα είχε απολύτως κανένα νόημα για τον καθημερινό πολιτισμό των Ελλήνων, το ατομικό βόλεμα του ξύπνιου καταφερτζή!
Β. Μέσα απ’ αυτήν τη διαδρομή χτιζόταν η δεύτερη πηγή αυτεπάρκειας, στρεβλωμένη κι αυτή. Το πρότυπο, η «εξειδικευμένη εμπειρία», που στο πρόσωπο του «πετυχημένου» Άλλου, φαινόταν ξεκάθαρα. «Αν μπορούν να το κάνουν οι άλλοι, μπορώ να το κάνω κι εγώ». Εκατομμύρια παιδιά, στη διαδρομή σχεδόν δύο αιώνων εθνικής ανεξαρτησίας, έβλεπαν κάποιον να «πετυχαίνει» αυξάνοντας έτσι την αυτεπάρκειά τους με τους παραμορφωμένους – ή μάλλον αντεστραμμένους – όρους της κυρίαρχης αφήγησης. Όσο η αβεβαιότητα στο συλλογικό επίπεδο αυξάνονταν, τόσο το μοντελάκι του πετυχημένου καταφερτζή γινόταν η προς μίμηση εξιδανικευμένη εμπειρία. Και η αβεβαιότητα στο συλλογικό αυξανόταν, στον βαθμό που όλες οι συγκρίσεις με τα ευρωπαϊκά πρότυπα-έθνη μας έβγαζαν πάντα απολίτιστους, αδιαφώτιστους και καθυστερημένους Βαλκάνιους. «Δεν είναι χώρα αυτή», ήταν η μόνιμη επωδός που μετεξελίχθηκε στις μέρες μας στο αυτοτιμωρητικό «μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος», αντικαθιστώντας το παλαιότερο «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται». Στο τέλος-τέλος, το πρότυπο γίνεται πηγή αυτεπάρκειας, στο μέτρο που βλέπει κανείς τον εαυτό του ως σχετικά όμοιο με το υπόδειγμα που θέλει να του μοιάσει. Αν κουβαλάει «εκ γενετής μια κληρονομική ανωμαλία» επειδή δεν είναι μονδέρνος φωτισμένος ευρωπαίος, «αυτός ο τόπος δεν θα αλλάξει ποτέ». Το πρότυπο λειτουργεί στον βαθμό που πιστεύει κανείς ότι έχει παρόμοιες ικανότητες με αυτό, ενώ αντίθετα, όσο η ομοιότητα απομακρύνεται, όσο υποθέτει κανείς τον εαυτό του πολύ διαφορετικό από το μοντέλο, τόσο αυξάνει η αποθάρρυνση και η αυτεπάρκεια υπονομεύεται.
Γ. Από ποια συλλογική πειθώ, την τρίτη πηγή, να αντληθεί έτσι συλλογική αυτεπάρκεια; Όταν η συλλογική πειθώ έχει το νου της στο πώς να αποθαρρύνει την όποια συλλογική αυτεπάρκεια και στο πώς να επαληθεύσει τη συλλογική ανημπόρια, ενθαρρύνοντας μονάχα την ατομική υποταγή του «Βασίλη κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης»! Από πουθενά δεν φαίνεται εκείνη η κοινωνική πίστη ότι ο Λαός αυτός μπορεί να τα καταφέρει. Αργά ή γρήγορα, οι Έλληνες πείθονται ότι δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες ικανότητες, τείνοντας έτσι να αποφεύγουν τις προκλήσεις εκείνες που θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν παραπέρα ακριβώς τις ικανότητες αυτές. Το φάντασμα της ψωροκώσταινας ή της «μικρής αλλά τίμιας Ελλάδας» κυκλοφόρησε για χρόνια στα σχολειά και στις οικογένειες, ώσπου συνάντησε στα πανεπιστήμια τον εθνομηδενισμό και ζευγάρωσε μαζί του για τα καλά. Με τον τρόπο αυτό, περιορίστηκε η δημιουργικότητα και υπονομεύτηκαν τα κίνητρα των ανθρώπων, ενώ η ατομική δυσπιστία στις συλλογικές ικανότητες περνάει σαν μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία από γενιά σε γενιά, επιβεβαιώνοντας τη συλλογική απαξίωση σ’ ένα καθοδικό σπιράλ ανεπάρκειας. Η αποτυχία και της πρώτης φοράς «Αριστεράς» ήταν το κερασάκι στην τούρτα της ανολοκλήρωτης επανάστασης του ’21, σχεδόν 200 χρόνια μετά.
