Εξορία
Ανάμεσα σε κάστρα από κατάκοπη πέτρα,
σε δρόμους της όμορφης Πράγας,
σε χαμόγελα και σιβηριανές σημύδες,
στο Κάπρι, φωτιά στη θάλασσα, άρωμα
πικρό δεντρολίβανου,
ο έρωτας, ο τελευταίος
και ουσιαστικός έρωτας ενώθηκε στη ζωή μου
με τη γενναιόδωρη γαλήνη,
ενώ, στο μεταξύ,
ανάμεσα στο ένα και στο άλλο φιλικό χέρι
σκαβότανε μια τρύπα σκοτεινή
στην πέτρα της ψυχής μου,
και εκεί καιγότανε η πατρίδα μου
καλώντας με, περιμένοντάς με, προτρέποντάς με
να υπάρχω, να συντηρούμαι, να υποφέρω.
Στρογγυλή είναι η εξορία:
είναι κύκλος, δαχτυλίδι είναι·
τα πόδια σου γυρίζουν, ολοένα γυρίζουν,
περνάς πέρα-δώθε στη γη,
μα δεν είναι η γη σου,
σε ξυπνάει το φως, και δεν είναι το φως σου,
πέφτει η νύχτα: λείπουν τ’αστέρια σου·
βρίσκεις αδέρφια: δεν είναι όμως το αίμα σου.
Είσαι σαν το ντροπιασμένο φάντασμα και πρέπει
ν’αγαπάς μόνο όσους και όσο σε αγαπάνε,
και ακόμα είναι τόσο μα τόσο περίεργο που σου λείπουν
της πατρίδας σου τα εχθρικά αγκάθια,
η βραχνή εγκατάλειψη του λαού σου,
οι πικρές υποθέσεις που σε περιμένουν
και ότι θα σου γαβγίσουνε ήδη έξω από την πόρτα.
Αλλά με την καρδιά μου αγιάτρευτη
θυμήθηκα και το τελευταίο άχρηστο σημάδι,
θυμήθηκα πως σαν μέλι πεντανόστιμο – το μόνο –
θα φωλιάσει στο κέντρο της γης μου
και θα περιμένω από κάθε πουλί
το πιο μακρινό τιτίβισμα,
αυτό που με ξύπναγε απ’ της παιδικής μου ηλικίας τα χρόνια
κάτω από το φως το υγρό, το μουλιασμένο.
Καλύτερη μου φαινόταν η φτωχή γη
της χώρας μου, ο κρατήρας, οι αμμουδιές,
η ορυκτή των ερήμων όψη, καλύτερη
απ’ το φλιτζάνι με το φως που μου έδωσαν.
Ένιωσα μόνος στον κήπο, χαμένος:
ήμουν ο αγροίκος εχθρός του αγάλματος,
όλων όσα πολλοί αιώνες αποφάσισαν
ανάμεσα σε ασημένιες μέλισσες και συμμετρία.
Εξορίες! Η απόσταση
πυκνώνει,
τον αέρα τον αναπνέουμε μεσ’ απ’ την πληγή·
το να ζεις είναι κανόνας υποχρεωτικός.
Και να λοιπόν πόσο άδικη είναι η ψυχή, όταν δεν έχει ρίζες:
απορρίπτει την ομορφιά που της προσφέρεται·
ψάχνει και βρίσκει την πανάθλια περιοχή της:
και εκεί μόνο το μαρτύριο ή την ανακούφιση.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής