Οι Γριούλες
Στον Victor Hugo
I
Στων γηραιών πρωτευουσών τους δαιδαλώδεις δρόμους,
που η φρίκη και τα πάντα εκεί μαγείες καταντούν
παραφυλάω, στου κεφιού μου υπάκουος τους νόμους,
κάποιες υπάρξεις θελκτικά ρημάδια να περνούν.
Κάποτε αυτά τα τέρατα – Λαΐδες κι Επονίνες! –
γυναίκες ήταν! Τώρα πια, καμπούρες και στρεβλές,
ας νιώσουν λίγη αγάπη μας! Έχουν ψυχή κι εκείνες
καθώς μεσ’ στ’αποφόρια τους τα τρύπια ριγηλές
σέρνονται από τον άδικο βοριά μαστιγωμένες,
τρομάζοντας στων αμαξιών τον τόσο ορυμαγδό
και σφίγγοντας στον κόρφο τους λουλουδοκεντημένες
τσαντούλες, θεία λείψανα μεσ’ στον κατατρεμό.
…………………………………………………
Παρατηρήσατε ποτές το φέρετρο πώς μοιάζει
ενός παιδιού και μιας γριάς, πώς ίδια είναι μικρό;
Σοφός στα δυο τα φέρετρα ο θάνατος ταιριάζει
παράξενο ένα σύμβολο και συγκλονιστικό.
Και μέσα στο πολύβοο Παρίσι, όταν κοιτάζω
στους δρόμους ένα ασθενικό πλάσμα ν’ αργοπερνά,
λέγω πως φεύγει αθόρυβα και μεσ’ στο νου μου βάζω
μιαν ύπαρξη που σε καινούριο λίκνο της περνά,
εκτός αν ασχολούμενος με τη γεωμετρία
δεν εξετάσω, βλέποντας τους ανισοσκελείς,
το πόσο ο εργάτης πάσχισε να βρει τη συμμετρία
για να’χει εντάξει φέρετρο στα μέτρα του ο καθείς.
Από ένα εκατομμύριο δάκρυα πλημμυρισμένα
τα μάτια αυτά ένα μέταλλο τα ιρίδισε ψυχρό.
Θέλγητρα ακατανίκητα κρατάνε αποκρυμμένα
γι’αυτόν που η Μοίρα εφύλαξε γαλούχημα πικρό!
IV
Στωικές, υπομονετικές, βαδίζετε για μέρες
στις πόλεις τις τεράστιες και τις χαοτικές,
μάνες αιματοστάλαχτες ή άγιες κι εταίρες,
με τ’όνομά σας άλλοτες η καθεμιά γνωστές,
εσείς, που κάποτε ήσασταν μια φήμη και μια χάρη,
σήμερα γίνατε άγνωστες κι ενώ σας προσπερνά
κάποιος μεθύστακας γελά και δήθεν σας φλερτάρει
κι ένα αλητάκι δίπλα σας το πηδηχτό αρχινά.
Ντρέπεστε να’στε ζωντανές, σκιάχτρα ρυτιδωμένα,
τοίχο με τοίχο φοβισμένες πάτε και κυρτές,
κανείς πια δε σας χαιρετά περίεργα πεπρωμένα,
συντρίμματα ανθρωπότητας έτοιμα για ταφές!
Μα εγώ, που με στοργή από δω σας βλέπω να περνάτε,
στήνω το μάτι ανήσυχο στο διάβα σας τ ’αργό
σα να ήμουνα πατέρας σας κι αθέλητά σας πάτε
να μου θυμήσετε χαρές που πάντα νοσταλγώ:
Να φέγγουν ν’ανεμίζονται τα πρώιμά σας πάθη
τα ζοφερά ή τα χρυσά σε μια εποχή πικρή,
τεμαχισμένη μου η καρδιά ζει τα πολλά σας λάθη
κι απ’ όσες είχατε αρετές μου φλέγεται η ψυχή.
Ερείπια εσείς! Φαμίλια μου! Μυαλά δικές μου φάρες!
Σας στέλνω εγώ κάθε βραδιά χαίρε αποχωρισμού!
Πού θα σας εύρει τ’ αύριο, ώ Εύες μου ογδοντάρες,
τώρα που μπήγεται σ’ εσάς το νύχι του Θεού;
Μετάφραση: Αλέξανδρος Μπάρας