Διαβάστε το Μέρος Α’

Το πόσο σημαντικός είναι ο πολιτισμός για τη διατήρηση και την ανάπτυξη κάθε κοινότητας ανθρώπων, φυλετικής, θρησκευτικής ή εθνικής, φάνηκε καθαρά και στα τελευταία εκατό χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εντυπωσιακή αναγέννηση του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία, σε φάση κρίσης, χαλάρωσης και εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Διοίκησης που ξεκινάει χρονικά περίπου την ίδια εποχή με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, σε συνδυασμό με τις αναπτυγμένες ελληνικές παροικίες στη Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την παρευξείνια ζώνη και ορισμένες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το ρόλο και τη σημασία του πολιτισμού στην επιβίωση, τη συνέχιση και την άνθιση του νέου Ελληνισμού. Κάτι που ευτυχώς έχει μια δική του εσωτερική δυναμική που, στην περίπτωσή μας, τραυματίστηκε, αλλά δεν αφανίστηκε από τις αντίρροπες δυνάμεις που τον αμφισβητούν έως και τον αντιμάχονται ή τον χρησιμοποιούν με άλλους σκοπούς αδιαφορώντας ή αγνοώντας τις επιπτώσεις των επιλογών τους σε βάρος του.

Μια απόδειξη γι’ αυτό είναι η ευθύνη των παραγόντων του ελληνικού κράτους στην καταστροφή του πολιτισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Κάτι που δεν είναι γενικά παραδεκτό, γιατί το επίσημο αφήγημα είναι ότι οι Τούρκοι κατέστρεψαν τον πολιτισμό των Ελλήνων της Ανατολής. Έτσι βόλευε την εξουσία, έτσι βόλεψε και τον εθνικιστικό λόγο, έτσι καθιερώθηκε να λέγεται. Αλλά δεν είναι αλήθεια ή είναι ένα μέρος μόνο της αλήθειας, γιατί αποκρύπτει τις τεράστιες ευθύνες όλων αυτών με εξουσία, πολιτικών, στρατιωτικών, οικονομικών παραγόντων, εκκλησιαστικών κύκλων, δημοσιογράφων και μερίδας των διανοουμένων, που παρέσυραν και μεγάλο μέρος του λαού σε μια τυχοδιωκτική εκστρατεία η οποία -στο όνομα της σωτηρίας του Μικρασιατικού Ελληνισμού- δεν λάβαινε καθόλου υπόψη τις τρομακτικές συνέπειες μιας τέτοιας επιλογής ακριβώς σε βάρος του Μικρασιατικού Ελληνισμού. Όπως δεν λήφθηκε υπόψη ο Ελληνισμός της Μαύρης Θάλασσας το 2019 όταν ο Βενιζέλος έστειλε 25 χιλιάδες Έλληνες στρατιώτες να πολεμήσουν στο πλευρό των Γάλλων αποικιοκρατών εναντίον της Επανάστασης των Μπολσεβίκων, με αποτέλεσμα να καταστραφεί ο εύρωστος Ελληνισμός της Οδησσού και της Κριμαίας.

Σε κορσέ

Η ακμαιότητα του Μικρασιατικού Ελληνισμού δεν βασιζόταν σε στρατιωτική ισχύ, ουδόλως. Βασιζόταν ακριβώς στη μη στρατιωτική, πολυεπίπεδη, πολυδιάστατη και πολύμορφη συστηματική καλλιέργεια και ανάπτυξη του πολιτισμού των ελληνικών κοινοτήτων μέσα σε έναν ωκεανό φυλών, θρησκειών και εθνών. Βασιζόταν σε κάτι πολύ βαθύτερο, με εσωτερική δημοκρατική λειτουργία και αυτοδιαχείριση των κοινοτήτων, με σχολεία σε όλη τη Μικρά Ασία, με επιστήμονες, αρχιτέκτονες, γιατρούς, δικηγόρους, τεχνίτες, τραπεζίτες, βιομήχανους, εμπόρους, δασκάλους, αγρότες, πλοιοκτήτες, μουσικούς, ζωγράφους, λογοτέχνες, εκδότες βιβλίων και κάθε λογής εντύπων, δημοσιογράφους, ηθοποιούς, φωτογράφους, ζωγράφους και ζαχαροπλάστες.

