Η απόφαση της Γερμανίας να προχωρήσει σε ελέγχους στα χερσαία σύνορά της, με σκοπό να ελέγξει τις αφίξεις μεταναστών, αίροντας στην πράξη μονομερώς τις προβλέψεις της Συνθήκης Σένγκεν, δεν έπεσε σαν κεραυνός εν’ αιθρία. Η Ευρώπη ή καλύτερα το ευρωπαϊκό κέντρο είχε από καιρό δείξει την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την πολιτική των ανοικτών συνόρων (στην οποία η Γερμανία είχε πρωτοστατήσει τα προηγούμενα χρόνια), μετατρέποντας τις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας σε χώρο φιλτραρίσματος και ελέγχου των μεταναστευτικών ροών προς την Ε.Ε. Με την απόφασή του αυτή το Βερολίνο επιταχύνει την κατεύθυνση ενός ευρωπαϊκού κέντρου – φρουρίου, τινάζοντας στον αέρα συμφωνίες που αποτέλεσαν ραχοκοκαλιά της Ε.Ε. πυροδοτώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ήδη η Ολλανδία ζητά εξαίρεση από το σύμφωνο μεταναστευτικής πολιτικής, η Μ. Βρετανία δηλώνει ότι θα αυστηροποιήσει τους συνοριακούς ελέγχους και οι χώρες του Νότου αντιδρούν αντιλαμβανόμενες ότι για μια ακόμη φορά μένουν μόνες τους απέναντι σε ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Συστημική θωράκιση
Στις περισσότερες αναλύσεις, η απόφαση αυτή της γερμανικής κυβέρνησης διαβάζεται ως άμεση απάντηση στην πρόσφατη εκλογική άνοδο του ακροδεξιού AfD στα κρατίδια της Θουριγγίας και της Σαξονίας, και την αναμενόμενη επικράτησή του έναντι του SPD στις εκλογές της προσεχούς Κυριακής στο Βραδεμβούργο. Κάπως έτσι η πολιτική της Ευρώπης φρούριο, θεωρείτε εκπορευόμενη από κάποιους ακραίους (βλ. και τις συχνές καταγγελίες εναντίον του Ορμπάν) και όχι μια στρατηγική επιλογή της ευρωκρατίας, και μάλιστα στη συγκεκριμένη περίπτωση, της προοδευτικής της πτέρυγας (μιας και είναι η κυβέρνηση Σοσιαλδημοκρατών, Φιλελευθέρων και Πρασίνων του Όλ. Σολτς αυτή που κυβερνά). Χαρακτηριστική είναι η δήλωση της Γερμανίδας υπουργού Εσωτερικών, προερχόμενης από τους σοσιαλδημοκράτες, Νάνσι Φρέιζερ, πως «έως ότου διασφαλίσουμε καλύτερη προστασία των συνόρων με βάση το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου πρέπει να προστατεύσουμε τα εθνικά μας σύνορα», και αυτό με στόχο τη δραστική μείωση των αιτούντων ασύλου, την καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας και του διασυνοριακού εγκλήματος. Γίνεται λοιπόν φανερό πως ακόμη και αν δεχτούμε πως η άνοδος της ακροδεξιάς είναι η αφορμή για αυτή τη στροφή, θα πρέπει να αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια που την επέβαλλαν.
Υπό αυτό το πρίσμα, η απόφαση αυτή της Γερμανίας, μοιάζει με προληπτική συστημική θωράκιση, απέναντι στην κρίση και τον πόλεμο που χτυπάει την πόρτα της Ευρώπης. Είναι ένα ακόμη μέτρο, πλάι στην πολεμική οικονομία, την κατάργηση της δημοκρατίας στο όνομα της έκτακτης ανάγκης, της ενεργητικής εμπλοκής της Ε.Ε. / ΝΑΤΟ στα πολεμικά μέτωπα κ.ο.κ. Οι συνθήκες που οδήγησαν πριν μια δεκαετία στη γερμανική επιλογή προσέλκυσης φθηνού εργατικού δυναμικού (κυρίως από τη δοκιμαζόμενη Συρία), έχουν από καιρό αλλάξει. Η γερμανική (και συνολικά η ευρωπαϊκή) οικονομία, βρίσκεται αντιμέτωπη με τη στασιμότητα, που απειλεί με λουκέτα ή μείωση του κύκλου εργασιών (άρα και του προσωπικού) ακόμη και μεγαθήρια της γερμανικής βιομηχανίας. Μπροστά στον κίνδυνο κυμάτων ανεργίας, η διαχείριση των απορριπτόμενων είναι σημαντική προτεραιότητα, με πρώτο θύμα τους πλέον ευάλωτους μετανάστες και πρόσφυγες από χώρες όπως το Αφγανιστάν κ.α.. Την ίδια στιγμή, ο ολοένα και μεγαλύτερος κίνδυνος μιας γενικότερης ανάφλεξης στην Μέση Ανατολή, που τόσο έντονα επιδιώκει το προστατευόμενο από τη Δύση, σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, ξυπνά μνήμες του 2015, αι την απειλή μιας νέας προσφυγικής / ανθρωπιστικής κρίσης. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε τέλος και την εύθραυστη κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών (τα γεγονότα της προηγούμενης χρονιάς σε Μ. Βρετανία και Σουηδία χτυπάνε σχετικά καμπανάκια), με φαινόμενα όπως η γκετοποίηση των μεταναστευτικών πληθυσμών και η συχνή εργαλειοποίηση μουσουλμανικών πληθυσμών από την Τουρκία του Ερντογάν (κυρίως αφορά τη Γερμανία, αλλά και την Ολλανδία, τη Σουηδία κ.α.) για επίτευξη γεωπολιτικών σκοπών.
Το βάρος και πάλι στον Νότο
Γίνεται κατανοητό πως η θωράκιση αυτή αφήνει απ’ έξω τις χώρες του Νότου και της ευρωπαϊκής περιφέρειας που καλούνται, για μια ακόμη φορά, να παίξουν τον ρόλο του φράκτη προς όφελος του ευρωπαϊκού κέντρου. Ισπανία και Ιταλία το προηγούμενο διάστημα διεκδίκησαν και υιοθέτησαν μια σειρά εξαιρέσεις από τις προβλέψεις της ευρωπαϊκής πολιτικής μετανάστευσης (βλ. κέντρα μεταναστών της Ιταλίας στη βόρεια Αλβανία, θωράκιση του θύλακα της Θέουτα από το ισπανικό κράτος κ.ά.). Η Ελλάδα, παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις των κυβερνόντων, μοιάζει σημαντικά πιο εκτεθειμένη με ανοιχτό τον κίνδυνο να καταστεί (μαζί ίσως και με τα υπόλοιπα Βαλκάνια) αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής αλυσίδας. Ήδη γίνεται λόγος για την πιθανότητα το Βερολίνο να πιέσει τις χώρες πρώτης εισόδου, για μαζική επιστροφή αιτούντων άσυλο και μεταναστών χωρίς άδεια (κυρίως από το Αφγανιστάν) που έφτασαν στο έδαφος της Γερμανίας λόγω της ελεύθερης μετακίνησης εντός Ε.Ε. το προηγούμενο διάστημα, ενώ βέβαιος θα πρέπει να θεωρείται ο εγκλωβισμός στις χώρες της περιφέρειας όσων μεταναστών και προσφύγων φτάνουν το επόμενο διάστημα. Άλλωστε η νέα ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης προβλέπει το ενδεχόμενο αυτό, με αντάλλαγμα ευρωπαϊκά κονδύλια και έκτακτες ενισχύσεις στις χώρες πρώτης εισόδου, κάνοντας ξεκάθαρο πως εννοούν οι ευρωκράτες τον ανθρωπισμό και την αλληλεγγύη.
Αμείωτες οι ροές από Τουρκία
Παρά το αφήγημα της επίλυσης του μεταναστευτικού από την ελληνική κυβέρνηση και τις αυτάρεσκες δηλώσεις για επίλυση όλων των προβλημάτων και αλλαγή σελίδας. Παρά τους πανηγυρισμούς για τη συνεργασία με την Τουρκία στην αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και την ψευδαίσθηση ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, τα επίσημα στοιχεία καταγραφής του μεταναστευτικού φαινομένου, δείχνουν ότι οι ροές μεταναστευτικών πληθυσμών από την Τουρκία προς τη χώρα μας (και την Κύπρο) παραμένουν σταθερά υψηλές. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιεύει η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, από την αρχή του 2024 (μέχρι και τις 15 Σεπτεμβρίου), οι επίσημα καταγεγραμμένες αφίξεις στη χώρα μας πλησιάζουν τις 37 χιλιάδες (32 χιλιάδες προς τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη και περίπου 5 χιλιάδες προς τον Έβρο), λίγο περισσότερες από τις αντίστοιχες αφίξεις του 2023. Επισημαίνουμε ότι η εικόνα αυτή εμφανίζεται μόνο στον ανατολικό διάδρομο που αφορά την χώρα μας, καθώς ο κεντρικό μεσογειακός διάδρομος (Ιταλία) και ο δυτικός (Ισπανία), εμφανίζουν σημαντική μείωση πάνω από 50%. Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνονται και από τα μηνιαία δελτία ενημέρωσης του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, σύμφωνα με τα οποία (στοιχεία Ιουλίου), το πρώτο 7μηνο του 2024, είχαν κατατεθεί 36.162 αιτήματα ασύλου, αυξημένα κατά 74% σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2023 (20.835 αιτήματα). Την ίδια στιγμή οι επίσημα καταγεγραμμένες αποχωρήσεις από τη χώρα μας παρουσιάζουν σημαντική πτώση, ρίχνοντας τον λόγο αποχωρήσεων / αφίξεων, από 34 προς 100 το πρώτο 7μηνο του 2023, σε 17 προς 100 το πρώτο 7μηνο του 2024. Βλέπουμε με λίγα λόγια να επιβεβαιώνεται για μια ακόμη χρονιά ο ρόλος της χώρας, ως φράχτη και αποθήκης μεταναστευτικών ροών που κινούνται προς την Ε.Ε., και μάλιστα με όρους κανονικότητας και όχι έκτακτης ανάγκης.