Μεθάτε
Πρέπει να είμαστε όλο μεθυσμένοι.
Είναι το παν: η μόνη λύσις.
Για να μη μας βαραίνη το φριχτό φορτίο του Χρόνου,
που μας τσακίζει και μας σπρώχνει στη γης,
πρέπει ένα μεθύσι δίχως τελειωμό.
Μα με τι; Με κρασί, με ποίηση ή μ’ αρετή, διαλέχτε.
Όμως, μεθάτε.
Κι’ αν κάποτες ξυπνήσετε, ίσως πάνω σε σκάλες αναχτόρου,
στο χλωρό χορτάρι μιας τάφρου, μέσα στη μοναξιά
της ίδιας κάμαρής σας, και νοιώσετε πως το μεθύσι σας
σας πέρασε, ή, κιόλα, πως κοντεύει να περάση, τότε ρωτήσετε
τον άνεμο, το κύμα, τ’ άστρο, το πουλί, και το ρολόγι,
το κάθε τι που φεύγει, κλαίει, τρέχει, που τραγουδάει,
που μιλεί, τι ώρα νάναι. Θε να σας πουν, κι’ ο άνεμος, και τ’ άστρο,
το ρολόϊ και το πουλί: «Είναι η ώρα για το μεθύσι.
Για να μην είσαστε οι ανελέητοι σκλάβοι του Χρόνου,
μεθάτε, μεθάτε δίχως τελειωμό.
Με κρασί, με ποίηση ή μ’ αρετή, διαλέχτε».
Το Λιμάνι
Ένα λιμάνι είναι ένας τόπος όλο χάρες, για μια ψυχή,
που απόκαμε από τη σκληρή την πάλη τα ζωής.
Η άπλα τ’ ουρανού, η διαβατάρικια των σύννεφων αρχιτεκτονική,
της θαλασσας η ατέλειωτη εναλλαγή των αποχρώσεων,
των φάρων τα λαμπρά φωτοβολήματα, είναι ένα πρίσμα θαυματουργό
όπου δίνει πάντα χαρά στα μάτια δίχως ναν τα κουράση ποτέ.
Τα σχήματα τα ευγενικά των καραβιών,
με τις περίπλοκες αρματωσιές, καθώς σαλεύουνε στο κύμα αρμονικά,
διατηρούνε συνεχώς, μεσ’ στην ψυχή,
το αίσθημα της ευμορφιάς και του ρυθμού.
Κι’ είναι, πριν απ’ όλα, μιαν ηδονή μυστηριώδης κι’ υψηλή,
για κείνον που δεν του μείναν πια
ούτε φιλοδοξίες ούτε περιέργειες, να κυττάζη,
ξαπλωμένος πάνω στη βίγλα ή ακουμπισμένος ήρεμα στο παραπέρασμα της
προκυμαίας, όλη τούτη την κίνηση αυτών που επιστρέφουν
κι’ αυτών που φεύγουν, αυτών που έχουν ακόμη τη δύναμη
να θέλουν κάτι, τον πόθο να ταξιδέψουν και να πλουτίσουν.
Απώλεια Φωτοστέφανου
– Ε! τι! σεις εδώ, φίλτατε; Σεις, σε τούτο το αισχρό μέρος!
Σεις ο λάτρης της πεμπτουσίας, της θείας αμβροσίας
ο καταναλωτής! Μα την αλήθεια, με το δίκιο μου πρέπει να σαστίσω.
– Να σας πω, αγαπητέ μου: γνωρίζετε τον τρόμο που με
πιάνει με τ’ άλογα και τ’ αμάξια. Προ ολίγου, ενώ διέσχιζα
τη λεωφόρο βιαστικός, χοροπηδώντας στις λάσπες, μέσα
σ’ αυτό το κινούμενο χάος, όπου ο Χάροντας
καταφθάνει καλπάζοντας απ’ όλες τις μεριές, το φωτοστέφανό μου,
με μιαν απότομη κίνηση, γλύστρησε απ’ την κεφαλή μου κι’ έπεσε
μέσα στο βούρκο της δημοσιάς. Δεν είχα το κουράγιο
να σκύψω ναν το σηκώσω. Έκρινα λιγότερο δυσάρεστο να χάσω
τα διακριτικά μου, από τον κίνδυνο να μου τσακίσουν τα κόκκαλα.
Κι’ έπειτα σκέφτηκα: ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Τώρα πια είμαι λεύτερος να κυκλοφορώ αγνώριστος, να κάμω
ταπεινές πράξεις και να παραδίνωμαι στη χυδαιότητα, σαν
τους κοινούς θνητούς. Και να με, ολόϊδιος με σας, όπως με βλέπετε.
– άπρεπε, τουλάχιστο, να δημοσιέψετε μιαν αγγελία ή να
ειδοποιήσετε το κοντινότερο αστυνομικό τμήμα.
– Μπα, όχι! Είμαι πολύ καλά εδώ που βρίσκουμε.
Κυτάχτε πως μόνο σεις μ’ αναγνωρίσατε.
Άλλωστε η αξιοπρέπεια μ’ ενοχλεί.
Και στο κάτω κάτω της γραφής, χαίρουμαι
με τη σκέψη πως ίσως το βρη κάνας κακός ποιητής
και το στολιστή αυθαδέστατα.
Να δημιουργήσω έναν ευτυχή, τι ηδονή!
αι προ πάντων έναν ευτυχή, που θα με κάμη να ξεκαρδίζωμαι!
Βάλτε με νου σας τον Τ, ή τον Ω.
Ε! τι θαύμα που θάναι!
Μετάφραση: Νίκος Εγγονόπουλος