“Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι”. Συνέντευξη του Δημήτρη Οικονόμου στον Κώστα Στοφόρο.
Το Δημήτρη τον γνώρισα την εποχή που ακόμη ο Δρόμος ήταν μια ιδέα που ετοιμαζόμασταν να υλοποιήσουμε. Σχεδιάζαμε όλοι μαζί τις σελίδες του πολιτισμού… Την ίδια εποχή έτυχε να διαβάσω την Πόλη του Αναστέλλοντος Ηλίου, το πρώτο του μυθιστόρημα. Μια δυσοίωνη ματιά στο μέλλον, τότε που ακόμη δεν φανταζόμασταν όλα όσα θα συνέβαιναν στα χρόνια που μεσολάβησαν. Καθόλου τυχαία, το καινούργιο μυθιστόρημα του Δημήτρη Οικονόμου Μείνε για λίγο όταν θα έχουν φύγει όλοι, μας γυρίζει στο παρελθόν. Mας πάει στην ελληνική πραγματικότητα της δεκαετίας του ’90 και μας δίνει ένα νήμα για να κατανοήσουμε τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Συναντάμε τον πρωταγωνιστή του ως φοιτητή του Πολυτεχνείου στην εποχή των γεγονότων που είχαν οδηγήσει και στην πυρκαγιά του ιστορικού κτιρίου της Σχολής, ενώ παρακολουθούμε και την προσγείωση του στον «αληθινό κόσμο» όταν πιάνει δουλειά. Μεγάλη του αγάπη είναι η μουσική…
Όλος ο κόσμος του, το παραμύθι που κατά κάποιον τρόπο ζούσε, διαλύονται όταν σκάει η φούσκα του Χρηματιστηρίου. Καταρρέει. Οργίζεται. Η απολίτικη στάση του θα γίνει θυμός που θα τον οδηγήσει σε ένα ξέσπασμα βίας.
Είναι από τις λίγες φορές που διαβάζουμε κάτι που να αποτυπώνει με τόσο καθαρό τρόπο τα όσα συνέβησαν στους σημερινούς 35άρηδες-40άρηδες που «δεν θέλησαν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά να τον κατακτήσουν».
Μετά το άλμα στο μέλλον με το προηγούμενο βιβλίο σου, επιστρέφεις στο παρελθόν. Ήταν μια διαδικασία για να κατανοήσεις εσύ και οι αναγνώστες σου το σήμερα;
Το παρελθόν και το μέλλον στα δύο μου βιβλία ανακατεύονται και ουσιαστικά υποδηλώνουν αυτό που, απ’ ό,τι φαίνεται, αποτελεί στα πρώτα μου έργα το λογοτεχνικό μου σύμπαν. Το φαντασιακό μέλλον με το υπαρκτό παρελθόν, αν και φαινομενικά δεν έχουν καμία σχέση, στην πραγματικότητα διαπραγματεύονται τα ίδια θέματα: έρωτας, φιλία, πόλη, εξουσία, τέχνη. Πώς επηρεάζει η μία έννοια την άλλη, πώς αλληλεπιδρούν, τι γίνεται αν κάτι από αυτά απουσιάζει ή κάποιο διογκώνεται, αν κάποιο φθίνει, αλλοιώνεται ή κάποιο άλλο αναπτύσσεται περισσότερο; Μέσα από αυτή την όσμωση που αδιάκοπα με προβληματίζει προσπαθώ να δώσω μια προσέγγιση στο σήμερα, γνωρίζοντας όμως από πριν πως αυτό που συμβαίνει στο σήμερα είναι τόσο βίαιο, κυνικό και αμετάκλητο που δεν αρκεί μόνο ένα βιβλίο για να το εξηγήσει.
