Του Γιάννη Κρεστενίτη. Από τις αρχές του 2010 στα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ βιώνουμε τη «μεταρρυθμιστική» πολιτική των τεσσάρων μνημονιακών κυβερνήσεων,
που ξεκίνησε με τη συκοφαντική επίθεση στους διδάσκοντες και τα ιδρύματα, συνεχίστηκε με το νόμο Διαμαντοπούλου (ν.4009/11), τις τροποποιήσεις Αρβανιτόπουλου (ν.4076/12), τη δραστική μείωση της δημόσιας επιχορήγησης προς τα Ιδρύματα (που σε πολλές περιπτώσεις ξεπέρασε το 50% του αντίστοιχου ποσού του 2009), το «κούρεμα» των αποθεματικών της έρευνας, τις μειώσεις διοικητικού προσωπικού (καθεστώς κινητικότητας-διαθεσιμότητας ΙΔΑΧ), τη συγχώνευση-κατάργηση τμημάτων (Σχέδιο Αθηνά), την πολύχρονη καθυστέρηση στους διορισμούς των εκλεγμένων διδασκόντων, την ουσιαστική κατάργηση των συμβασιούχων διδασκόντων ΠΔ407/80.
Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για νέες διαθεσιμότητες-απολύσεις, που θα αφορούν 1.765 διοικητικούς υπαλλήλους από τα ΑΕΙ, αποτελούν νέο πλήγμα για το δημόσιο πανεπιστήμιο. Ένα πλήγμα κατ’ ευθείαν στην καρδιά του, στους ανθρώπους του. Σε αυτούς που όλη την τελευταία περίοδο προσπάθησαν να περιορίσουν τις ζημιές από τη «μεταρρυθμιστική» πολιτική και να κρατήσουν τα πανεπιστήμια όρθια. Διαλύονται, έτσι, όλες οι αυταπάτες: Η «μεταρρυθμιστική» πολιτική των μνημονιακών κυβερνήσεων είναι πολιτική κατεδάφισης της δημόσιας Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Και για να «δικαιολογήσουν» και να δώσουν «επιχειρήματα» στα καθεστωτικά ΜΜΕ και τους πρόθυμους, εντός και εκτός των πανεπιστημίων, ξεπερνώντας κάθε όριο ειρωνείας, το υπουργείο Παιδείας ζήτησε από τα Ιδρύματα, με την εγκύκλιο που έχει τίτλο «Μεταρρυθμιστικές Δράσεις ΥΠΑΙΘ-ΑΕΙ»(!), να πραγματοποιήσουν μια fast-track «αξιολόγηση», μέσα σε ένα μήνα! Τους ζήτησε, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας «κριτήρια» οριζόντιας αναλογίας (υπαλλήλων-διδασκόντων-φοιτητών), να δημιουργήσουν πλεονάζον προσωπικό και να επικυρώσουν το προαποφασισμένο αποτέλεσμα της διαθεσιμότητας-απόλυσης των διοικητικών τους υπαλλήλων.
Και, βέβαια, μαζί με την εγκύκλιο της «αξιολόγησης» κάνουν την εμφάνισή τους δημοσιεύματα ότι το καθεστώς διαθεσιμότητας-απόλυσης μπορεί να συμπεριλάβει και άλλες κατηγορίες προσωπικού, αλλά και τους διδάσκοντες στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ. Αποδεικνύοντας ότι κανείς δεν είναι ασφαλής έναντι της μνημονιακής πολιτικής και επίσης ότι αρκετές «μεταρρυθμίσεις» ξεκινούν ως φήμες, γίνονται προτάσεις και τελικά «μέτρα αναδιάρθρωσης».
Σε πρόσφατο άρθρο του ο συνάδελφος Δημήτρης Δαμίγος, επίκουρος καθηγητής ΕΜΠ, (https://www.pd.ntua.gr/?p=185) τεκμηριώνει ότι «….οι ποσοτικοί δείκτες, τους οποίους συχνά (αλλά πάντα αόριστα) επικαλείται η εκάστοτε ηγεσία του υπουργείου Παιδείας για να λοιδορήσει τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ, αποδεικνύουν ότι τα ελληνικά ΑΕΙ λειτουργούν, σήμερα, όχι απλά με πολύ χειρότερους όρους από αυτά της αλλοδαπής, αλλά σε οριακές συνθήκες ως προς το σκοπό που καλούνται να επιτελέσουν. Κι αυτό επιτυγχάνεται χάρη στο μεράκι, στο φιλότιμο, στην αυταπάρνηση του διδακτικού, ερευνητικού και υποστηρικτικού προσωπικού των Ιδρυμάτων».
