Με Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών, Βραβείο Κοινού και Βραβείο ΠΕΚΚ στις 25ες Νύχτες Πρεμιέρας, η ταινία «Οι Άθλιοι», του 39χρονου Γάλλου, με καταγωγή από το Μαλί, κινηματογραφιστή και ηθοποιού Λατζ Λι, αποτελεί φόρο τιμής στον κορυφαίο Βίκτωρα Ουγκώ. Η ταινία βασίζεται στην ομώνυμη μικρού μήκους που είχε σκηνοθετήσει το 2017 ο Λι, με υλικό από τα γκέτο των προαστίων, στα ίδια λημέρια που εμπνεύσθηκε και ο Ουγκώ, ενάμιση αιώνα πριν, τους περίφημους «Άθλιους».
Ιδρυτικό μέλος τής εδώ και 25 χρόνια καλλιτεχνικής κολλεκτίβας Κουρτραζμέ, μαζί με τον σκηνοθέτη Ρομέν Γκαβράς και τον φωτογράφο Ζι Άρ (JR), ο Λατζ Λι επιδίδεται από τη δεκαετία του ’90 στη δημιουργία ντοκιμαντέρ, για τη ζωή στο γκέτο. Ειδικά μετά τις εξεγέρσεις του 2005, καταγράφει πραγματικά βίντεο από βιαιοπραγίες σε περιπολίες και επιδρομές ένοπλων αστυνομικών.
Στην πρώτη βραβευμένη μεγάλου μήκους ταινία του, ο σκηνοθέτης δηλώνει πως το σενάριο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα που έχει βιώσει στις περιοχές όπου και ο ίδιος συνεχίζει να ζει και να εργάζεται.
Καταγράφοντας κυρίως μέσα από ντοκιμαντέρ, αλλά και στη μυθοπλαστική εκδοχή του, το σινεμά-βεριτέ, τις κοινωνικές συνθήκες εδώ και πάνω από μισό αιώνα, ο κινηματογράφος αποδεσμεύτηκε από τον ψυχαγωγικό του ρόλο, απέκτησε βαρύτητα ιστορικής καταγραφής των σύγχρονων κοινωνιών και αναδείχτηκε σε ισχυρό καταγγελτικό μέσο. Μετά τον «κινηματογράφο-μάτι» της σοβιετικής πρωτοπορίας, όπου η αντίληψη του σκηνοθέτη για τη νεωτερικότητα ταυτίζεται με ό,τι και όπως το κινηματογραφεί με την κάμερά του, αλλά και μετά την «κάμερα-στυλό» της προσωπικής έκφρασης των Γάλλων σκηνοθετών-δημιουργών, η κάμερα στην εποχή της αμφισβήτησης, των ανατροπών και των εξεγέρσεων στα τέλη του ’60, και ειδικά κατά τον Μάη του ’68, αλλά και μετέπειτα, στους αγώνες των λατινοαμερικάνικων χωρών, μετατράπηκε σε «κάμερα-όπλο», απέναντι σε κάθε καταπίεση και συστηματική καταστολή.
Ο Λι καταγράφει την εύθραυστη καθημερινότητα των παριζιάνικων προαστίων, που μετασχηματίζεται και αναπαράγει προκαθορισμένες σχέσεις ισχύος, τις οποίες στην ταινία εύστοχα μεταφέρει στο παζάρι, σκιαγραφώντας ανάγλυφα ένα εξουσιαστικό σύστημα, όπου καθένας κατέχει συγκεκριμένο ρόλο. Αρχηγοί συμμοριών ελέγχουν διαχωρισμένες ζώνες με τσιράκια και πληροφοριοδότες, αστυνομικοί ασκούν πίεση και ενίοτε εκβιάζουν. Διάλογοι σε άπταιστη αργκό αποκαλύπτουν τη διάχυτη ταξική δυσφορία που καταλήγει σε βίαιη εκτόνωση, με καθημερινούς τσαμπουκάδες, όπως και στις ταινίες του Σπάικ Λι, 30 χρόνια πριν, για την αμερικάνικη πανσπερμία φυλών και εθνοτήτων στις «κακόφημες» γειτονιές σε Μπρόνξ και Μπρούκλιν.
Συμμορίες από αγριεμένους τσιγγάνους θηριοδαμαστές τσίρκου, ένοπλοι Άραβες διακινητές, αδελφότητες Ισλαμιστών, που προσεγγίζουν παιδιά για προσηλυτισμό, κακοπληρωμένοι οικογενειάρχες αστυνομικοί, με το χέρι στη σκανδάλη, σε καθημερινές ριψοκίνδυνες περιπολίες και στη μέση, πλήθος παιδιά ενός κατώτερου Θεού, πριν καταλήξουν σε στρατιές ανέργων, τοξικομανών και γκάνγκστερ.
Η κλοπή ενός μικρού λιονταριού από ένα τσίρκο, που διέπραξε ο Ισά, ένα 13χρονο αγόρι αφρικανικής καταγωγής, θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα μιας ανεξέλεγκτα εκρηκτικής κατάστασης.
Στο άνοιγμα της ταινίας, με φόντο την Αψίδα του Θριάμβου, στο πανηγυρικό παραλήρημα της νίκης της Εθνικής Γαλλίας, όπου όλοι τραγουδούν με μια φωνή τη Μασσαλιώτιδα, ο φακός εστιάζει στην παρουσία του Ισά, τυλιγμένου με τη γαλλική σημαία, για να επισημάνει μια κρίσιμη αντίφαση. Οι απόγονοι μεταναστών, γαλλικής υπηκοότητας, ενστερνίζονται τη γαλλική ταυτότητα, ταξικά όμως παραμένουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, δίχως ίσες ευκαιρίες.
