Το Δάσος

Το δάσος που λαχτάριζες
Ως που ναν το περάσεις,
Τώρα ναν το ξεχάσεις,
Διαβάτη αποσπερνέ,

Μιαν αυγινή το κούρσεψαν
Ανίδρωτοι λοτόμοι,
Κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ,

Το τρίσβαθο αναστέναγμα
Που άγγιζε την καρδιά σου,
Κ’ έσπαε τα γόνατά σου,
Δεν θαν τακούσεις πλιά,

Το πήρανε στα διάπλατα
Περίτρομα φτερά τους,
Και τόκαμαν λαλιά τους
Τα νύχτια τα πουλιά.

Και κάτι που βραχνόκραζε
Με μια φωνήν ανθρώπου,
Στο ημέρωμα του τόπου,
Βουβάθηκε κι αυτό,

Κ’έπεσε το αιματόβρεχτο,
Τ’ολόγυμνο μαχαίρι,
Πόβλεπες σ’ ένα χέρι
Να σειέται αστραφτερό.

Το σιγαλό τραγούδισμα
Που σ’ έσερνε, Διαβάτη,
Σε μαγικό παλάτι,
Δίχως ελπίδα αυγής,

Το πήρανε – για κύτταξε
Στερνήν ανατριχίλα,
Τα πεθαμένα φύλλα,
Που απόμειναν στη γης.

Κι η άρπα με τον ήχο της
Που σε γλυκομεθούσε
Μα κρύφια σου χτυπούσε
Θανάτου μουσική,

Χάθηκε με την άγγιχτη
Που την κρατούσε κόρη,
Στα πέλαγα, στα όρη,
Να μην ξανακουστεί.

Το δάσος, που λαχτάριζες
Ως που να το περάσεις,
Για πάντα θα ξεχάσεις,
Διαβάτη αποσπερνέ.

Γενήκαν νεκροκρέβατα
Τάγρια δεντρά του τώρα
Και θα τα βρεις στη χώρα,
Διαβάτη αποσπερνέ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!