Τα βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη συντρόφεψαν τα νιάτα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
Το όνομα του συγγραφέα υπήρχε σε κάθε στόμα, τα βιβλία και οι αναγνώσεις τους σε κάθε αριστερό και… «υποψιασμένο» σπίτι. Στο πέρασμα των χρόνων, βέβαια, έγινε ό,τι ήταν εφικτό να γίνει, ώστε να ξεθωριάσει η μνήμη του προσώπου και φυσικά του έργου του. Κάθε τι το ανθρώπινο, απλό, λαϊκό, βιωματικό και οδυνηρό δυσκολευόταν να βρει «θέση» στην κλίμακα «αξιών» που οικοδομούσε μεθοδικά ο μεταμοντέρνος εκσυγχρονιστικός πολτός.
Σε μέρες ζόφου όμως, όπως οι σημερινές, ο Λουντέμης, οι πραγματικές και οι μυθοπλαστικές περιπέτειες της γραφής του, τα πέτρινα χρόνια -που ξανάρχονται- καθώς και η ξεχασμένη ανθρωπιά φαίνεται να «ξανασμίγουν» με τη ζώσα σκηνή του κόσμου.
Ας θυμηθούμε, λοιπόν, τον Λουντέμη, ακριβέστερα ας δώσουμε το λόγο στον ποιητή Μάρκο Μέσκο που δεν τον ξέχασε ποτέ. Πέρα από τις προαναφερθείσες αφορμές, ας προστεθεί ακόμα μία. Φέτος συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα και τριανταπέντε από το θάνατό του. Το κείμενο του Μέσκου που δημοσιεύουμε στη συνέχεια -με περικοπές δυστυχώς, λόγω χώρου- εκφωνήθηκε στο χωριό Εξαπλάτανος τον Ιούλιο του 2012 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Λουντέμεια 2012» που οργανώθηκαν στον τόπο όπου ο συγγραφέας πέρασε τα εφηβικά του χρόνια. Η εν λόγω ομιλία καθώς κι ένα μικρό ανθολόγιο από το πεζογραφικό έργο του Λουντέμη -εκδόθηκαν σε δυο καλαίσθητα βιβλιαράκια- επιμελημένα και τα δύο από τον Μάρκο Μέσκο (βλ. εξώφυλλα στις φωτό).
Ένας ανιδιοτελής κλοσάρ πολίτης του κόσμου
Του Μάρκου Μέσκου
Μη φανεί παράξενο, τα βιώματα (πραγματικότητα και φαντασιωσικές μυθοπλασίες) είναι η αρχειοθήκη και του παρόντος συγγραφέα, του Λουντέμη εννοώ, από την οποία συνεχώς αρδεύεται-τροφοδοτείται καθώς εξελίσσεται η κειμενική του συνείδηση. Η διαπίστωση είναι ορατή και θετική στις δομές και στο ύφος του συνολικού του έργου
Κοντολογίς: Σώμα, ψυχή, συνείδηση, βιώματα, καθημερινή συμπεριφορά, όνειρα μελλοντικά, όλα Ένα!
Παρόμοια και χαρακτηριστική περίπτωση στον πνευματικόν κόσμο της νεοελληνικής γραμματείας και ο συγγραφέας Μενέλαος Λουντέμης, που γιορτάζουμε (φέτος) τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τα τριανταπέντε από το θάνατό του.
Η αίσθηση του γλυκού νερού και οι μετασχηματισμοί του, το ποτάμι και η λίμνη, η βροχή, το χαλάζι, η πρωινή πάχνη, ο τρελοβοριάς -ο Καρατζιόβας!- τα δέντρα με τ’ άνθη και τους καρπούς, τα ισότιμα φρονήματα (ίσκα και προσάναμμα και πριόβολος και τσακμάκι) όχι μόνο των ανθρώπων, η αναζήτηση του παραδείσου με δικαιοσύνη, ντομπροσύνη και αγαθότητα, όλα εξιδανικεύονται, σωστότερα εξανθρωπίζονται. Κάπου εδώ βρίσκονται τα θεμέλια των ιστοριών που θα οικοδομήσει από τότε.