Με τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Τραπεζούντα, με αθλητικούς συλλόγους, καφενεία, θέατρα, κινηματογράφους και, βέβαια, εκατοντάδες εκκλησίες που συνάθροιζαν απανταχού τα μέλη των 2.150 κοινοτήτων (με στοιχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), ο πολιτισμός των Ελλήνων παρουσίαζε μια εκπληκτική συνοχή και ανθοφορία. Οι επικεφαλής του μικρού ελληνικού κράτους δεν μπόρεσαν ποτέ να καταλάβουν την κρίσιμη σημασία του Μικρασιατικού και Κωνσταντινουπολίτικου Ελληνισμού για τη διαχρονική ύπαρξη και εξέλιξη του ελληνικού πολιτισμού στο σύνολό του.

Αποπειρώνταν να στριμώξουν τον οικουμενικό Ελληνισμό μέσα στο στενό κορσέ ενός μικρού κράτους μη αντιλαμβανόμενοι ότι αυτός ο κορσές δεν θα τον άφηνε ποτέ να αναπνεύσει, να δημιουργήσει και να απογειωθεί.

Μπορεί να τον κατέστρεφαν οι Τούρκοι. Μπορεί, αλλά αυτό αποτελεί μια υπόθεση, ενώ τετελεσμένο γεγονός μη επιδεχόμενο υποθέσεις είναι ότι η καταστροφή προκλήθηκε ως συνέπεια της αποτυχημένης εκστρατείας του ελληνικού κράτους με τον Βενιζέλο και τον βασιλιά Κωνσταντίνο, διαδοχικά επικεφαλής.

Οι ιθύνοντες κινούμενοι μέσα στο πλαίσιο της εξάρτησης και της κηδεμονίας, με ένα πολλάκις πτωχευμένο κρατίδιο, στηρίχτηκαν στα δάνεια και τις υποσχέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, τελικά μόνο της Βρετανίας αφού οι Γάλλοι και οι Ιταλοί μάς εγκατέλειψαν σχεδόν από την αρχή, για να σύρουν τον Ελληνισμό στη μεγαλύτερη μάλλον καταστροφή της μακρόχρονης ιστορίας του. Η κουλτούρα της άρχουσας τάξης ήταν νοθευμένη, ετερόφωτη, εξαρτημένη, εξ ου και οι λογικές τους σαθρές και ανεδαφικές. Έτσι, πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι.

Ελληνίδες στην Άρτα μεταφέρουν λάσπη για να φτιαχτεί δρόμος, 125 χρόνια μετά την Επανάσταση… (φωτό Βούλα Παπαϊωάννου)

Από μνήμης

Οι πρόσφυγες που έφτασαν στο ελληνικό κράτος αποδεκατισμένοι με άδεια χέρια και ξυπόλητοι, δεν είχαν παρά μόνο μερικά σπασμένα κομμάτια από τον πολιτισμό τους, τίποτα υλικό, μόνο ό,τι κουβαλούσαν μέσα στο κεφάλι τους, γνώσεις, ιδέες, δεξιότητες, τραγούδια, προσευχές και μοιρολόγια με τα οποία προσπαθούσαν να μείνουν ενωμένοι και παραγωγικοί για να μπορέσουν να ανασυνταχθούν και να επανεκκινήσουν τις ζωές τους σε έναν άγνωστο και όχι ιδιαίτερα φιλόξενο τόπο.