«Ένα βιβλίο για τη γενιά που δεν θέλησε να αλλάξει τον κόσμο, αλλά να τον κατακτήσει», διαβάζω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και νομίζω πως παρουσιάζεις όντως μια λεπτομερή εικόνα για τη γενιά των σημερινών 35άρηδων-40άρηδων. Τι βρήκατε τελικά;
Καθώς η κοινωνία μας τα τελευταία είκοσι χρόνια ζούσε μια επίπλαστη, στα όρια του ψυχωτικού, ευημερία η νεότερη γενιά, ενισχυμένη και από την πρωτοφανή έκρηξη της τεχνολογίας, που τα βρήκε όλα έτοιμα, χωρίς καμία στέρηση, μεγάλωσε με ένα «άγχος» να τα κάνει όλα γρήγορα. Να σπουδάσει, να μη χάσει χρόνο, να μπει αμέσως στην παραγωγική διαδικασία. Το πάρτι είχε ξεκινήσει και οι γονείς πίεζαν τα παιδιά να συμμετέχουν κι αυτά. Οι ρυθμοί ήταν φρενήρεις. Χωρίς ποτέ να ερωτηθούν τα ίδια τα παιδιά τι θέλουν να κάνουν στη ζωή τους συμμετείχαν σε μια ξέφρενη κούρσα. Αυτή η γενιά δεν άλλαξε τον κόσμο γιατί δεν είχε χρόνο. Έτρεχε στα φροντιστήρια και στις ξένες γλώσσες. Και φυσικά -όπως γράφω και στο πρώτο μου βιβλίο- οτιδήποτε ξέφευγε απ’ τον κανόνα, περιθωριοποιούνταν, οποιοσδήποτε έλεγε «εμένα δεν με ενδιαφέρουν αυτά» ήταν στην καλύτερη περίπτωση γραφικός. Όμως η εξουσία, το σύστημα -πείτε το όπως θέλετε- είναι αμείλικτο και υψώνει ένα ανυπέρβλητο τοίχος. Δεν είναι εύκολο για όλους να εισέλθουν, αλλιώς θα ήταν βορά στον καθένα. Κάποιοι τα κατάφεραν, οι πιο πολλοί όμως σπάσαμε τα μούτρα μας και τρέχουμε τώρα να εξηγήσουμε την αύξηση των ψυχιατρικών ασθενειών, των αυτοκτονιών, τη διάχυτη οργή, τη μοναξιά και τις διαλυμένες σχέσεις.
Η πολιτική διαπερνά το βιβλίο σου, αλλά ο πρωταγωνιστής σου είναι συχνά αποστασιοποιημένος. Κινείται από τον ένα χώρο στον άλλο ως θεατής. Για ποιο λόγο τον ήθελες να υπάρχει με αυτόν τον τρόπο;
Αυτό έχει γίνει εσκεμμένα. Υπήρξε μια εποχή, εκεί στις αρχές του ‘90, που ήταν της μόδας να μην ασχολείσαι με την πολιτική. Οι βουλευτικές εκλογές ήταν μπανάλ, οι αναποφάσιστοι ήταν νέα πολιτική κάστα, στα πανεπιστήμια και στις σχολές οι συνδικαλιστικές παρατάξεις αντιμετωπίζονταν με περιφρόνηση -όχι άδικα ίσως- σχολές που χρησίμευαν περισσότερο σαν προπαρασκευαστήρια για την αγορά εργασίας παρά της γνώσης, ο αθλητικός Τύπος κέρδιζε έδαφος σε σχέση με τον πολιτικό, όλα τα περιοδικά προωθούσαν το μοντέλο ενός ανθρώπου χωρίς κοινωνικό και πολιτικό ενδιαφέρον και, εν ολίγοις, το μόνο ενδιαφέρον που σου επιτρεπόταν ήταν το οικολογικό. Ένας φοιτητής εκείνης της περιόδου ακόμα και με αυτές τις ευαισθησίες δεν ήξερε πού να πατήσει, έψαχνε να βρει μόνος τις ισορροπίες του και αιωρούνταν μετέωρος.
Το βιβλίο μοιάζει αρκετά αυτοβιογραφικό. Ποια στοιχεία έχεις δώσει από τον εαυτό σου;
Το ένα τρίτο του βιβλίου μου αφορά μια ιστορία στην Αφρική με την οποία δεν είχα καμία απολύτως σχέση, ούτε ξέρω ή γνώρισα κάποιον που να έχει. Για την έρευνα μου, μάλιστα, επειδή πρόκειται για περιοχή η οποία είναι εδώ και χρόνια αποκλεισμένη από τη Δύση δεν υπήρχαν πουθενά πληροφορίες. Έπρεπε να μπω στα αρχεία τις CIA για να βρω χάρτες και φωτογραφίες. Μου ήταν πολύ εύκολο λοιπόν να βάλω τον ήρωά μου φοιτητή της Νομικής. Όμως επίτηδες τον βάζω του Πολυτεχνείου γιατί, κακά τα ψέματα, η επιστήμη που πρώτη επηρεάστηκε από την πολιτική επιλογή της ανάπτυξης μέσω των υποδομών τα τελευταία είκοσι χρόνια, τόσο σε ακαδημαϊκό επίπεδο όσο και ως αντικείμενο εργασίας, δεν ήταν η δικανική αλλά εκείνη του πολιτικού μηχανικού. Και φυσικά είναι κι αυτή που πρώτη βιώνει την κρίση στο πετσί της σήμερα. Από τα φαραωνικά έργα στη μετανάστευση. Γινόταν ένας πόλεμος και ο ανθυπολοχαγός, χωρίς κανένα άσμα ούτε ηρωικό ούτε πένθιμο, ήταν ο νεαρός μηχανικός. Άρα, δεν είχα άλλη επιλογή, έτυχε.
