Το τραγούδι της αναχώρησης

Οι άντρες φεύγουν για τον πόλεμο,
ζωσμένοι τόξα και φαρέτρες∙
μάνες, γυναίκες και παιδιά τους συνοδεύουν ποδαρόδρομο.
Και να, η σκόνη σκέπασε τη γέφυρα του Νότου,
τώρα γυρίζουν σέρνοντας τα πόδια τους,
μαζεύουν τα κουρέλια τους κι αναστενάζουν,
κι οι στεναγμοί τους ανεβαίνουνε ψηλά,
ολόισια στον ουρανό.
Οι διαβάτες ρωτούν τους φαντάρους στο δρόμο
κι αυτοί τους αποκρίνονται:
Είναι στο ριζικό του καθενός της αναχώρησης η μέρα.
Στα δεκαπέντε του θα πολεμήσει στο Βοριά
στο Κίτρινο Ποτάμι
και στα σαράντα θα βρεθεί βιγλάτορας στα Δυτικά.
Φεύγει λοχίας από το χωριό με το φουλάρι στο κεφάλι,
γυρνά με γκρίζα τα μαλλιά και για το μέτωπο πάλι τραβά.
Το αίμα χύνεται στο μέτωπο
μια λίμνη αίμα
κι όλο μας σπρώχνει πιο βαθιά ο πολεμόχαρος αφέντης.
Δεν ξέρετε πως στο Τσαν-Τουγκ πόχει τα χίλια τα χωριά
δέκα χιλιάδες πιο μικρά, διακόσιες πολιτείες,
εδώ και κάμποσο καιρό φυτρώνουν μόνο αγκάθια;
Τώρα γυναίκες σέρνουνε τ’αλέτρι στα χωράφια μας,
τι κι αν τα στάχυα φύτρωσαν πάνω στους τάφους.
Προχωρούν οι φαντάροι μας σπρωγμένοι σαν τους σκύλους –
πόσο φριχτές κι ατέλειωτες είν’ οι πορείες…
Όποιον και να ρωτήσεις,
ανήμπορος να κρύψει την πίκρα του.
Το χειμώνα που πέρασε
ο φορατζής μας γύρευε και φόρο.
Είναι στα χρόνια μας δυστύχημα να κάνεις γιο
κι είναι χαρά να γεννηθεί μια θυγατέρα∙
μπορεί να την παντρέψεις μ’ ένα γειτονόπουλο,
όμως ο γιος τα χόρτα θα ’χει μνήμα.
Δεν είδατε κοντά στη λίμνη Κου-κου-νόρ;
κανείς δε μάζεψε τα κόκαλα π’ ασπρίζουν.
Οι καινούριοι νεκροί σκιρτούν, οι παλιότεροι θλίβονται,
ακόμα και μες στη βροχή ακούγονται οι στεναγμοί τους.

Φθινοπωριάτικη Νύχτα

Ξάστερη νύχτα. Η δροσούλα σταλάζει.
Ξεχειλισμένο το ποτάμι, αναπαύεται.
Απ’ τον έρημο λόφο, στοιχειωμένες ψυχές
αθόρυβα πλανιούνται μες στη νύχτα.
Του φαναριού το φως ακίνητο,
ξεχωρίζει διάφανο μες στο σκοτάδι.
Το καινούριο φεγγάρι, κρεμάστηκε στον ουρανό
την ώρα πόσβηναν κι οι τελευταίοι θόρυβοι,
τα χρυσάνθεμα ξυπνούν,
οι άνθρωποι νανουρίζουν τις λύπες τους.
Όρθιος στη βεράντα, μ’ όλο το βάρος στο μπαστούνι μου,
ξεχάστηκα κοιτάζοντας τη Μεγάλη Άρκτο,
τον ποταμό στο βάθος γραφικό κι αδιάφορο.

Μετάφραση: Αμαλία Τσακνιά

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!