Της γυναίκας η καρδιά
Της γυναίκας η καρδιά ξεμυτάει με την αυγή,
Αβάσταχτη αλαφροφτερώντας, μοναχό πουλί,
Τα πυργιά, τις λαγκαδιές της ζωής πανωγυρνά,
Στον ντόρο των αντιλάλων, σπίτι που τους λέει η καρδιά.
Της γυναίκας η καρδιά με τη νύχτα υποχωρεί,
Κι είν’ στα χάλια της που μπαίνει μες σε αλλότριο κλουβί,
Πολεμάει ν’αποξεχάσει τα άστρα οπού έχει ’νειρευτεί
Όσο σπάει, σπάει, σπάει στων κιγκλίδων τη σκεπή.
Τα μικρά όνειρά μου
Διπλώνω τα μικρά όνειρά μου
Μες στην καρδιά μου απόψε,
Και να γοργοξεχάσω προσευχιέμαι
Τις βασανιστικές τους όψεις.
Του χρόνου δάχτυλα καπάτσα μου σουρώνουν
Το κούτελο με τέχνη αμείλικτη, κακιά –
Διπλώνω τα μικρά όνειρά μου
Απόψε, μέσα στην καρδιά.
Μεροληψία
Αυτοί οι στυγνοί, μιαροί ομίχλης κρίκοι,
με μια απειλή μακάβρια σμιχτοί,
που σαν θηλιών ορίζοντες τον κόσμο το μικρό μου
βόλτα φέρνουνε σφιχτοί,
Τη θέληση παγώνουν για φτερούγισμα, χορό, φευγιό, την τοξεμένη,
Και πίσω ρίχνουν την ψυχή στο πήλινο καβούκι της στασιασμένη:
Κάτω απ’ τις κρουστιασμένες σιγαλιές,
μια Αίτνα κείται κοχλασμένη,
Που κι αν κοιμάται των φουρνιών της η φωτιά – ποτέ της δενπεθαίνει!
Αντιμεταθέσεις
Δεν απηχούν πάντα τα χαμογέλια κέφι,
Μήτε μετριέται η θλίψη με ρονιά
Ότι γυρεύει η λύπη μάσκα χρυσωμένη
Κι ανάσασμα στα δάκρυα η χαρά.
Σα σηκωθώ ψηλά
Σα σηκωθώ πάνω απ’ τη γη ψηλά
Και χαμηλά κοιτώ όσα με δένουν πράγματα,
Αεροχτυπάω τα φτερά μου
Ή στέκω ασάλευτη,
Σάμπως λιβάνι μ’ απαντά•
Κύμα το κύμα ανάκαρα βαρβάτη,
Σα σηκωθώ πάνω απ’ τη γη ψηλά
Και χαμηλά κοιτώ όσα με δένουν πράγματα.
Μετάφραση: Νίκος Λάϊος