Με αυτά τα ψήγματα πολιτισμού, όμως, στάθηκαν ξανά στα πόδια τους και μέσα σε ιστορικά ελάχιστο χρόνο κατάφεραν, χάρη στην κουλτούρα τους, περισσότερο κι απ’ τα χέρια τους, να αρχίσουν μια καινούργια ζωή και να προοδεύσουν. Βέβαια, ό,τι και να διασώθηκε, ήταν αδύνατο να αποκατασταθεί ο πλήρης και πλούσιος πολιτισμός αιώνων που διαλύθηκε και σκορπίστηκε ανεπιστρεπτί. Ήταν, όμως, τόσο ικανοί που δημιούργησαν ένα καινούργιο πολιτισμικό οικοσύστημα, άλλο έπος, στο οποίο όπως ήταν λογικό ενσωμάτωναν και αναμίγνυαν στοιχεία που υπήρχαν στον τόπο εγκατάστασής τους, δημιουργώντας νέα πολιτιστικά μορφώματα, από την κουζίνα και το χωράφι μέχρι τη μουσική και τη γλώσσα.

Αλλά κι αυτό το υπό καθεστώς ακραίας βίας νέο πολιτισμικό οικοσύστημα δεχόταν συνεχή πολεμική από την καθεστηκυία τάξη που ούτε την ευθύνη της καταστροφής ανέλαβε θαρραλέα και τίμια ούτε τα αναγκαία συμπεράσματα έβγαλε για τα αίτια της.

Ό,τι κατάφερε να περισώσει ο πρόσφυγας, δηλαδή ό,τι συγκρατούσε στη μνήμη του, γιατί όλα τα υλικά πράγματα είχαν εγκαταλειφθεί, χαθεί και καταστραφεί, γειτονιές, κτήματα, μαγαζιά, σπίτια, συγγενείς και φίλοι, ζωντανά, έπιπλα, πίνακες, εργαλεία, μεταφορικά μέσα, σχολεία, εκκλησίες, μνήματα, βιβλιοθήκες, όργανα μουσικής, κουρτίνες, κεντήματα, κατσαρολικά, άλμπουμ με φωτογραφίες, στέφανα, κοσμήματα, εικονίσματα, αγιάσματα, τα πάντα είχαν πάψει να υφίστανται. Ό,τι, λοιπόν, ήταν άυλο μετέφεραν οι πρόσφυγες, πέρα από κάτι χρήσιμο που χωρούσε μέσα σε ένα μπόγο.

Με αυτό λοιπόν το άυλο της μνήμης έπρεπε ο πρόσφυγας να ξαναχτίσει και το υλικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα ζούσε εφεξής. Τόσο πολύτιμο ήταν αυτό το άυλο, αυτός ο ασώματος πολιτισμός. Κι αυτοί οι πρόσφυγες, όσες πίκρες κι αν πήραν στους νέους τόπους εγκατάστασης, προσπάθησαν και κατάφεραν να αναμείξουν ό,τι πραγματικά μοναδικό είχαν με ό,τι δικό του είχε κι ο λαϊκός άνθρωπος που ήταν ντόπιος, παλιοελλαδίτης, που έμενε σε ένα χωριό ή σε ένα μαχαλά της Πάτρας ή της Θεσσαλονίκης, όπως το τραγούδι, το χορό, τα φαγητά που μαγείρευε, τα έθιμα που κρατούσε, τη γλώσσα που μιλούσε.

Κι έτσι χτιζόταν πέτρα-πέτρα, λέξη-λέξη, και η σχέση μεταξύ των προσφύγων και των ντόπιων και ένας νέος λαϊκός ελληνικός πολιτισμός.

Άνευ αξίας

Απέναντί τους, οι άψυχοι που κυβερνούσαν τον τόπο, η άρχουσα φάρα, ομαδοποίησαν ανθρωπολογικά, κοινωνικά και πολιτισμικά τους νιόφερτους και τους ντόπιους και τους κατέταξαν όλους, πρόσφυγες και γηγενείς, στην κατώτερη βαθμίδα της κοινωνίας, απορρίπτοντας τον άυλο πολιτισμό τους ως χυδαίο, ανατολίτικο, τουρκόφερτο, άνευ οποιασδήποτε αξίας. Είτε ήσουν από ένα χωριό της Βοιωτίας ή της Ηπείρου, είτε ήσουν από μια γειτονιά του Πειραιά ή της Νέας Ιωνίας, ο πολιτισμός σου δεν είχε καμία αξία.

