Επίσκεψη στους εξόριστους ποιητές
Όταν σε όνειρο μπήκε μες στην καλύβα των εξόριστων ποιητών,
που βρίσκεται πλάι στην καλύβα
που κατοικούνε οι εξόριστοι δάσκαλοι
(από κει άκουγεκαυγάδες και γέλια),
στην είσοδο ήρθε μπροστά του
στητός ο Οβίδιος και του’πε με μισή φωνή:
«Καλύτερα, ακόμα μην κάτσεις.
Εσύ δεν πέθανες ακόμα. Ποιος ξέρει,
μπορεί ακόμα να ξαναγυρίσεις πίσω.
Και δίχως ν’αλλάξει τίποτε άλλο
εκτός από σένα τον ίδιο».
Ωστόσο, με παρήγορο βλέμμα
σίμωσε ο Πο Τσου-γι και είπε χαμογελώντας:
«Την πίκρα την έχει αξιωθεί ο καθένας
που έστω και μια φορά
είπε την Αδικία με τ’ όνομά της».
Και ο φίλος του ο Του-φου πρόσθεσε ήρεμα:
«Καταλαβαίνεις, η εξορία
δεν είναι ο τόπος όπου ξεχνιέται η υπεροψία».
Όμως, πιο γήινος
τους έκοψε ο κουρελής ο Βιγιόν και ρώτησε:
«Πόσες πόρτες έχει το σπίτι που μένεις;»
Κι ο Ντάντε τον πήρε παράμερα
και πιάνοντάς τον από το μανίκι, μουρμούρισε:
«Οι στίχοι σου είναι γεμάτοι σφάλματα, φίλε,
στοχάσου πόσοικαι ποιοι είναι αυτοί που σε κατατρέχουν!»
Κι ο Βολταίρος φώναξε από πέρα:
«Έχε το νου σου στην πεντάρα,
αλλιώς θα σε γονατίσουν στην πείνα!»
«Και βάλε μέσα σε κανένα χωρατό!»
έκραξε ο Χάινε.
«Αυτό δε φελάει»
γρίνιαξε ο Σαίξπηρ, «σαν ήρθε ο Ιάκωβος
μήτε κι εγώ πια δεν είχα δικαίωμα να γράφω».-
«Όταν έρθει η ώρα της δίκης
πάρε έναν κατεργάρη για δικηγόρο!»
φώναξε ο Ευριπίδης
«γιατί αυτός ξέρει τις τρύπες
που έχει το δίχτυ του Νόμου».
Το γέλιο κρατούσε ακόμα όταν,
από την πιο σκοτεινή γωνιά
σηκώθηκε μία φωνή: «Βρε συ, ξέρουνε κιόλα
τους στίχους σου απόξω; Κι όσοι τους ξέρουνε
θα να γλιτώσουνε άραγε από την καταδίωξη;»
«Τούτοι είναι οι λησμονημένοι», είπε σιγά ο Ντάντε
«αυτωνών δεν αφανίστηκαν μόνο τα σώματα,
μα ως και τα έργα τους».
Το γέλιο ξάφνου κόπηκε.
Κανείς δεν τόλμησε
να κοιτάξει προς τα εκεί.
Ο επισκέπτης είχε κερώσει.
Μετάφραση: Γ.Π. Σαββίδης