[Ευγενικιά περήφανη μελαγχολία]
ΕΥΓΕΝΙΚΙΑ ΠΕΡΗΦΑΝΗ μελαγχολία
Ύψος χαμόγελο και λευτεριά
Επί τέλους σας βρίσκω στην όχθη της καρδιάς μου
Ένα βράδυ όπου η θάλασσα εισχωρεί
Βαθιά στις χώρες των βουνών
Ένα βράδυ όπου νιώθεται κανείς πιο νέος από τη νιότη του,
Βράδυ όπου πόνεσε πολύ μα όπου πια τίποτε
Πια τίποτε δεν είναι μάταιο, τίποτε για τη στάχτη.
Ουράνια Επιστροφή
Το βεβαιώνω πως θ’ αφανισθούν:
θα ιδούμε το άνθος του λωτού
Να ξεφυτρώνει απ’ την καρδιά του καθενός τους
Ή το γαρίφαλο, το ρόδο της Γαλλίας,
Οι λοξές τροχιές των άστρων η πελώρια ειρήνη
Θα περάσουν και θα ξημερώσει
Πάνοπλη παρθένα θά ’ναι το φως
Η επιστροφή!
Κι εμείς, για μια φορά θά’χουμε γεννηθεί
Νά ’μαστε πλάσματα χαράς τρελής σαν την Τιτάνια.
Αρχαίο
Στους πρώτους καιρούς των πολύ σκοτεινών κήπων
Στους πρώτους βωμούς μέσα στις πρασινάδες
Στις πρώτες χλόες κατηφορικές λεπτές
Στήλες και Κόρες
Πέτρες βρεμένες απ’ τους ορατούς μηρούς των
Ως τον έρωτα τον χλοϊσμένο δροσιά των μαλλιασμένων
βρύων και κορμοί
Στιλπνοί καθάριοι από μακριά ιδωμένοι και που λούζονται
Αετοί λαμποκοπώντας
Πάνω από κήπους αετώματα και άλλα
Με το βλέμμα τους μόλις αγγίζουν την οσφύ
Χαμηλά παν διασχίζοντας
Τον γλαυκό από αχάτη ουρανό και της αρχαίας
Ζωγραφιάς τα στήθη
με χαρές και με θρήνους.
De Deo
Ας αξιωθώ το αίμα που μου ανήκει. Θα σ’ το αποδώσω.
Ας φτάσει ο στεναγμός μου ο ύστατος
Μέσ’ απ’ τις ομορφιές αυτές
Όλο βουνά και ορίζοντες και σάρκα
Που τα χείλη μόνο γνωρίζουν
Ας φτάσει ως τη δική σου μια κι αιώνια ζωτικότητα.
Ένα ρυάκι αίμα
Κυλώντας πάνω στη θαμπωτική
Πέτρα του ωραίου κόσμου
Του δικού μου, ας μ ’εξαγοράσει που έκλαψα.
Ελένη
Τι ωραία που είσαι τώρα που δεν υπάρχεις πια
Η τέφρα του θανάτου σ’ έγδυσε κι απ’ την ψυχή σου ακόμη
Τι ποθητή που είσαι απ’ τον καιρό που αφανιστήκαμε
Κύματα κύματα γεμίζουν την καρδιά της ερήμου
Την πιο πελιδνή από τις γυναίκες
Ωραία που είναι στις υδάτινες κορφές της γης αυτής
Του νεκρού απ’ την ασιτία τοπίου
Που ζώνει ολόγυρα την πολιτεία την πρωτινή
Ωραία που είναι μες στα χλοερά κι απρόσμενα πλατώματα
Μεταμορφωμένα σε ναούς ωραία που είναι
Στο γυμνό κι ανάστροφο κι ολέθριον οροπέδιο
Που είσαι τόσο πεθαμένη
Σκορπώντας ήλιους απ’ τα’ αχνάρια των ματιών σου
Και τους ίσκιους των μεγάλων ριζωμένων δέντρων
Στη φοβερή σου κόμη αυτήν που μ’ έριχνε σε παραμιλητό.
Μετάφραση: Οδυσσέας Ελύτης