Ούτε τα τραγούδια σου που παίζονταν με ζουρνά ή κλαρίνο ούτε τα τραγούδια σου που παίζονταν με σαντούρια και μπουζούκια. Και η φασολάδα που έτρωγες ήταν σήμα κατατεθέν της τάξης που ανήκες. Κι ας είναι σήμερα οι φασολάδες, οι λαχανοντολμάδες και οι φάβες γκουρμέ που τις πληρώνεις ακριβά στα κυριλέ εστιατόρια! Επί χρόνια έδειχναν τη φτώχεια.

Κι όμως, αυτοί οι λαϊκοί άνθρωποι επιζήσανε επειδή είχαν το δικό τους πολιτισμό, απ’ αυτόν κρατήθηκαν και χάρη σ’ αυτόν ανασυγκροτήθηκαν και διακρίθηκαν στη συνέχεια.

Ας πάρουμε το τραγούδι και το χορό. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά, τι έχουμε σαν χώρα; Με τι εκφραζόμαστε και διασκεδάζουμε και με τι μας ταυτοποιούν οι ξένοι; Με το μπουζούκι που μόνο αυτό κατάφερε να γίνει παγκόσμιο και να ταυτιστεί με το ThisisGreece, αυτό το λαϊκό όργανο που δεν χωράει σε μια συμφωνική ορχήστρα, κι αυτό αγαπούν οι περισσότεροι νέοι, απόδειξη φρέσκια η απήχηση της ταινίας για τον Καζαντζίδη. Και με τους ικαριώτικους και τους καλαματιανούς που λατρεύουν και τους χορεύουν σε όλη την Ελλάδα οι νέοι στα εκατοντάδες πανηγύρια στα οποία συρρέουν τα καλοκαίρια, φοιτητές και εργαζόμενοι αντάμα.

Τελικά, με το μπουζούκι, το κλαρίνο και τη φασολάδα από τη μια και με τα γράμματα απ’ την άλλη, που όλοι οι Έλληνες το έχουν ανέκαθεν καημό να μορφώσουν τα παιδιά τους, ανασυγκροτήθηκε ο κατεστραμμένος από τις αγριότητες και τις αστοχίες των ξένων και των υποτακτικών τους στην Ελλάδα, Ελληνισμός.

Ελληνόπουλα σε σχολείο στο Αγρίνιο, 125 χρόνια μετά την Επανάσταση… (φωτό Βούλα Παπαϊωάννου)

Γλωσσοδέτης

Μήπως κι αυτή η πλευρά του πολιτισμού, των γραμμάτων, δεν πολεμήθηκε με φοβερό φανατισμό; Μέχρι τη δεκαετία του 1950, 120 χρόνια από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, τα παιδιά στα περισσότερα χωριά πήγαιναν στο σχολείο ξυπόλητα!

Και η μακρόχρονη περιπέτεια της γλώσσας προσφέρει ένα απτό παράδειγμα για να κατανοήσει κανείς τι τράβηξε ο πολιτισμός μας και γιατί τελικά βγήκε σμιλεμένος από τις τριβές και τις κόντρες. Γιατί, αν χρειάστηκαν 141 χρόνια για να καταργηθεί η ξενόφερτη βασιλεία, χρειάστηκαν 160 χρόνια μέχρι να αξιωθεί η άρχουσα πολιτική, ακαδημαϊκή και κοινωνική τάξη να αναγνωρίσει τη δημοτική γλώσσα, τη γλώσσα του λαού ως ελληνική εθνική γλώσσα! Την έφτυναν τη δημοτική γλώσσα! Μέχρι πολύ πρόσφατα.

