Ο ήλιος κι η κόρη του
Βαδίζει στο μέσο του δρόμου, πηγαίνει.
Λιανίζει το σώμα της. Δείχνει παράξενα.
Πηγαίνει -γυρίζει, χάνεται – φαίνεται.
μην της μιλάτε. Δουλεύει στην άνοιξη.
Μεταφέρει τον ήλιο που πέφτει στους ώμους της.
Κατεδάφιση
Περικύκλωσε σήμερα το σπίτι μου ο ήλιος
με ωραία στρατεύματα, χρυσές πανοπλίες.
Άρχισε η μάχη. Ραγίζουν, ανοίγουν
οι τοίχοι καπνίζοντας. Βγαίνει υγρασία,
σιωπή, μοναξιά, στάχτη από χρόνο
νεκρό, αδικαίωτο. Αύριο στη θέση του,
τίποτα πια. Μοναχά μια λευκή
κολώνα ποιήματα.
Παραίνεση
Έχεις, ψυχή μου, κάτι να πεις
μα εμποδίζεσαι• έχασες το θάρρος σου σήμερα.
Μην κοιτάζεις το φως• μην κοιτάζεις της άγριας
κερασιάς το λευκό λουλούδι, μη βλέπεις
τον κύκλο της μέλισσας μες στο γαλάζιο,
ψυχή μου. Δεν είναι γράμματα.
Μην κοιτάζεις τo τέλειo και δειλιάζεις.
Καθένας τη γλώσσα του.
Η στέρνα
Ήτανε μεσ’ απ’ τη μήτρα
της μάνας μου
συνδεδεμένες οι φλέβες μου – ποταμάκια
που ρέουν
απ’ όλο το σώμα του κόσμου,
στο σώμα μου.
Είμαι μια στέρνα. Και σήμερα και αύριο
κι οπότε θελήσετε, ελάτε πουλιά.
Το νερό της συλλέγεται. Το μισό της απ’
τις οδύνες της γης, το άλλο απ’ το θαύμα:
Απ’ την ομορφιά, την ουσία, τη διάταξη
κι απ’ τους κραδασμούς του αρμόνιου-
σύμπαντος.