Να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, από τις αφετηρίες της οντότητάς του.
Γεννήθηκε, λοιπόν, το 1912 στην Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης κι έφτασε εδώ, στον Εξαπλάτανο, λόγω των προσφυγικών ανταλλαγών, παιδί εκείνος, με την οικογένειά του. Ανήσυχος, φιλομαθής, ζωηρός, αεικίνητος και απέραντα ερωτικός στην κάθε του προσέγγιση, ένας λούντος* που λίγες φορές σιωπούσε.
Ιερή μανία να μιλήσει, να εκφραστεί, να πάρει το μέρος και την πλευρά των ταπεινών με τη «γλυκιά» του «σκυλοζωή», καθώς υπογραμμίζει ο ψυχισμός του, των κυνηγημένων και των καταφρονεμένων, όταν αυτός, ο Τάκης, ο «Μέλιος», ο χωλός ο «Κρίφ», με τα λιανά του χέρια, ταυτισμένος με τους ήρωές του, τον Κρίστα, τον μπάρμπα Ανέστη και τον Μπίθρο, αυτοδίδακτος και μορφωμένος περισσότερο από τη ζωή, θα μάθει λίγο-λίγο τα γράμματα και κατόπιν, λέει «θα τ’ αραδιάζει στο χαρτί, θα τα κάνει φωνές, θα τα κάνει καβγάδες, θα τα κάνει τουφέκια, μπαμπάκια, ό,τι θέλεις».
Ένας μαινόμενος, που μέσα και πλάι στον κοσμάκη συμπάσχων, θα παλέψει για τα δίκαιά του και τα όνειρά του. Τόσο απλά.
Ένας αφηγητής προικισμένος παραμυθάς, η γλωσσική του ευχέρεια του δίνει εύκολα τη δυνατότητα να πάρει από τις ψυχές των ανθρώπων της Εποχής του και να δώσει αντίδωρο το συγγραφικό του οικοδόμημα.
Ευαίσθητος παρατηρητής και ωτακουστής στην κοινότητα των ανθρώπων παραπονιέται, αγαπάει, σαρκάζει- εκπλήσσει στο μοντάζ της μυθοπλασίας του, ελάχιστες φορές ξαστοχά από το ουσιώδες. Μετωπικά απευθύνεται το μήνυμα της συνολικής συγγραφής του προς τους απλούς ανθρώπους αλλά και τους επαρκώς υποψιασμένους στα συμβαίνοντα.
Τον καίει η θεματογραφία του και τον φτερώνει ο λόγος του, που πιστεύει ότι δεν πάει χαμένος, κάτι μένει κάτι θα μείνει – αντέχουν και ισχύουν σήμερα πολλά κείμενά του.
Εδώ κάπου, λοιπόν, εκφράστηκε η ουμανιστική συνείδηση στη λογοτεχνία (στο δίπολο του 19ου και 20ού αιώνα, κυρίως) θεμέλιο της ανθρωπιάς με το σύγχρονο και προωθημένο εκφραστικό μηχανισμό, τον μοντέρνο τότε, που πάλεψε προς την κατεύθυνση της λησμονημένης κλασικής δικαίωσης. (Αυτόν τον ιστό, που διακαώς σήμερα -εποχή πολλαπλού ζόφου- επιχειρείται η ανατροπή του από τις θεωρίες του μεταμοντέρνου, «αυτό που ήταν κάποτε ανθρώπινο έχει τελειώσει πια» διαπιστώνεται, αλίμονο!).
Εκείνος, ο Μενέλαος Λουντέμης, σαν έτοιμος από καιρό, λίγο χρειάζεται για να προσχωρήσει στις επιταγές, τις κοινωνικές, της εποχής του.