«Η καινούργια χάραξη, η καινούργια πολιτική ήθελε τους οδηγούς και τους ταξιδιώτες μονίμως βιαστικούς και προσηλωμένους στον προορισμό. Χωρίς χρόνο για ταξίδι. Μόνο για στόχους. Διαφωνούσε με όλο του το είναι. Με όλη του την ύπαρξη», λέει κάποια στιγμή ο ήρωάς σου . Τι σημαίνουν για σένα τα ταξίδια;
Η εξέλιξη της κοινωνίας, με τη βοήθεια τη τεχνολογίας πάντα, σου απαγορεύει να χαθείς. Τα κινητά τηλέφωνα, τα GPS, οι κάμερες. Άρα σου απαγορεύει το ρίσκο. Δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτό. Για μένα το κάθε ταξίδι είναι μία αναβάπτιση. Είναι χρόνος που περνάς με τον εαυτό σου, τους αγαπημένους σου ανθρώπους, είναι οι καινούριες εμπειρίες, είναι μ’ άλλα λόγια η γνώση. Κάθε ταξίδι είναι ένας νέος ορίζοντας και μια αναζωογόνηση.
Κάποια στιγμή ο ήρωάς σου, στη διαδήλωση της Πράγας γίνεται βίαιος. Παίρνει ένα καδρόνι και αρχίζει να σπάει βιτρίνες. Είναι από τις λίγες φορές που διάβασα κάτι που ξεφεύγει από την «πεπατημένη» για το θέμα. Εσύ πώς αντιμετωπίζεις/ ερμηνεύεις το ζήτημα της βίας;
Έχω κατασταλάξει πια πως η βία υπόκειται σε διαχωρισμούς. Ο διαχωρισμός αυτός ενυπάρχει στη φύση της βίας τη στιγμή που ο ίδιος ο νόμος αλλά και η ηθική σε καλύπτουν στην περίπτωση της αυτοάμυνας. Άρα, αυτομάτως, η αποδοχή της βίας ορίζεται από το κίνητρο. Δεν ισχύει το «καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται». Η πολιτική ή κοινωνική βία ως έκρηξη και ξέσπασμα είναι απολύτως ανεκτή και πολλές φορές απαραίτητη. Ποιος μπορεί να καταδικάσει έτσι απλά, με ένα φιρμάνι, τα επεισόδια στο Λος Άντζελες το 1991 ή στο Παρίσι το 2005; Χωρίς πολιτική βία, από την άλλη, δεν γίνεται τίποτα. Θέλει νεκροί χιλιάδες να δίνουν το αίμα τους. Δεν θέλει;
Όμως στη βία δύσκολα μπαίνουν όρια και σε μια κοινωνία είναι πολύ δύσκολο να συγκρατήσεις και να διαχωρίσεις την έκρηξη από το βανδαλισμό. Τον βανδαλισμό δεν τον επικροτώ, σε καμία περίπτωση. Αλλά γίνομαι έξαλλος στην προσπάθεια ορισμένων να τα εξισώσουν όλα και να τα υποβαθμίσουν. Πώς είναι δυνατό να βάζεις στο ίδιο σακί τα ρατσιστικά και φασιστικά βίαια επεισόδια με έναν άνθρωπο απελπισμένο που σπάει βιτρίνες, γιατί δεν έχει μέλλον;
Είναι, άραγε, αργά πια για τη γενιά σου; Η μάχη έχει χαθεί;
Η πρώτη μάχη έχει χαθεί. Η χρυσή ευκαιρία της γενιάς μου ήταν πέρυσι με τους Αγανακτισμένους. Όμως ακόμα κι εκεί κουβαλούσαμε τα φοβικά μας σύνδρομα. Δεν θέλαμε κόμματα, πολιτικούς ή μεμονωμένους ανθρώπους να την «κουκουλώσουν», κάποια στιγμή στην κάτω πλατεία μιλούσε ο κάθε πικραμένος κι έτσι μια μεγαλειώδης συγκέντρωση, κατεξοχήν πολιτική, κατέληξε απολιτίκ. Χωρίς ηγέτη κανένα κίνημα δεν προχωράει από μόνο του. Παρ’ όλα αυτά ελπίζω, δεν χάνω την αισιοδοξία μου. Συντελούνται τεράστιες ζυμώσεις, προβληματισμοί καινούργιοι, τίθενται θέματα κοινωνικο-υπαρξιακά και είναι θέμα χρόνου κάτι καλό να βγει από αυτό και μάλιστα σε πολλά επίπεδα. Όπως ακριβώς ελπίζουν και οι ήρωές μου.