Η δουλεύτρα η καρδιά
Τώρα που τα καλύτερα και τα χειρότερά μας
τέλειωσαν• και τώρα που χωρίσαμε,
με κάτι διάφορο, άπονο, το νου μου θα γεμίσω.
(Καρδιά μου! Πώς μπορώ χωρίς λαχτάρα να βρεθώ;)
Αγάπη για βιβλία να! ποθώ! αγάπη χωρίς τέλος,
Μητέρα και παιδί, ευτυχισμένους• και γέρους να γλυκοκοιμούνται.
Κάμπους ποτιστικούς και δυνατούς και καρπερούς
και ξεπλυμένο, σαν καινούργιο, απ’ τη βροχή τον ουρανό,
και σιωπή εσπερινή, π’ανάλαφρα να την ταράζουν τα πουλιά,
κ’ ένα τραγούδι ευγενικό, μια φρόνηση αγία,
ολόδροσα ν’ανθούν, άμα εμείς πεθάνουμε.
Χίλια και μύρια, τέτοια τα ποθώ,
χαριτωμένα, αιώνια να τα χαίρωμαι
και να τα γεύωμαι σιγά σιγά
σαν κάποια αμβρόσια τροφή.
Στην άμοιρη καρδιά μου για δουλειά
γαλήνη θέλω πια να δώσω.
Στρατιώτης
Κι’ αν πεθάνω, τούτο μόνο να συλλογιστής•
ότι σε κάποια ξένα χώματα
ένα κομμάτι γης – Αγγλία πάντα θα είναι.
Στην πλούσια τη γη πειό πλούσια στάχτη θενά κείμαι,
στάχτη, που η Αγγλία γέννησ’, έπλασε, ζωντάνεψε,
στάχτη, που άνθη στην Αγάπη έδωκε, πλανήθηκε στον κόσμο,
κορμί αγγλικό, με αγγλική πνοή,
και στα νερά επλύθη ποταμιών κι’ εψήθηκε στο πάτριο το κάμα.
Και ξέρε το: Η καρδιά αυτή , που καθ’ απόρριξε κακό,
τώρα παλμός του Αιώνιου Νου,
κάπου θε ν’αντιφέξη, κάπου,
τους στοχασμούς και τους ρυθμούς, τα οράματα
που απ’ την Αγγλία πήρε•
τα όνειρα τα γαληνά σαν αγγλική ημέρα•
και τη χαρά, που από τους φίλους έμαθε,
και τη γαλήνη των ψυχών θε ν’ αντιφέξη,
μια γαλήνη ευφραντική, σαν αγγλικός αιθέρας!
Μετάφραση: Δημήτριος Κακλαμάνος
Οι Πεθαμένοι
Με χαρές κ’ έγνοιες οι καρδιές των είτανε υφασμένες•
εξαίσιες μέσα των πληγές η λύπη είχε ανοιγμένες•
με τον καιρό μακρόθυμοι είχαν γίνει• η χαραυγή
δική τους είταν• με τα χρώματά της όλα η γη.
Είχαν ιδεί την κίνηση, τη μουσική αγροικήσει,
σε καλών φίλων το πλευρό στητοί είχαν περπατήσει•
αγάπησαν, εδάκρυσαν• χαϊδέψαν απαλά
άνθη και μάγουλα…
Τώρα τελειώσαν όλ’ αυτά…
Απόδοση: Κλέων Β. Παράσχος