Η πιο μάνα

Η πιο μάνα περνάει από δω
με τα ξύλινά της τσόκαρα. Χτες βράδυ
εφύσηξε ο άνεμος του Νότιου Πόλου, πέσανε, σπάσανε
τα κεραμίδια της στέγης, γκρεμίστηκαν
οι τοίχοι και οι γέφυρες,
ούρλιαζε η νύχτα σύσσωμη με τα πούμα της,
και τώρα, το πρωί
με τον ήλιο να’ναι ακόμα παγωμένος, να την έρχεται
η πιο μάνα μου, η δόνια
Τρινιδάδ Μαρβέρδε, η δόνια
Αγιατριάδα Πρασινοθάλασσα,
γλυκιά σαν και τη συνεσταλμένη δροσούλα
του ήλιου στων καταιγίδων τα μέρη,
κεράκι
εύθραυστο που τρεμοσβήνει
και ξανανάβει
για να δείχνει τον δρόμο σε όσους από εκεί περνάνε.

Ω γλυκιά μου πιο μάνα
-μητριά εγώ
ποτέ να σε πω δεν μπόρεσα-,
και τρέμει το στόμα μου τώρα
που πάω να σε ορίσω, να σε πω.
Γιατί, μόλις είχα αρχίσει να καταλαβαίνω,

την καλοσύνη είδα ντυμένη
με τα φτωχικά της σκουρόχρωμα ρούχα.
Τότε είδα τη χρησιμότερη αγιότητα:
του νερού και του αλευριού την αγιότητα
που ήσουν εσύ. Ψωμί σε έκανε η ζωή
κι εμείς σε τρώγαμε
όλο τον μακρύ και έρημο χειμώνα
με το νερό να στάζει
στο σπίτι μέσα,
και η πανταχού παρούσα εσένα ταπεινότητά σου
σπυρί-σπυρί ξεκούκκιζε
το τραχύ
της φτώχειας στάρι
και ήτανε σαν να’χες αναλάβει
να μας μοιράσεις εκεί
έναν ποταμό διαμάντια.

Αχ, μάνα, πώς θα ζούσα
χωρίς να σε θυμάμαι
κάθε στιγμή και ώρα;
Θα’ταν αδύνατον. Στο αίμα μου εγώ
την πράσινή σου κουβαλάω τη θάλασσα,
το επώνυμο Μαρβέρδε, επώνυμο
του ψωμιού που μοιράζεται,
επώνυμο εκείνων
των γλυκών χεριών
που φτιάχνανε απ’ το τσουβάλι του αλευριού
τα καλτσάκια των παιδικών μου χρόνων,
που μαγείρευαν, έπλεναν, σιδέρωναν,
φύτευαν, μου έριχναν τον πυρετό.
Όταν είχαν γίνει όλα
κι εγώ μπορούσα πια
μόνος να σταθώ στα πόδια μου,
αυτή έφυγε, ικανοποιημένη, σκοτεινή,
μες στο μικρό της φέρετρο,
όπου πρώτη της φορά ήταν άπραγη,
ενώ έπεφτε η σκληρή βροχή
που πέφτει πάντα στο Τεμούκο.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!