* * *
Μια στοιχειώδης περιήγηση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης των τελευταίων δεκαετιών, όπως ανάλογα και στο διαδίκτυο στις μέρες μας, μπορεί να πείσει και τον πιο δύσπιστο για τον ρόλο τους στη διαμόρφωση της παραπάνω «ανεπαρκούς κοινωνικής συνείδησης», κάτι που η Γνωστική Κοινωνική Θεωρία, του Μπαντούρα, προέβλεψε το 2011. «Αναλυτικές μελέτες του περιεχομένου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, που θα εξετάσουν το υπόστρωμα των μηνυμάτων στα οποία εκτίθενται οι θεατές, θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τις κοινωνικές αξίες που συνδέονται με αυτές τις αναπαραστάσεις», όπως δηλώνει. Και η κυρίαρχη αξία που προβάλλεται στην Ελλάδα είναι μία: συλλογικά είμαστε εκ γενετής ανεπαρκείς, ατομικά «άμα είσαι μάγκας και ξύπνιος», μπορεί να τα καταφέρεις. Αυτό είναι το πρότυπο, το «μοντελάκι», και οι άνθρωποι μαθαίνουν να τροποποιούν τη συμπεριφορά τους, μέσω της μοντελοποίησης που τους πουλάνε τα κυρίαρχα μίντια.
«Εκπαιδευόμαστε» σ’ ένα σύστημα που καλλιεργεί οργανωμένα και μεθοδικά την ελλειμματική συλλογική μας αυτεπάρκεια. Και αυτό έχει σοβαρές γνωστικές, συναισθηματικές και εν τέλει πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Γιατί, η ανεπάρκεια παράγει θυμό, θλίψη, απογοήτευση, υποταγή ή και αγανάκτηση. Ανάλογα, αν θα υποταχθεί κανείς στο γνωστικό σχήμα ή αν θα «αντεπιτεθεί» και θα παριστάνει τον «καμπόσο».
Κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί να αποδεχτούμε ότι, τουλάχιστον στην παρούσα φάση για τη χώρα μας, τα πολιτικά εργαλεία που έχουμε διαθέσιμα δεν είναι επαρκή για να ερμηνεύσουμε τις συμπεριφορές των ανθρώπων, ούτε για να επιχειρήσουμε να τις τροποποιήσουμε. Ένα πλήθος συναισθημάτων οργής, θλίψης, θυμού, αγανάκτησης, ματαίωσης και ενοχοποίησης, με σκαμπανεβάσματα τύπου ασανσέρ, απο-ορθολογικοποιούν, συχνά και έντονα, τους πολιτικούς όρους της κοινωνίας μας. Οι συμπεριφορές γίνονται όλο και πιο αρνητικές-καταστροφικές, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο χώρο, υπονομεύοντας τα πεδία των σχέσεων όλων των ειδών. Η ψυχική δυστοπία είναι ήδη εδώ και δεν ερμηνεύεται με όρους του προηγούμενου αιώνα. Απλά, θα επιβεβαιώνει όλο και πιο πολύ τη δυσκολία μας να αντεπεξέλθουμε…
* Ο Αντώνης Ανδρουλιδάκης είναι σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – ψυχοθεραπευτής