Ανθολογος: Λουκάς Αξελός
ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΑ
(1895-1964)
Εισαγωγή του Δον Κιχώτη
Η μέσα μου ζωή στάθηκε μια φυγή ενός αλόγου ατίθασου
Δεν ήξερα να διασχίσω όλο τον κόσμο
Δεν αγαπούσα παρά ένα κορίτσι
Κι αποκοιμήθηκε σχεδόν όλο το πρωινό.
Το γέρικο άλογο έπεσε άθλια ράκη
Πού αύριο, θα τα μασούν σκουλίκια και ποντίκια
Αγάπη μου: Να ο κανόνας που δεν υπάρχει σε βιβλία
Μένεις βουβή με τους αγκώνες στο τραπέζι.
Θα σου πω ό,τι θα ακούσεις πιο ύστερα
Δίπλωσε το στοχασμό μου σ’ ένα φουστάνι μεταξένιο
Ώσπου να νιώσεις τσούξιμο στα μάτια – και νάσαι νύφη
Κι ώσπου να γίνει ο στοχασμός μου ένα βιβλίο.
Γύρισε
Γύρισε γύρω απ’ το φάρο ο φωτοστέφανος
του γαλανού πουλιού
Μέσα στα μισοσκόταδα που τρυπανίζουν το μήκος
των ατμών
Και μέσα στο νερό πέσανε σα λείψανα αρχαγγέλων.
Το ψωμί και τα λουλούδια μπαγιατέψαν
Μέσ’ στις εντάφιες σκήτες είν’ οι φίλοι μας
καθώς ξερά δεμάτια.
Μονάχη σου διπλώνεις για το γιο σου τους ποικίλους
στοχασμούς σου.
Μόνο το τραίνο σέρνει τους αρμούς σου
Σα μια φυγή ενός ζώου με πληγωμένα σπλάχνα
Ένας άνθρωπος κρεμάστηκε
Ένας άνθρωπος κρεμάστηκε και κοιτά
Να σαλεύει τις γάμπες του
Διασκεδάζει με τις γάμπες του
Και κλαίει ολόψυχα τη βλακεία του
Τώρα που φεύγει η ζωή του.
Και ολόψυχα προσπάθησε
Να κάνει όνομα και σταδιοδρομία
Να πάρει αέρα της ζωής
Πολύ αργά – και βλαστημάει.
Ούτε και το σχοινί δε γλυστρά
Κύριε Βέντεκιντ
Δίπλα φέγγει ακόμα μια λάμπα
Μα όχι αρκετά.
Το παρατηρεί δειλά κι αυτό
Όταν πετά η παιδικότητα
Όταν τριγύρω κάθε τι γίνεται μαλακό και ήσυχο
Και καταστρέφεται κι ακούει – Ω, Αουρέλια.
Μετάφραση: Κώστας Ασημακόπουλος