Το ένα πανεπιστήμιο μετά το άλλο με αποφάσεις των συγκλήτων τους τοποθετούνται απέναντι στην εγκύκλιο με τα «κριτήρια αξιολόγησης» και δηλώνουν ότι όχι μόνον δεν έχουν πλεονάζον προσωπικό, αλλά αντίθετα υπάρχει ήδη σημαντική έλλειψη προσωπικού και αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στο εκπαιδευτικό και ερευνητικό έργο των ιδρυμάτων. Τα μόνα που σιωπούν είναι τα Συμβούλια Ιδρυμάτων. Αυτά που παρουσιάστηκαν σαν η μεγάλη καινοτομία του θεσμικού πλαισίου που επιβλήθηκε στα πανεπιστήμια (νόμοι Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου), που θα αποκαθιστούσαν τα ελληνικά ΑΕΙ σε περίοπτη διεθνή θέση και θα εξασφάλιζαν νέες πηγές χρηματοδότησης. Και τώρα, αποκομμένα από την πανεπιστημιακή πραγματικότητα δεν αντιδρούν, ούτε για «τα μάτια του κόσμου», απέναντι στην κυβερνητική πρόθεση για μαζικές διαθεσιμότητες-απολύσεις.
Αλλά οι «μεταρρυθμιστικές δράσεις» του υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ δεν είναι ξεκομμένες από τον πρόσφατα ψηφισμένο νόμο για την «Αναδιάρθρωση της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης». Που μετατρέπει το λύκειο σε εξεταστικό κέντρο και βασίζεται στον χωρισμό των παιδιών μετά την αποφοίτηση από το γυμνάσιο, στο γενικό λύκειο, στο επαγγελματικό λύκειο και στην πρόωρη επαγγελματική κατάρτιση.
Υποβαθμίζεται, έτσι, η γενική μόρφωση και η αυτόνομη βαθμίδα του λυκείου και αυξάνεται ο εξετασιοκεντρικός χαρακτήρας του με πανελλαδικές εξετάσεις σε όλες τις τάξεις του λυκείου. Θα επιδεινωθεί αυτό που διαπιστώνεται να συμβαίνει ήδη στους σημερινούς νέους φοιτητές και είναι η «επιβίωση» μόνο των γνώσεων που είναι απαραίτητες για τις εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ. Ενισχύονται, επιπλέον, τα φροντιστήρια και μάλιστα στις σημερινές συνθήκες της δραματικής μείωσης των οικογενειακών εισοδημάτων. Το σίγουρο θα είναι η αύξηση της μαθητικής διαρροής από το λύκειο (που ήδη είναι σημαντική) και η κατεύθυνση προς την μη τυπική μεταγυμνασιακή κατάρτιση, που σημαίνει αύξηση της πελατείας των ιδιωτικών ΙΕΚ και κολεγίων. Ιδού το νέο success story της κυβέρνησης, η «διαθεσιμότητα» των μαθητών.
Τη βδομάδα που πέρασε, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι και διδάσκοντες στα ΑΕΙ, συνδικαλιστικά και ακαδημαϊκά όργανα συνειδητοποιούν ότι αν πραγματοποιηθούν οι διαθεσιμότητες-απολύσεις, είναι αδύνατο να υποστηριχθεί η εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία και τα ιδρύματα θα οδηγηθούν σε αδυναμία λειτουργίας. Κάτι που είναι πιθανόν να είναι και ζητούμενο, στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής, ώστε να «ανθήσουν» οι εργολαβίες διοικητικής υποστήριξης των ιδρυμάτων. Και αντιδρούν με απεργιακές κινητοποιήσεις ή/και αναστολή λειτουργίας των ιδρυμάτων. Και πιέζουν και τη Σύνοδο Πρυτάνεων να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, πριν να είναι αργά.
Απέναντι στην κυβερνητική πολιτική και στις επιχειρούμενες διαθεσιμότητες-απολύσεις του προσωπικού των ΑΕΙ πρέπει να αντιτάξουμε συλλογικότητα, αλληλεγγύη και ενότητα για να σταματήσουμε την καταστροφή του δημόσιου πανεπιστημίου, όχι μόνον για το δικό μας μέλλον αλλά και για τις ελπίδες και τις προοπτικές των νέων ανθρώπων, των φοιτητών μας
* Καθηγητής ΑΠΘ και μέλος
Ε.Γ. της ΠΟΣΔΕΠ