Της νύχτας ο ανανεωμένος θάνατος
Της νύχτας ο ανανεωμένος θάνατος
όταν πια δε μας μένει παρά το σύντομο φως της συνείδησης
κι η ξάπλα μας δίπλα στα βιβλία
απ’ όπου οι λέξεις το’σκασαν χωρίς φυγή,
σταυρωμένες στο χέρι μου επάνω,
και μες στην οικογενειακή ετούτη κρύπτη
όπου υπάρχει σε κάθε καθρέφτη και σε κάθε γωνιά
η μαρτυρία του εγκλήματος
κι όπου αφήνουμε στις ντουλάπες της
τη χρυσαλίδα των ανεπανόρθωτων αποχαιρετισμών
που μ’ αυτούς πρέπει να μπαλσαμώσουμε το μέλλον
και στους κρεμασμένους που αιωρούνται από κάθε πολυέλαιο
και στο δηλητήριο του κάθε ποτηριού που ξεπλένουμε
και σ’ εκείνη την ηλεκτρική καρέκλα
όπου έχουμε εγκαταλείψει τις μεταμφιέσεις μας
για να κρυφτούμε κάτω απ’ τα μοναχικά νεκροσέντονα
η καρδιά μου δεν ξέρει παρά να σημαδεύει το βήμα
και να κόβει βόλτες σαν τίγρης τσίρκου
κοντινός σε μια λευτεριά ανεκμετάλλευτη.
Όλοι μας έχουμε φτάσει στα μνήματά μας
σε ώρα καλή, στην πρέπουσα ώρα,
σε πρώτες βοήθειες βολικής τιμής
ή αυτοκτονίας μάλλον φυσικής και προμελετημένης.
Κι εγώ άλλο δεν μπορώ να σχεδιάζω μια σκηνογραφία τέλεια
όπου η σελήνη θα ’χε να παίξει ένα σπουδαίο ρόλο
γιατί σ ’ετούτες τις στιγμές
υπάρχουν τρένα πάνω σ’ όλη τη γη
που αφήνουν κάποιους πονεμένους στεναγμούς
και που φεύγουν
κι η σελήνη δεν έχει καμιά σχέση με τις σύντομες
πυγολαμπίδες που μας παρακολουθούν
από ’ναν άγνωστο και κοντινό ουρανό
γεμάτον άστρα πολύγλωσσα κι αμέτρητα.
Πλάι στο κορμί σου ολότελα παραδομένο στο δικό μου
Πλάι στο κορμί σου ολότελα παραδομένο στο δικό μου
τους λείους σου ώμους όπου οι ρίζες
γεννιούνται του αγκαλιάσματός σου,
κι όπου γεννιούνται η φωνή κι η ματιά σου, φωτεινή κι απόμακρη,
ένιωσα ξαφνικά το απέραντο κενό της απουσίας της.
Αν όλα αυτά τα χρόνια που μου λείπει
σαν το φυτό το αναρριχώμενο που άνεμος το ξηλώνει
έχω νιώσει να φτάνει ή να επιστρέφει σε κάθε επαφή
και με λαχτάρα όλες τις μέρες σχίζω κάποιο μήνυμα
με τίποτ’ άλλο από μια ημερομηνία
και τ’ όνομά της τρίζει και θεριεύει πιο βαθιά κάθε φορά
γιατί δεν ήταν η φωνή της γι’ άλλο παρά για τ’αυτιά μου
γιατί μου τύφλωσε τα μάτια μόλις πήρε τα δικά της
κι ειν’ η ψυχή μου σαν ναός μεγάλος, άδειος από κόσμο.
Μα ετούτο το κορμί σου ειν’ ένας θεός αλλόκοτος
σμιλεμένο στη μνήμη μου, καθρέφτης του εαυτού μου,
λείο απ’ την απαλάδα μου, μεγάλο για τους πόθους μου,
προσωπίδα
άγαλμα που έφτιαξα στη θύμηση της.
Μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου