Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΟΥΪΛΛΙΑΜ ΣΑΙΞΠΗΡ (1564-1616)
Τα Σονέτα
15.
Όταν το συλλογίζομαι πως όλα μεγαλώνουν,
Για μια στιγμή είναι τέλεια κι ύστερα παρακμάζουν,
Κι ότι η πελώρια αυτή σκηνή είν’ ένα θέαμα μόνον
Και τ’ άστρα που την κυβερνούν κρυφά, την σχολιάζουν,
Και βλέπω πως σαν τους βλαστούς οι άνθρωποι γεννιούνται,
Τους ενθαρρύνει και τους πλήττει ο ίδιος ουρανός,
Πριν μαραθούν μες στο χυμό της νιότης τους καυχιούνται,
Ώσπου στη λήθη χάνεται ο ακμαίος τους ανθός,
Τότε οι σκέψεις του άστατου βίου μπροστά μου υψώνουν
Εσένα που είσαι πλούσιος σε νιότη αστραφτερή.
Φθορά και χρόνος βιάζονται, για την πρωτιά μαλώνουν
Ποιος θ’ αλλάξει τη μέρα σου σε νύχτα ρυπαρή.
Μα εγώ για σένα πολεμώ: από το Χρόνο αρπάζω
Ό,τι σου πήρε και μ’ αυτό και πάλι σε μπολιάζω.
27.
Τρέχω γα το κρεβάτι μου. ο κόπος με τσακίζει.
Γλυκιά ζητάει ανάπαυση το εξαντλημένο σώμα.
Μα ευθύς μες στο κεφάλι μου ένα ταξίδι αρχίζει,
Κι ενώ τα μέλη σχόλασαν, ο νους δουλεύει ακόμα.
Γιατί ευθύς οι σκέψεις μου ζητούν μακριά να φύγουν
Ένα προσκύνημα προς σε με ζήλο ν’ αρχινήσουν.
Τα μάτια μου που έγερναν διάπλατα μου ανοίγουν
Και τα σκοτάδια των τυφλών τους λένε ν’ ατενίσουν.
Και της ψυχής μου η όραση, στης φαντασίας τα δίχτυα,
Στο βλέμμα μου τ’ αόμματο τη σκιά σου παρουσιάζει:
Πως κρέμεται σαν κόσμημα μες στην απαίσια νύχτα!
Η μαύρη μοιάζει καλλονή, η γριά της όψη ακμάζει.
Τρέχει το σώμα το πρωί, τη νύχτα η φαντασία:
Για χάρη σου, για χάρη μου δεν βρίσκουν ησυχία.
140.
Γίνε σοφή όσο και σκληρή: άλλο μη μου πιέσεις
Τη φιμωμένη υπομονή μ’ οργή και καταφρόνια.
Αλλιώς θα μου δανείσει η οδύνη λέξεις και οι λέξεις
Τον πόνο μου θ’ αφηγηθούν που θ’ άξιζε συμπόνια.
Θα σου ’λεγα αν σου δίδασκα φρόνηση και σοφία,
Να λες ότι με αγαπάς κι ας μη με αγαπάς.
Κοντά στο θάνατο οι ασθενείς έχουν μια οξυθυμία
Κι απ’ τους γιατρούς μόνο ένα ακούν: «πολύ καλά τα πας».
Γιατί αν απελπιστώ εγώ κι αν ίσως τρελαθώ,
Πάνω στην τρέλα να σε κατακρίνω κινδυνεύω.
Κι ο μοχθηρός ο κόσμος μας γέμισε πια κακό:
Αφτιά τρελά τους συκοφάντες τους τρελούς πιστεύουν.
Τέτοιος για να μη γίνω, ευθεία κράτα τη ματιά σου
Επάνω μου, κι ας ξαστοχεί η περήφανη καρδιά σου.
146.
Κέντρο του αμαρτωλού πηλού μου εσύ, φτωχή ψυχή,
Κατάστικτη απ’ τις άγριες δυνάμεις που σε ντύνουν,
Γιατί κλεισμένη εδώ υποφέρεις και λιμοκτονείς,
Ενώ έξω ζωγραφιές λαμπρές τα τείχη σου φαιδρύνουν;
Αφού έχεις διορία μικρή, γιατί τόση χλιδή
Γι’ αυτή τη φθίνουσα έπαυλη που κατοικείς ξοδεύεις;
Σκουλήκια θα κληρονομήσουν τέτοια υπερβολή;
Αυτά θα φαν τα πλούτη σου; Εκεί το σώμα οδεύει;
Άσε τον δούλο να χαθεί ψυχή μου για ν’ ακμάσεις.
Φτιάξε απ’ την πείνα σου σοδειά: Τις ώρες αν πωλήσεις
Τις μάταιες, ουράνια συμβόλαια θ’ αγοράσεις.
Έτσι εσύ μέσα θα τραφείς κι ο πλούτος έξω ας σβήσει.
Μάρανε εσύ τον Θάνατο που τους θνητούς μαραίνει,
Κι έτσι αν πεθάνει ο Θάνατος, κανείς δε θα πεθαίνει.
Μετάφραση: Λένια Ζαφειροπούλου