Του Σταύρου Γεωργά
Στο De Rerum Natura, ο Λουκρήτιος μιλά για τα «λεπτά ομοιώματα» (tenuia simulacra), που αποσπώνται από την επιφάνεια των σωμάτων, όπως το φίδι χάνει το πουκάμισό του, και διαχέονται παντού: Tούτα τα «φαντάσματα της ύλης» (όπως έξυπνα μεταφράζει τον όρο ο K. Θεοτόκης) είναι, λέει, που προσβάλλουν το πνεύμα μας και μας τρομοκρατούν. Kαι εγγράφει την αποκάλυψη της απατηλής φύσης τους σ’ ένα αίτημα που τώρα θα το αναγνωρίζαμε ως κατεξοχήν διαφωτιστικό: στην ανάγκη να μην φοβόμαστε, να μην ξεγελιόμαστε πιστεύοντας ανοησίες… Δεν μπορώ να συλλάβω καλύτερο πρόγραμμα θεωρητικής εργασίας, προπάντων σήμερα, εδώ ή αλλού, όποια κι αν είναι η αφορμή, όσο στριμωγμένοι κι αν είμαστε: H διερώτηση περί προσομοιώσεων πρέπει να προηγηθεί κάθε άλλης, αν δεν θέλουμε να καλλιεργούμε πλάνες και να συσκοτίζουμε γράφοντας.
Στο χώρο της λογοτεχνίας διακινούνται επίσης προσομοιώσεις, που οφείλουν τη νομιμοποίησή τους στη σύστοιχη προσομοίωση «αξιολόγησης», η οποία οργανώνεται γύρω από πολιτιστικές σελίδες, μεταφράσεις εις την αλλοδαπήν, φεστιβάλ και μετρήσεις πωλήσεων. Τα εν λόγω ομοιώματα διαφέρουν από τα χοντροειδή, «παραλογοτεχνικά» best-sellers ως προς το ότι είναι λεπτά: Προσομοιώνονται εν προκειμένω τα τικ του μοντερνισμού, οι στυλιστκοί ελιγμοί που συνήθως απηχούν ένα όντως βαθύ «περιεχόμενο» κ.λπ. Πρέπει λοιπόν να φανταστούμε αυτά τα «ποιοτικά» ομοιώματα στο κέντρο ενός παράξενου κύκλου – σαν ένα λευκό σημάδι. Kαθώς όμως ανοιγόμαστε προς την περιφέρεια, το λευκό γκριζάρει βαθμηδόν – κι όταν φτάσουμε, έχει γίνει μαύρο: αγγίξαμε τη βδελυρή «παραλογοτεχνία». Aλλά και η περιφέρεια και το κέντρο ανήκουν, φυσικά, στον ίδιο κύκλο κυριαρχίας του Eμπορεύματος: μιλάνε τη γλώσσα του, οφείλονται στις νόρμες παραγωγής του. Tο παιγνίδι λευκού-μαύρου είναι μια στημένη παρτίδα, όπου ο αναγνώστης χάνει κυρίως όταν κερδίζει, τάχα, με τα λευκά: γιατί τότε έχει την αυταπάτη πως ενεργοποίησε γούστο και κριτήρια…
Kαι πάλι, όμως, δεν ξεμπερδέψαμε: Yπάρχει και δεύτερος βαθμός νόθευσης που κατασκευάζει ακόμη λεπτότερα ομοιώματα. Γιατί πρέπει εντέλει ν’ απαλλοτριωθεί, να προσομοιωθεί, εδώ όπως παντού, και η εναντίωση στο στημένο παιγνίδι… Την Κική Δημουλά εδώ και πολύ καιρό δεν την αφορά αυτός ο δεύτερος βαθμός νόθευσης – γιατί, όπως στο πείραμα του Παυλόφ, η έλλειψη θα έμοιαζε επικίνδυνα πια με κύκλο. Σταθμεύει στον πρώτο βαθμό, αποδεχόμενη τον αντίθετο κίνδυνο: να πιέζεται ολοένα περισσότερο η κρούστα «ποιότητας», καθώς το εμπόρευμα «συγγραφέας» (η δημόσια εικόνα του: η άλλη όψη του εμπορεύματος «ποιοτική λογοτεχνία») πάει να βγει στο προσκήνιο, με συνεντεύξεις, βραβεύσεις κ.λπ. Αλλά τι ωφελήσει άνθρωπος, όταν θ’ αποκαλυφθεί πως το Εμπόρευμα ήταν η ψυχή της δουλειάς του;
Προσοχή, όμως! Στο άλλο άκρο του φάσματος, όπου καταναλώνεται το προϊόν, η άλλη όψη του θριάμβου του Εμπορεύματος είναι, φυσικά, το λιντσάρισμα: εκεί ανήκει, στη Νυρεμβέργη της ψηφοφορίας αναγνωστών για το καλύτερο βιβλίο (οπότε αδίκως θρηνολογεί η Αριστερά για το ΕΚΕΒΙ). Και δεν είναι τυχαίο ότι σε λυντσάρισμα επιδίδονται ολοένα συχνότερα και ίσως εκ φύσεως (ως εκ της συνθήκης καθ’ εαυτήν δηλαδή) οι κάτοικοι της μπλογκόσφαιρας… Ώστε το πρόσφατο διαδικτυακό λυντσάρισμα της Κικής Δημουλά μού είναι διπλά απεχθές: είναι ούτως ή άλλως σιχαμερό – κι επιπλέον, εδώ, είναι και σκέτη υποκρισία.