Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΝΤΕΝΙΖ ΛΕΒΕΡΤΟΦ
(1923-1997)
Γυναίκα Μόνη
Όταν δεν μπορεί να ’ναι σίγουρη
ποιος απ’ τους δύο εραστές ήταν εκείνος με τον οποίον ένιωσε
τούτη ή εκείνη τη στιγμή της ηδονής ή κάτι φλογερό
να τη ραβδώνει απ’ το κεφάλι ως τις πατούσες, έτσι όπως η λευκή
φλόγα ενός καταρράκτη ραβδώνει μια βουνοπλαγιά
που την κοιτάς από ένα αυτοκίνητο που διασχίζει μια κοιλάδα,
αλλάζει ταχύτητα, γυροφέρνει ένα γκρεμνό,
ανηφορίζει…
Όταν μπορεί να κάθεται ή να περπατά για ώρες μετά από μια ταινία
μιλώντας με θέρμη, ανάμεσα σε ξεσπάσματα γέλιου,
με φίλους, χωρίς ν’ ανησυχεί
που είναι αργά, δείπνο τα μεσάνυχτα, ο χρόνος της
να περνά δίχως να μετρά την αλλαγή…
Όταν το μισό κρεβάτι της είναι καλυμμένο με βιβλία
και κανείς δεν μένει ξάγρυπνος επειδή το πορτατίφ είναι αναμμένο
και βγάζει το τηλέφωνο απ’ την πρίζα για να κοιμηθεί ως το μεσημέρι…
Τότε
η αυτολύπηση στεγνώνει, μια χαρά
αμόλυντη από ενοχή την συνεπαίρνει.
Φοβάται, αλλά όχι τη μοναξιά:
Φοβάται να αντιμετωπίσει το γήρασμα
του κορμιού της – να αντιμετωπίσει
τις φωτογραφίες και τον καθρέφτη. Αισθάνεται
τόσο νεότερη και ομορφότερη
απ’ όσο δείχνει. Όταν είναι χαρούμενη
– ή ακόμη καταμεσής
μιας όχι και τόσο χαρούμενης ώρας, ιδρώνοντας
υπομονετικά μέσα σ’ ένα κύμα καύσωνα στην πόλη
ή ακούγοντας τα σπουργίτια το ξημέρωμα, πληκτικά γκρίζο,
άτονο, στον ήχο της κούρασης –
ένα είδος λυπημένης ευφορίας την κάνει να πιστεύει
στο μέλλον της: ηλικιωμένη, περιπλανώμενη,
σταφιδωμένη και καφετιά,
οι μικρές απολαύσεις της μέσης ηλικίας φευγάτες,
να κοιτάζει πόλεις και ποτάμια, ανθρώπους και βουνά
χωρίς κανείς να την προσέχει. ούτε κατσούφα, ούτε θλιμμένη,
μια γριά γυναίκα που πίνει κρασί, που ξέρει
τους παλιούς χορταριασμένους δρόμους και γελά μονάχη της…
Το ξέρει πως δεν γίνεται:
Αυτή είναι η κυρία Φέρσου–όπως–σου – φέρνονται από το Water Babies
κανείς δεν μπορεί να περπατήσει τον κόσμο πια,
έναν κόσμο γεμάτο αναθυμιάσεις και ντεσιμπέλ.
Ωστόσο, σκέφτεται, ίσως
θα μπορούσε να γίνει σκληρή και σοφή, κατά κάποιον τρόπο,
τέλος πάντων. Τουλάχιστον
τώρα έχει περάσει πια την ηλικία του πένθους
και μπορεί να πει χωρίς ντροπή και ψευδαισθήσεις:
Ώ ευλογημένη μοναξιά
Μετάφραση: Κώστας Χατζηκυριάκος
Επίλογος
Νόμισα πως είχα βρει ένα κύκνο
μα ήταν χιονόχηνα αποδημητική.
Νόμισα πως δέθηκα αόρατα με τη ζωή κάποιου άλλου
μα βρέθηκα πιο μόνη μαζί του παρά χωρίς αυτόν.
Νόμισα πως βρήκα φωτιά
μα ήταν το φως καθώς στραφτάλιζε σε λαμπερές πέτρες.
Νόμισα πως πληγώθηκα βαθιά
μα ήτανε μονάχα μελανιά.
Μετάφραση: Λιάνα Σακελλίου