Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ (1919-1983)
Η Ποίηση
Μα εσύ Ποίηση,
που έντυνες μια φορά τη γυμνή μέθη μας,
όταν κρυώναμε και δεν είχαμε ρούχο να ντυθούμε,
όταν ονειρευόμαστε γιατί δεν υπήρχε άλλη ζωή να ζήσουμε,
δεν θα υπάρξουν πια σύννεφα για να ταξιδέψουμε
τη ρέμβη μας;
δεν θα υπάρξουν πια σώματα για να ταξιδέψουμε
τον έρωτά μας;
Μα εσύ Ποίηση,
που δε μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ Ποίηση,
που δεν μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ, το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο Θάνατος
που η Μοναξιά
που Σιωπή,
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.
Ομορφιά
Ευγενικό ό,τι πέθανεν εδώ,
που στοίχειωσε το πέταγμα των γλάρων.
Αβρόν ό,τι κι αν πέρασε απ’ το φάρο
κι έζησε λίγο στην υγράν οδό,
κι ο ψίθυρος ωραίος των επωδών,-
μνήμης ράθυμο κίνημα βλεφάρων-
για τον αρμονικό θάνατο Ικάρων
που ζήσανε τη ζωή των ευωδών
αιθέρων. Το βήμα άρρωστων παιδιών,
που τους φλογίζει δέος υγρό τα μάτια,
ήρεμα ανησυχεί τα κρύα δωμάτια…
Όλα είναι ωραία. Και, μόνο, των φιδιών
το σώμα, νιώθουμε, της αμαρτίας
τα τέκνα, οι ωχροί, οι ξένοι άλλης πολιτείας.
Έρωτας
Ο εξοχικός δρόμος, που χανόταν
στον ορίζοντα, η πόλη, τα βιβλία, τα σκεύη, η μέρα
όταν τα φώναζε με τ’ όνομά τους, ή όταν
στο μυστικό φως τα έδινε η νύχτα,
Εσένα ονόμαζαν. Μεταμορφώνονταν σ’ Εσένα,
παίρνοντας το δικό σου σχήμα και με τις δικές σου
συνήθισαν να εκφράζονται κινήσεις.
Έτσι, όλη τη μέρα Σ’ έβλεπα και τόσο
Σε αγκάλιαζα σφιχτά, που από το αγκάλιασμά σου
πολύ πονούσα. Και τον πόνο τούτο
τόσο ένιωθα, τόσον εννοούσα, ώστε εννοούσα
πώς, επιτέλους, υπάρχουν τα πράγματα και πώς υπάρχω..
Το σχήμα τους πήραν τα πράγματα. και πάλι
η πόλη τ’ όνομά της. και ξανά ο δρόμος
δρόμος έγινε εξοχικός: μέσα στην τύρβη
των αληθειών του κόσμου τούτου
έχασα πια το πρόσωπό σου. Έμεινε η πείρα
των σχημάτων που το σχήμα τους χάνουν, – μαθητεία
σκληρή, για να κερδίσω μια μονάχα
στιγμή της ύπαρξής μου.