της Αφροδίτης Κατσαδούρη
Μεγαλειώδεις εποχές παραδοξότητας. Φθινόπωρο, λίγο καλοκαίρι, χειμώνας, ξανά φθινόπωρο, πάλι καλοκαίρι. Οι εποχές μιμούνται τα αδιέξοδα των θνητών, λικνίζονται με στυλ στη δοκό των μεταπτώσεών μας και έχουν αρχίσει να μας μοιάζουν. Συρρικνώνονται, μικραίνουν, λιγοστεύουν. Έτσι όπως καταργήθηκαν εν μια νυκτί στους μοντέρνους δρόμους μιας πόλης τα παλιομοδίτικα μεσοδιαστήματα εξηγήσεων, αναλύσεων, συντροφικής διαλεκτικής και οικείων μοιρασμάτων. Πώς το επιζητούσαμε παλιά: «δεν γίνεται να τα εξαφανίσουμε όλα πατώντας ένα κουμπί;». Να που τα καταφέραμε.
Θαρρείς πως η τρικυμία της ταχύτητας στις σύγχρονες μητροπόλεις εξαφάνισε τα σιγανά μεστώματα του χρόνου και κατατρόπωσε την ακεραιότητα των εποχών παίρνοντας στον ταχύπαλμο λαιμό της τις υποδιαιρέσεις του έτους. Ναι, ο πανίσχυρος ρυθμός των σφοδρών μητροπόλεων θέλει ταχύτητα, σβελτάδα, προσωπικά ρεκόρ και μια πανσπερμία ταραχής να ζώνει το κορμί σου. Είναι εκτός μόδας οι συλλογισμοί και οι αναπαμοί. Δεν υπάρχουνε πια βοηθητικά προοίμια, εισαγωγές, γοητευτικά πρελούδια των όσων θα ακολουθήσουν. Οι εποχές είναι μονάχα δυο και η ευτυχία που σε ταΐζανε παιδί ήταν άλλο ένα ανήθικο τρικ για να μεγαλώσεις και να χορέψεις (σ)τον σκοπό τους.
Τώρα, βρέξει δεν βρέξει, φυτρώνουν οι καταιγιστικοί ρυθμοί, οι αναπνοές χωρίς ανάσα, τα αστραπόβροντα από τις ηλεκτρικές φωνές στο τρελαμένο άστυ, το καινούριο φλερτ στις εφαρμογές, το επόμενο άγχος στο LinkedIn, το επόμενο σαλάγισμα στο καινούριο στέκι, το καινούριο ζευγάρι new balance που ακόμα πιστεύεις, χαζέ, πως θα σε αναπτερώσει.
Εδώ που φτάσαμε συμφωνούν οι ανθρωπολόγοι και οι μετεωρολόγοι. Δεν υπάρχουν πια 4 εποχές. Ισοπεδώθηκαν οι διακυμάνσεις. Τώρα μια ευθεία γραμμή διανύει μονοκόμματα τον χρόνο, μπορεί και να νοσηλευόμαστε στην εντατική – ποιος ξέρει, και μας χαράζει ατιμώρητη, καθώς εμείς, θεατές της δικής μας ζωής, παρακολουθούμε σαν από μακριά την ιστορία που είμαστε πρωταγωνιστές δίχως να προβάλλουμε αντιστάσεις. Σπίτι, δουλειά, κίνηση, σπίτι. Αυτές είναι οι εποχές μας πια. Άνομβρες, σκυθρωπές, βασανισμένες, κατηφείς, υγρές, απεγνωσμένες, καμιά φορά ζεστές, μα πάντα κρύες.
Ο χρόνος χάλασε. Δεν μηδενίζει. Απ’ όταν σε έφτυσε η μήτρα στην πραγματική ζωή τίποτα δεν καταλαγιάζει. Παλιά μηδένιζε στην παιδική χαρά, σε κάποια υπαίθρια αλάνα ή βαλσαμώδη αγκαλιά. Άπαξ και έπιασες δουλειά ο χρόνος σε γλυκοκοιτάζει σαν λουκουμάκι.
Μόνο αν τύχει και πετύχουμε το σκουπιδιάρικο στο δρόμο για το σπίτι ξανά μηδενίζει. Εκεί φυτρώνει λίγη άνοιξη μονάχα όσο κι αν θυμώνεις. Στα φανάρια που κρατάνε μια αιωνιότητα κοιταζόμαστε όλοι βαρύθυμοι και ανήμποροι με μια στοργική οικειότητα. Μικροί και μεγάλοι, εκνευρισμένοι ενήλικες και ρομαντικά παιδιά, μηχανόβιοι και οδηγοί αυτοκινήτων, ελεύθεροι και παντρεμένοι, χωρισμένοι και «σε σχέση», εραστές και γελασμένοι. Καταλύονται τα όρια, εγκλωβίζεται το συμπαγές απρόσωπο κι από τα ανοιχτά παράθυρα του διπλανού ι.χ. εισβάλλουμε ανεπίγνωστα συντροφικοί στη μοναξιά των μοναχών για να μοιραστούμε τη θλίψη που κυκλοφορεί ελεύθερη και ωραία στους θραυσματικούς δρόμους μιας μεγάλης πόλης. Το άγχος τώρα δεν είναι πότε θα ανάψει το φανάρι, αλλά, αν η αυτή η ζωή κρύβει ένα πράσινο λιβάδι στο τέλους του δρόμου.