Στο γυμνάσιο και το λύκειο είχαμε σαν κύρια γλώσσα την καθαρεύουσα και επί πλέον μαθαίναμε αρχαία, γαλλικά και λατινικά (!), αλλά όχι τη δημοτική γλώσσα που όλοι μιλούσαμε και τραγουδούσαμε, τη γλώσσα που ακούγαμε στο θέατρο και το σινεμά και στην οποία διαβάζαμε τον Μικρό Ήρωα! Με τη δημοτική αποκλειστικά, κι ας είχες τελειώσει το Λύκειο, αισθανόσουν ημιαγράμματος ή ημιεγγράμματος. Δεν μπορούσες να αντιληφθείς τι έλεγε ένας νόμος, δεν καταλάβαινες τι έψαλλε ο παπάς, δεν μπορούσες να γράψεις μια αίτηση προς το δημόσιο. Γι’ αυτό ο Καραγκιόζης έκανε το γραμματικό και ξεστόμιζε διάφορες καθαρευουσιάνικες αρλούμπες.

Μπορεί να ήξερες όλη τη δημοτική ποίηση απ’ έξω, όπως πολλοί στα χωριά που ήξεραν και τραγουδούσαν ή απάγγελναν ολόκληρα κατεβατά στίχων που αφηγούνταν μακροσκελείς ιστορίες ερώτων και ηρωισμών, αλλά αυτό να μην μετράει και να λογίζεσαι αγροίκος, κατώτερος Έλληνας. Μπορεί να τραγουδούσες όλα τα λαϊκά τραγούδια και να διάβαζες τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και τα ποιήματα που έγραφαν ο Ψυχάρης, ο Βάρναλης και ο Παλαμάς, αλλά θα αισθανόσουν μειονεκτικά επειδή, μπροστά στις αρχές και τους μορφωμένους, δεν μπορούσες να γράψεις ή να μιλήσεις στην καθαρεύουσα.

Πόσοι και πόσοι άνθρωποι αποκλείστηκαν από τις σπουδές ή τα κατάφεραν με μεγάλη δυσκολία από τον τρόπο που ήταν στημένο όλο το εκπαιδευτικό σύστημα για να μην επιτρέπει σε όλους να αποκτήσουν τα ίδια σχολικά προσόντα και να διαιωνίζεται η κοινωνική ιεραρχία.

Σύμφωνα με στοιχεία των απογραφών πληθυσμού, το 1961, 3.179.676 Έλληνες, σε σύνολο 8.102.892, δεν είχαν τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο, δηλαδή περίπου το 40%!

Και είκοσι χρόνια αργότερα, το 1981, ο συνολικός αριθμός των αναλφάβητων άνω των 15 ετών ανερχόταν σε 1.726.459 διαμορφώνοντας το ύψος του αναλφαβητισμού στο 23,2% του συνολικού πληθυσμού.

Τελικά, βέβαια, ο λαϊκός πολιτισμός στο θέμα της γλώσσας νίκησε, αλλά ταλαιπωρήθηκαν πάρα πολλές γενιές και εκατομμύρια άνθρωποι έμειναν αγράμματοι καθυστερώντας την πρόοδο τη δική τους και όλου του τόπου.

Αυτό, όμως, που μας έσωζε ήταν ότι υπήρχε ζωντανός ένας πάρα πολύ βαθιά ριζωμένος πλούσιος προφορικός πολιτισμός. Πώς αλλιώς να εξηγήσεις το γεγονός που ένας λαϊκός φτωχός άνθρωπος, ένας χαμάλης κι αργότερα γδάρτης ζώων στα σφαγεία, στον Ταύρο, που είχε μόλις πάει στο Δημοτικό, ο Μάρκος ο Συριανός, έγραψε τα υπέροχα λόγια και τη μουσική της «Φραγκοσυριανής» που είναι δημοφιλής όσο κι ο εθνικός μας ύμνος;

Στόμα με στόμα και από αυτί σε αυτί ταξίδευαν και άνθιζαν οι μουσικές, τα ποιήματα, οι ιστορίες, τα ανέκδοτα, τα παραμύθια, τα μοιρολόγια, οι προσευχές και τα γλωσσικά ιδιώματα, σε κάθε κοινότητα ως την πιο ορεινή, την πιο απομακρυσμένη.

Προκύπτει, λοιπόν, ότι τα λαϊκά στρώματα είχαν δικό τους αμυντικό σύστημα, δικούς τους κώδικες επικοινωνίας και δικά τους εργαλεία για τις δικές τους τέχνες, για το δικό τους πολιτισμικό οικοσύστημα.