Ο συγγραφικός του οπλισμός είναι επαρκέστατος. Γνωρίζει ταυτόχρονα τη νεοελληνική ηθογραφία, τον Βιζυηνό τον συντοπίτη του, τον Παπαδιαμάντη, τον Θεοτόκη και τον Βουτυρά, τον Πικρό και τον Ζάρκο συντάσσεται μαζί τους και ό,τι ομονοεί μεταφρασμένο στα βιβλιοπωλεία από τον Ουγκό και τον Ντίκενς, τον Ντοστογιέβσκι, τον Γκόρκι και τον Τσέχοφ, τον Χάμσουν – τον καθένα για διαφορετικούς λόγους.
Κοντεύουν τους πενήντα τόμους το συνολικό έργο του Μενέλαου Λουντέμη: Πεζογραφία, Ποίηση, Μονογραφίες προσώπων της νεοελληνικής γραμματείας, Μεταφράσεις και άλλα. Όμως, ας πάρουμε πάλι το νήμα της αναφοράς στο βίο του Λουντέμη από κει που προηγουμένως το ξεκινήσαμε.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν δυο φιλαράκια, ο Κοσμάς και ο Τάκης (ο Κοσμάς Λυμπεράκης και ο Τάκης Βαλασιάδης) δύο φίλοι που τρώγαν μαζί το σταφύλι. Ο ένας κατοικούσε στον Νερόμυλο (το διπλανό χωριό), ο άλλος στον Εξαπλάτανο. Γράμματα κολυβογράμματα -κι όμως στέρεα!- γνώρισαν από τους οικείους τους μέσα στα τόσα βάσανα της προσφυγιάς. Αργότερα, όταν χτίστηκε το μεγάλο, περικαλλές Γυμνάσιο στην Έδεσσα, έσπευσαν εκεί να πάρουν τις πρώτες «ανώτερες» σπουδές. […]
Κύλησαν τα χρόνια εμπεδώνοντας, εκόντες-άκοντες, τον προσωπικό τους χαρακτήρα. Ο Τάκης Βαλασιάδης […] κατεβαίνει στη Θεσσαλονίκη αναζητώντας πάντοτε τον ανύπαρκτον επιούσιόν του. Πιστεύει στα γράμματα που γνωρίζει, γίνεται ακόμη και δάσκαλος στα παιδιά των χειμαδιών στη Χαλκιδική για το βιοπορισμό του (ουδέν κακόν αμιγές καλού) ταχύτατα μαθαίνει και τη διάλεκτο των Σαρακατσάνων – δείγμα χαρακτηριστικό το διήγημά του Ο Πριόβολος ένα σπαρταριστό κείμενο των πρώτων καταβολών του.
Αν περίσσευε καμιά δραχμή, εκείνη θα πήγαινε στα βιβλιοπωλεία για την αγορά των αγαπημένων του συγγραφέων, ξένων και Νεοελλήνων.
Κάποτε-κάποτε χώνονταν σε κάποιοι σκοτεινό σινεμά ξαφνιάζοντας τους πάντες, εκείνος ένας τσομπάνης με την τραγίσια κάπα του, που ουρλιάζει (τάχα φοβισμένος) καθώς πετούν ψηλά τ’ αεροπλάνα του έργου «απειλώντας» τον.
…Κάπως έτσι επουλώθηκαν οι ερωτικοί νταλκάδες στα Βοδενά, που τόσο απρόβλεπτα τον απομάκρυναν από τα χωρικά του ύδατα.
Από ’δω κα πέρα ανοίγει νέο κεφάλαιο της προσωπικής του ιστορίας: τα θεατρικά μπουλούκια, που μεσοπολεμικά περνούν από τη Θεσσαλονίκη προς τη Βόρεια Ελλάδα, κινούν το ενδιαφέρον του νεαρού μας συγγραφέα.
Μπλέκει σ’ αυτά ακολουθεί άλλοτε τα θεατρικά σχήματα προς την Ενδοχώρα και άλλοτε, γιαλό-γιαλό, κατηφορίζει προς την πρωτεύουσα – είναι η εποχή «τότε που κυνηγούσε τους ανέμους», τακτικές στάσεις μετά από τα Τέμπη, η Λάρισα, ο Βόλος, η Αταλάντη, η Αθήνα (υπάρχουν αναφορές στα κείμενά του). Γνωρίζει πιθανόν και τον μονήρη συγγραφέα της Χαλκίδας, τον αιρετικό Γιάννη Σκαρίμπα και τα βιβλία του, την Περίπολο Ζ, τον Μαριάμπα, το Θείο τραγί- τον έλκουν.
Λίγο μετά, ο γάμος του με την Έμυ και η γέννηση της Μυρτώς (η αναζήτηση του επιούσιου πάντα παρούσα).
Στην Αθήνα γνωρίζει τους ομοτέχνους του και μπολιάζεται με τις όποιες αξίες τους.
Επιτέλους, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης, λέγεται ότι τον διορίζει υπάλληλον σε κάποια κρατική βιβλιοθήκη – επιτέλους αναπνέει! Σε λίγο του απονέμεται (στα 1938-39) και το κρατικό βραβείο διηγήματος. Τώρα πατάει καλύτερα στα πόδια του.
Έτσι τον βρίσκει ο πόλεμος του ’40 και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η Κατοχή, η ένταξή του στο απελευθερωτικό μέτωπο της χώρας.
Τα κατοπινά χρόνια είναι περισσότερο ευανάγνωστα:
Εμφύλιος, φυλακές, εξορίες, η άρνηση του Μενέλαου Λουντέμη ν’ αποκηρύξει τα πολιτικά του πιστεύω κάνοντας δήλωση μετανοίας.
Η αποφυλάκιση, με τους δικούς του προσωπικούς όρους, συμβαίνει μετά το 1952, γράφει και ολοκληρώνεται διαβάζοντας πάλι τον Γκόρκι, τον Χάμσουν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Ουγκό, τον Ντίκενς- μεταξύ άλλων γι’ αυτόν ο χαμένος χρόνος δεν είναι «χαμένος». Η ουμανιστική του συνείδηση (σαν έτοιμη από καιρό) βρίσκει εύκολα καταφύγιο στον ιστορικόν υλισμό, που τον διυλίζει έκτοτε στα πεζογραφικά του κείμενα- μαρτυρίες και στις επί μέρους επιλογές του.
Μια πρόσκληση από τη Βαρσοβία για κάποιο συνέδριο-χαιρετισμό, κάπου στα 1956, τον βρίσκει εκεί μα από τότε (και για είκοσι χρόνια) θα ζήσει εις την αλλοδαπήν αφού η επάνοδος στην πατρίδα του απαγορεύεται επίμονα. […]
Στα 1976, από τις πρώτες χρονιές της μεταπολίτευσης, επιστρέφει στην Αθήνα – θα τον υποδεχθεί σε λίγο και ο επιζών παιδικός του φίλος, ο Κοσμάς Λυμπεράκης!
Μα η μεγάλη του καρδιά δεν θ’ αντέξει πολύ: πεθαίνει, από ανακοπή, στο τέλος του 1976 αναγγέλλουν το θάνατό του οι εφημερίδες και τ’ άλλα Μέσα Ενημέρωσης. […]
Κάπου εδώ τελειώνει η ζωή του και οι περιπέτειες των γραφών του.
Έκλεισαν τα μάτια του για πάντα, αφήνοντας πίσω το πλούσιο συγγραφικό του έργο με τις αρετές του, τις ανησυχίες και τα όνειρά του- αξίζει να το διαβάζουμε και να το μελετούμε.
Σίγουρα ενδιαφέρουν οι βαθύτατες βιώσεις του: θέσεις-αντιθέσεις, συνθέσεις, στροφές, αποστροφές, τόνοι παιχνιδιών και απείρων σοβαρών παρατηρήσεων που προωθούνται όλα μαζί τις ουσίες και τα ευχόμενα βαθειά από την ψυχή του…
* Η λέξη λουντ, την οποία ο Λουντέμης διάλεξε ως ρίζα για το συγγραφικό του επώνυμο ακούγεται συχνά στην περιοχή που ανδρώθηκε και σημαίνει κάτι το… τρελό.