Στην ταινία καταδικάζεται και η χρήση των όπλων «φλάς-μπολ», που εκτοξεύουν λαστιχένιες σφαίρες, που δεν αποκλείεται να προκαλέσουν σοβαρότατους τραυματισμούς, ακόμα και θάνατο.
Μέσα από την πανοπτική κινηματογράφηση των ντρόουν, σημαντική είναι η ανάδειξη της χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής και χωροταξίας των πολυώροφων εργατικών πολυκατοικιών (HLM), μεταπολεμικό μοντέλο κατοικίας για χαμηλά εισοδήματα σε Γαλλία, Αλγερία, Σενεγάλη και Κεμπέκ, που έδωσε λύση στέγασης στην αυξημένη εισροή μεταναστών από αγωνιζόμενες για ανεξαρτησία αποικίες, στα μέσα του ’50. Η διάταξη αυτών των τεράστιων όγκων οριοθετεί εικόνα γειτονιάς, που αποκομμένη από τον υπόλοιπο κοινωνικό ιστό, γρήγορα μετατράπηκε σε γκέτο.
Συγκρατημένος σκιαγραφείται ο χαρακτήρας του φιλοσοφημένου ισλαμιστή Σαλάχ, που πουλάει κεμπάπ, με ζωγραφιά στο μαγαζί του του φημισμένου Αφροαμερικανού πυγμάχου Μοχάμεντ Άλι, ακτιβιστή κατά των διακρίσεων και αρνητή στράτευσης στον πόλεμο του Βιετνάμ, που λειτουργεί ως ισχυρό πρότυπο επιρροής των αφρικανικής καταγωγής μεταναστών. Δίνοντας στην κλοπή του μικρού αγοριού μια διαφορετική οπτική, με στόχο την απόδοση δικαιοσύνης, ο Σαλάχ επισημαίνει πως στην αφρικανική κουλτούρα, το λιοντάρι αποτελεί σύμβολο ρώμης και μεγαλοπρέπειας και δεν θα έπρεπε να βρίσκεται κλεισμένο σε κλουβί. Το αδάμαστο λιονταρόπουλο θα μπορούσε να συμβολίζει τον ίδιο τον Ισά.
Οι διάλογοι των αστυνομικών αποκαλύπτουν μια αυτονόητη για τους ίδιους συστηματική κατάχρηση εξουσίας, αλλά και μια βαθιά ριζωμένη νοοτροπία πως σε ακραίες συνθήκες, έχουν δικαίωμα να δρουν υπεράνω νόμων, δίχως απολογίες και τύψεις.
Η διακριτική χρήση της ηλεκτρονικής ατμοσφαιρικής μουσικής σε συγκεκριμένες στιγμές συνοδεύει και τη χαρακτηριστική σκηνή, όπου οι τρεις αστυνομικοί της περιπολίας, μετά το κρίσιμο τραγικό συμβάν, επιστρέφουν στα σπίτια τους ανακουφισμένοι, με τη μουσική να συνδέει την κοινή τετριμμένη καθημερινότητά τους με αυτή των άλλων κατοίκων της κακόφημης περιοχής.
Ωστόσο, η δύναμη της ταινίας του Λι δεν έγκειται τόσο στην καταγραφή της έκρυθμης κατάστασης, όπως στο ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος με συγκρούσεις στα γκέτο, αλλά κυρίως γιατί αποτολμά στη συνέχεια να δείξει τις συνέπειες της επιβολής της αυταρχικής εξουσίας, που αναπαράγει στο πολλαπλάσιο μίσος και βία, καταλήγοντας σε μια αδυσώπητη σύγκρουση που νομοτελειακά συνεχίζεται επ’ άπειρο, χωρίς να αφήνει κανέναν αλώβητο. Η αναφορά στην αρχή της ρήσης του Ουγκώ από τους Άθλιους «δεν υπάρχουν μήτε κακοί άνθρωποι, μήτε κακά βλαστάρια, υπάρχουν μονάχα κακοί καλλιεργητές», εκφράζει την πολιτική θέση του Λι. Δεν τον ενδιαφέρει άλλη μια ιστορία για τα κακόφημα προάστια που κάθε τόσο καίγονται, αλλά να καταστήσει εμφανείς τους μηχανισμούς που οδηγούν σε ταξική σύγκρουση, ως μοναδική αντίδραση στη βία της φτώχιας. Όσο παραμένει η νοοτροπία του ισχυρού να συνθλίβει και να ταπεινώνει τον αδύναμο, η σύγκρουση και η εξέγερση αποτελούν μονόδρομο. Η ταπείνωση του αγοριού που από θαύμα δεν σκοτώθηκε από την πλαστική σφαίρα, πυροδότησε τέτοιο μίσος και οργή σε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που οπλίστηκαν με θάρρος και αποφασιστικότητα να πολεμήσουν με ό,τι μέσο διαθέτουν, ακριβώς επειδή δεν έχουν τίποτα να χάσουν.
Με αφετηρία την εξεγερσιακή παρακαταθήκη του Ουγκώ, ο Λατζ Λι βασίζεται στην παράδοση του γαλλικού πολάρ, του αστυνομικού σινεμά και πιάνοντας το νήμα από εκεί που τελείωσε το «Μίσος» (1995) του Κασσοβίτς, προχωρεί παραπέρα, για να φτάσει στο σήμερα, παρουσιάζοντας μια πλήρη εικόνα των άθλιων συνοικιών, όπου τα παιδιά των μεταναστών γίνονται οργισμένοι μικροί πολεμιστές και ένθερμοι μελλοντικοί ηγέτες μιας ανελέητης ταξικής εξέγερσης, στην αναζήτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης που τους έχουν στερήσει.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]