Ελληνοπόπ

Με τη γλώσσα δεν είχαμε μόνο τους καθαρευουσιάνους που ήταν εξαρτήματα ενός μηχανισμού εξουσίας που με κάθε τρόπο επιδίωκε να χωρίζει την κοινωνία στους πάνω και τους κάτω. Ή τους θρησκόληπτους που πίστευαν ότι η καθαρεύουσα είναι η γλώσσα του θεού. Υπήρχαν και καθαρευουσιάνοι που είχαν πιο ευγενή κίνητρα, που νόμιζαν ότι μόνο με την καθαρεύουσα θα αναβαθμιστεί το επίπεδό μας και το έθνος μας. Όλοι μαζί, πάντως, έκαναν δύσκολη τη ζωή και εμπόδιζαν την πρόοδο όλων των Ελλήνων με βάση τη γλώσσα που ακούει και μαθαίνει κανείς από τη μήτρα της μάνας του.

Κι αυτοί δεν ήταν το μόνο πρόβλημα. Γιατί το γλωσσικό παρεισέφρεε παντού. Έζησα πολύ έντονα στη δεκαετία του 1960 τη συζήτηση που γινόταν γύρω από την ποπ μουσική που μας άρεσε πολύ γιατί συνδεόταν με τάσεις ελευθερίας, χειραφέτησης, εκσυγχρονισμού και ανοίγματος στον έξω κόσμο.

Συζήτηση που είχε τα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης όχι μόνο ανάμεσα στο ελληνικό και το ξένο τραγούδι, αλλά και αν το ποπ τραγούδι που έπαιζαν οι Έλληνες μουσικοί θα έπρεπε να είναι ελληνόφωνο ή αγγλόφωνο! Κι αυτό δεν ήταν καθόλου ασήμαντο γιατί μέχρι να μπούμε στη δεκαετία του 1970, είχαν δημιουργηθεί πολλές εκατοντάδες συγκροτήματα που επηρέαζαν ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πιο ενεργού νεολαιίστικου κοινού.

Τελικά, χωρίς να ηττηθεί η άλλη πλευρά, επικράτησε το ελληνόφωνο που ζητούσε περισσότερο το νεανικό ακροατήριο κι αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι τα αγαπητά ελληνόφωνα συγκροτήματα όπως, ενδεικτικά, οι Charms, οι Olympians, οι Poll, οι Πελόμα Μποκιού και οι Νοστράδαμος, αλλά και οι πιο δημοφιλείς σόλο τραγουδιστές όπως ο Δημήτρης Πουλικάκος, ο Βαγγέλης Γερμανός και ο Παύλος Σιδηρόπουλος, πολλοί έβαζαν τότε σ’ αυτή την κατηγορία και τον πρώιμο Σαββόπουλο που τον θεωρούσαμε ροκ, έγραφαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά, στη δημοτική. Κι αυτό αυθόρμητα και ακαθοδήγητα, από τα κάτω, παρ’ όλο που οι αρχές ενθάρρυναν τα αγγλικά, όπως και τα γαλλικά ή τα γερμανικά, τα οποία κυκλοφορούσαν ελεύθερα και παίζονταν αλογόκριτα, σε αντίθεση με τα ελληνικά, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν ακίνδυνα καθώς λίγοι μπορούσαν να καταλάβουν τα λόγια τους κι επειδή οι κυβερνήσεις δεν ήθελαν να έχουν παράπονα από τους ξένους κηδεμόνες.

Αυτή η ελληνοφωνία στην ποπ μουσική που είναι καθαρά ξενικής προέλευσης, είναι χαρακτηριστική για το πως η κοινωνία προτιμούσε συνειδητά ή ασυνείδητα το δικό της πολιτισμικό κεκτημένο.

(Ομιλία με τίτλο «200 χρόνια μετά, η σημασία του ελληνικού πολιτισμού» σε εκδήλωση στο Χαλάνδρι που οργάνωσε το Σώμα Εθελοντών Χαλανδρίου με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου)

Συνεχίζεται

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!